Ἐπικήδειος Λόγος πρός τόν μακαριστό Πρωτ/ρο Ἀγγελῆ Παπανικολάου

 

Ἐκφωνηθείς ἀπό τόν Πρω/ρο π. Χρῖστο Κυριακόπουλο,

Γενικό Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Κηφισίας, Ἀμαρουσίου & Ὠρωποῦ.

 

    Μέ αἰσθήματα βαθειάς ὀδύνης καί τῆς κατ’ἄνθρωπον λύπης, πού εἶναι ἀπότοκος τοῦ αἰφνιδίου θανάτου τοῦ κληρικοῦ τῆς Μητροπόλεώς μας καί σ’ὅλους ἀγαπητοῦ μας Πρωτ/ρου Ἀγγελῆ Παπανικολάου, ἀλλά καί μέ τήν βεβαίαν ἐλπίδα τῆς άναστάσεως, τόν προπέμπομεν εἰς τήν αἰωνιότητα, μέ ἐπικεφαλής τόν τεθλιμμένον Ἐπίσκοπό μας καί τόν ἱερό κλῆρο τῆς Μητροπόλεως μας.

     Ὑπῆρξε γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καί κρίκος ἀδιάσπαστης ἀλυσίδας προγόνων του ἱερέων. Ἀνατράφηκε έν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου καί γαλουχήθηκε ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων ἀπό τούς γονεῖς του, ἰδίως ἀπό τόν ἱερέα πατέρα του, μέ τά νάματα τῆς πίστεώς μας καί τίς παραδόσεις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Φιλομαθής ὡς νέος ἐσπούδασεν τήν ἱεράν ἐπιστήμην τῆς Θεολογίας καί εἰσῆλθεν στίς τάξεις τοῦ κλήρου τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἀνεπιφύλακτα, ὅσοι τόν γνώρισαν καί συνεργάσθηκαν μαζί του, στίς τρεῖς ἐνορίες πού ὑπηρέτησεν, Ἁγίου Δημητρίου Δροσιᾶς, Ἁγίου Γεωργίου Μελισσίων καί Εὐαγγελίστρια Νέας Ἐρυθραίας, ὁμιλοῦν γιά τόν εὐλαβέστατο καί ἐξαίρετο κληρικό, τόν εὐγενικό, πρᾶο καί μειλίχιο, τόν κομψό στούς τρόπους του καί στήν συμπεριφορά του, τόν ἄριστο καί ἱεροπρεπῆ λειτουργό τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου. Ὁ π. Ἀγγελῆς ἀγάπησε τούς ἐνορίτες του, τους συνεφημερίους του, ἱεροψάλτες, προσωπικό τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκεῖνοι τοῦ ἀνταπέδωσαν τήν ἀγάπη τους, τήν ἐκτίμηση καί τόν σεβασμό τους. Ἡ προσφορά του καί ἡ ὅλη του καλή παρουσία στήν Ἐκκλησία ἀναγνωρίσθηκε καί ἐπικυρώθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη μας κ. Κύριλλο, ὅταν, πρό διετίας, τόν τίμησε μέ τό ἀνώτατο γιά ἱερεῖς ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου, σέ εἰδική τελετή εἰς τήν ὁποίαν, τότε, εἶπε καί τά πρέποντα. Ὁ π. Ἀγγελῆς διέθετε βαθειά πίστη στό Θεό, ἔδωσε μαρτυρία ψυχῇ καί σώματι γιά τό σταυρό τοῦ ράσου, γι’ αὐτό, στά διάφορα προβλήματα πού ἀντιμετώπισε καί ἀντιμετώπιζε, εὕρισκε καταφύγιο, παρηγοριά, ἐλπίδα καί στήριγμα στόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησία.

    Πονοῦμε καί συγκλονιζόμαστε ὡς ἄνθρωποι, πού φεύγει ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Χαιρόμαστε ὡς πιστοί καί ὡς Χριστιανοί, γιατί μεταβαίνει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Τήν φρίκην τοῦ θανάτου ἐξέφρασεν ὁ Ἀριστοτέλης μέ μία μόνο λέξη. Ὁ θάνατος εἶπε, εἶναι τό «φοβερώτατον», ἡ δύναμίς του εἶναι ἀκατανίκητη καί συντρίβει τήν κάθε ζωή. Οὐδείς μπορεῖ ν’ἀποφύγει τόν θάνατο, πού ἐκληρονομήσαμε ὅλοι, μέ τό προπατορικόν ἁμάρτημα.

Μπροστά στό θέαμα τοῦ νεκροῦ ἀπορεῖ καί ὁ ἱερός ὑμνογράφος καί κυριεύεται ἀπό φόβο, άναφωνόνταςτά ἴδια λόγια τοῦ Σταγειρίτου Φιλοσόφου: «ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον» καί προβληματίζεται γιά τό φοβερό κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου: «πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται!»

