Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος

 Ψυχν πισθεν το Θεο κολλν πλαι,
μπροσθεν ατο νν παρσταται Σββας.
Θεσπεσ
οιο πλου πμπτ Σββας ντς σχθη.

     agios savas  Ὁ ­γι­ος Σάβ­βας κα­τα­γό­ταν ­π τ χω­ρι Μου­τα­λά­σκη τς Καπ­πα­δο­κί­ας καὶ ­ταν γις ε­σε­βν γο­νέ­ων, το­ω­άν­νη κα τς Σο­φί­ας .

      Ἀ­πὸ πο­λὺ νω­ρὶς γνώ­ρι­σε τὶς θεῖ­ες βου­λὲς καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸ μο­να­στι­κὸ βί­ο. Εἶ­χε τό­ση πί­στη ποὺ κά­πο­τε μπῆ­κε σὲ ἕ­να κλί­βα­νο πυ­ρὸς ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο βγῆ­κε ἀ­βλα­βὴς μὲ τὴ βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ.

     Ὅ­ταν ἦ­ταν δε­κα­ο­χτὼ ἐ­τῶν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ μο­να­στή­ρι τῶν Φλα­βι­α­νῶν καὶ πῆ­γε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴν ἔ­ρη­μό της Ἀ­να­το­λῆς γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν Μέ­γα Εὐ­θύ­μι­ο . Ὁ Εὐ­θύ­μι­ος τὸν ἔ­στει­λε σὲ ἕ­να κοι­νό­βι­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ηύ­θυ­νε ὁ ὅ­σι­ος Θε­ο­κτι­στὸς.

    Ὁ Ἅ­γι­ος Σάβ­βας κα­τὰ τὴν πα­ρα­μο­νή του στὸ κοι­νό­βι­ο ἔ­λαμ­ψε λό­γω τοῦ χα­ρα­κτή­ρα του καὶ τῶν ἀ­ρε­τῶν του. Μά­λι­στα ἦ­ταν τό­σο σο­βα­ρὸς καὶ ἠ­θι­κὸς - πα­ρὰ τὸ νε­α­ρόν της ἡ­λι­κί­ας - ποὺ προ­σα­γο­ρεύ­τη­κε παι­δα­ρι­ο­γέ­ρον­τας ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Εὐ­θύ­μι­ο.

   Ὁ Ἅ­γι­ος Σάβ­βας ὅ­σο με­γά­λω­νε τρο­φο­δο­τοῦ­σε ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ πνεῦ­μα του, γι' αὐ­τὸ καὶ τι­μή­θη­κε μὲ τὸ χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Τὸ χά­ρι­σμα αὐ­τὸ τὸ ἐ­πι­στρά­τευ­σε στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν φτω­χῶν καὶ τῶν ἀ­σθε­νῶν καὶ ἔ­τσι ἐ­πι­τέ­λε­σε ση­μαν­τι­κό­τα­τα ἔρ­γα.

   Γιὰ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του καὶ γιὰ τὴ με­γά­λη του φή­μη, εἶ­χε στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων δύ­ο φο­ρὲς πρε­σβευ­τὴς στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, πρὸς τὸ βα­σι­λιὰ Ἀ­να­στά­σι­ο καὶ ἔ­πει­τα πρὸς τὸν Ἰ­ου­στι­νι­α­νό.

   Σὲ ἡ­λι­κί­α ἐ­νε­νήν­τα τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν, τὸ 534 μ.Χ., ἀ­νῆλ­θε πρὸς Κύ­ρι­ον ἐν εἰ­ρή­νη.

   Τὸ 584 μ.Χ., τὸ Λεί­ψα­νο τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα ἀ­να­κο­μί­σθη­κε ἀ­δι­ά­φθο­ρο ὅ­ταν ἀ­νοί­χθη­κε ὁ τά­φος του γιὰ νὰ ἐν­τα­φι­α­στεῖ ὁ Ἡ­γού­με­νος Κασ­σι­α­νός. Ἀρ­χι­κὰ δι­α­φυ­λά­χθη­κε στὴ Μο­νή του καὶ στὴ συ­νέ­χει­α με­τα­φέρ­θη­κε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῶν Ἀ­ρα­βι­κῶν ἐ­πι­δρο­μῶν.