    Καί ὁ παπα-Ἀγγελῆς βιαστικά ἔφυγε σέ νεαρή ἡλικία! Ἐναγώνιο καί πονεμένο παρουσιάζεται τό ἐρώτημα, κάθε φορά πού άποθνήσκει νεαρό ἄτομο πού εἶναι καί κληρικός, ἀφιερωμένος στό Θεό: -Γιατί παίρνει ὁ Θεός κοντά Του νεαρούς ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφήνει ἀπορφανισμένο τό ποίμνιό του; Καί εἶναι άκατάληπτο καί μή ἐξηγούμενο αὐτό τό ἐρώτημα, ἀφοῦ καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἐπιθυμοῦσε τόσο πολύ τήν ἔνωσή του μέ τό Χριστό, διά τοῦ θανάτου, ἐν τούτοις προτιμοῦσε νά παραμείνει στή ζωή γιά τίς ἀνάγκες τῶν χριστανῶν. (Φιλιπ. 1, 21-26)

    Οἱ λέξεις νέος καί γέρος στό χῶρο τῆς Ἁγίας Γραφῆς και ταῆς Πατερικῆς Θεολογίας, στό χῶρο τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν διαφορετική σημασία. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν  ἴδιο τὸν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου καὶ γενικότερα τὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ τὴν προσωπική  του τελείωση ἡ Γραφὴ ἀναφέρει:  «Γῆρας  τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῶ  ἐτῶν μεμέτρηται∙  πολιᾶ δὲ ἐστι  φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος…Τελειωθεῖς ἐν ὀλίγω ἐπλήρωσεν χρόνους μακροὺς» (Σοφ. Σόλ. 4,8-9. 13). Δηλαδὴ τὸ γῆρας γιὰ τὴ Γραφὴ δὲν εἶναι βιολογικὸ ἀλλὰ πνευματικό. Ἀσπρομάλλης σεβαστὸς δὲν εἶναι ὁ πολυχρόνιος ἀλλὰ ὁ συνετὸς καὶ ἅγιος. Ἂν κάποιος ὡρίμασε πνευματικὰ καὶ τελειώθηκε, ἀσχέτως ἂν ἀκόμη εἶναι νέος, εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκδημήσει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Ἀγαπήθηκε ἤδη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἁρπάχθηκε μήπως ἡ κακία τοῦ κόσμου καὶ ἡ δολερὴ ἁμαρτία κατορθώσουν καὶ τοῦ ἀλλάξουν τὴν σύνεση καὶ τὸν ἀποπλανήσουν ἐν τέλει(Σόφ. Σόλ. 4,11). Συνεπῶς καὶ  τὸν νέο ὁ Θεὸς τὸν παίρνει στὴν ὥρα του καὶ ὄχι πρὶν τῆς ὥρας, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε. Γι’αὐτό δεν ἀπελπιζόμαστε∙ ὅμως ζοῦμε μέ τήν κατά Χριστόν ἐλπίδα καί παρηγορία, γιατί ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων» (Α΄Κορ. 15,20) καί «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» Ἀναστήθηκε γιά νά βεβαιώσει ὅλους  μας γιά τή συντριβή τοῦ θανάτου καί νά μᾶς χαρίσει τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή. Οἱ χριστιανοί μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παίρνουν νέο  θάρρος καί νέα  ἐλπίδα, γιά ν’ἀντιμετωπίσουν τόν θάνατο καί νά φθάσουν στήν ὑπέρβασή του, ὅπως οἱ ἅγιοι.«Μηδείς φοβείσθω θάνατον∙  ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος!» «Ποῦ σου θάνατε τό κέντρον;… ἀνέστη Χριστός καί σύ κατάβέβλησαι!»

      Γι’αὐτό ἀγαπητέ μας παπα-Ἀγγελῆ, ἡ φυσική καί ἀνθρώπινη λύπη μας ἐλαττώνεται ἀπό τήν ἐλπίδα καί τήν βαθειά πεποίθηση ὅτι «μεταβέβηκες ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν » καί «ἀπό τά λυπηρότερα στά χρηστότερα καί θυμηδέστερα» στήν αἰώνια χαρά καί ἀπόλαυση. Ἡ ἐνορία  αὐτή πού τόσο ἀγάπησες σέ στερεῖται. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν σέ ἔχασε. Σε ἔχει πρεσβευτή στόν θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, στόν οὐρανό καί θά κοσμεῖς τόν χορό τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων τῆς αἰωνίας δόξης  τοῦ «Ἐσφαγμένου Ἀρνίου». Ἐκεῖ ἀπερίσπαστος πλέον θά παρακαλεῖς τόν Κύριο καί θά προσεύχεσαι γιά ὅλους μας.

      Στήν βαρυπενθούσα οἰκογένειά σου ἐκφράζουμε τά θερμά συλλυπητήριά μας καί εὐχόμαστε ὁλόψυχα, ὁ Θεός νά σέ κατατάξει μετά τῶν ἐκλεκτῶν Του καί νά σέ καταστήσει συλλειτουργό Του στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριό Του. Ἀμήν