    Γιὰ τὸν χρό­νο ἄ­φι­ξής του στὴ Βε­νε­τί­α ἐ­πι­κρα­τοῦν δύ­ο πα­ρα­δό­σεις. Σύμ­φω­να μὲ τὴν πρώ­τη τὸ Λεί­ψα­νο εἶ­χε με­τα­φερ­θεῖ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀπ’ ὅ­που τὸ 1026 μ.Χ. τὸ ἔ­κλε­ψε ὁ Βε­νε­τὸς εὐ­γε­νὴς Πέ­τρος Centranico (ἔ­πει­τα Δό­γης, 1026 - 1031 μ.Χ.), ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Δό­γη Tribunio Menio (982 - 1026 μ.Χ.), τὸ με­τέ­φε­ρε στὴ Βε­νε­τί­α καὶ τὸ κα­τέ­θε­σε στὸ Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­νου.

Κα­τὰ τὴν δεύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση τὸ Λεί­ψα­νο δὲν με­τα­φέρ­θη­κε πο­τὲ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀλ­λὰ δι­α­φυ­λά­χθη­κε στὸν Ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τῆς Ἄ­κρας, ἀπ’ ὅ­που με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς Γε­νου­ά­τες στὴν ἀν­τα­γω­νί­στρι­α τῆς Βε­νε­τί­ας πό­λη τους. τὸ 1257 μ.Χ. οἱ Βε­νε­τοὶ πέ­τυ­χαν νὰ με­τα­φέ­ρουν τὸ Λεί­ψα­νο στὴ Βε­νε­τί­α.

    Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Λει­ψά­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα στὴ Βε­νε­τί­α ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν σχε­τι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Σαβ­βα­ΐ­του Μο­να­χοῦ Σω­φρο­νί­ου στὸν Μη­τρο­πο­λί­τη Ρω­σί­ας Ἅ­γι­ο Μα­κά­ρι­ο, τὸ 1547 μ.Χ.

   Τὸ 1965 μ.Χ., με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Βε­νε­δί­κτου, ἡ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πέ­στρε­ψε τὸ Λεί­ψα­νο στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ φυ­λάσ­σε­ται ἔ­κτο­τε στὴ Μο­νή του.
 

πολυτκιον
χος α’. Τς ρήμου πολίτης.
T
ν σίων κρότης καγγέλοις φάμιλλος ς γρ γιασμένος δείχθης κ παιδός, Σάββα σιε. Οράνιον γρ βίον πελθν, πρς νθεον ζων χειραγωγες δι λόγου τε κα πράξεως ληθος, τος πίστει κβοντας σοι. Δόξα τ δεδοκότι σοι σχύν, δόξα τ σ στεφανώσαντι, δόξα τνεργοντι δι σο πσιν άματα.

τερον πολυτκιον
χος πλ. δ’.
Τα
ς τν δακρύων σου οας, τς ρήμου τγονον γεώργησας· κα τος κ βάθους στεναγμος, ες κατν τος πόνους καρποφόρησας· κα γέγονας φωστήρ, τ οκουμέν λμπων τος θαύμασι, Σάββα Πατρ μν σιε, Πρσβευε Χριστ τ Θε, σωθναι τς ψυχς μν.

Κοντκιον
χος πλ. δ’. Τπερμάχ.
ς π βρέφους τ Θε θυσία μωμος, προσενεχθες διρετς, Σάββα μακάριε, τ σε πρν γεννηθναι πισταμέν· χρημάτισας σίων γκαλλώπισμα, πολιστής τε τς ρήμου ξιέπαινος· δι κράζω σοι, Χαίροις Πάτερ οίδιμε.