Λόγος στήν Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

 

                                                                  ὉσίουἘφραίμ τοῦ Σύρου

        metamorphosis2  πό τούς γρούς τέρψεις συγκομιδς καί πό τά μπέλια τρύγος δεσμάτων. Καί πό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. γρός μία φορά χει τήν συγκομιδή καί τό μπέλι μιά φορά χει τόν τρύγο. Γραφή, μως, πάντοτε ναβλύζει διδαχή ζωοποιό. γρός, ταν θεριστε, μένει ρημος. Καί τό μπέλι, ταν τρυγηθε, ταπεινώνεται. Γραφή, μως, ν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τν ρμηνειν τν λόγων της δέν κλείπουν. Καθημερινά τρυγται καί τά σταφύλια τς λπίδας πού κρύβει δέν δαπαννται. ς πλησιάσουμε λοιπόν τόν γρό τοτο κι ς πολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεθρα καί ς θερίσουμε π ατόν στάχυα ζως, τούς λόγους το Κυρίου μας ησο Χριστο, ποος επε: «βρίσκονται δ κάποιοι, οποοι δέν θά γευθον θάνατο, ως νά δον τόν Υόν το Θεορχόμενο στήν δόξα Του». Καί μετά πό ξι μέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν άκωβο καί τόν δελφό του ωάννη καί τούς νέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε νώπιόν τους. Καί λαμψε τό πρόσωπό Tου πως λιος, τά δέ ροχα Tου γιναν λευκά σάν τό φς. Πράγματι, ονδρες γιά τούς ποίους επε τι δέν θά γευθον θάνατο, ως νά δον τόν τύπο τς λεύσεώς Του, ατοί ο τρες πόστολοι εναι, τούς ποίους πρε κοντά Του καί νέβηκαν στό βουνό, που τούς δειξε πς πρόκειται νά λθει κατά τήν σχάτη μέρα στήν δόξα τς θεότητάς Του καί μέ τό σμα τς νθρωπότητάς Του. Τούς νέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εναι καί ποίου υός. Διότι, ταν τούς ρωτοσε «ποος λένε ονθρωποι τι εμαι γώ, υός τονθρώπου;» κενοι ποκρίθηκαν: «λλοι, πώς εσαι λίας· λλοι, ερεμίας νας πό τούς προφτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).Γι ατό καί τούς νεβάζει στό βουνό καί τούς ποκαλύπτει, τι δέν εναι λίας, λλά Θεός καί Πλάστης τολία. Οτε πάλι ερεμίας, λλ ατός πού γίασε τόνερεμία κ κοιλίας. Οτε νας πό τούς  προφτες, λλ Κύριος τν προφητν, ποος καί τούς στειλε. λλά καί τοτο ποδηλώνει σ ατούς, τι Ατός εναι ποιητής το ορανο καί τς γς, καί κύριος ζωντανν καί νεκρν. Διότι διέταξε τόν ορανό, καί εθύς μέσως κατέβασε τόν λία. καμε νεμα στήν γ καί τόν Μωϋσ παρέστησε. Καί σ ατούς πάλι τούς κορυφαίους τν προφητν πέδειξε τι Κύριος εναι τν ζώντων, φόσον τόν λία πό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί τι εναι Ατός πού γείρει τούς νεκρούς, φόσον γειρε τόν Μωϋσκ τν νεκρν. δέ νάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε τι εναι Υός το Θεο.Τί κι ν λεγε σ ατούς τι «γώ εμαι Θεός κ Θεο»; Δέν θά πείθονταν εκολα, ξ ατίας το σώματος, πού εχε περιβληθε, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν μοιός τους. βλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν ωσήφ, πού Τόν νέθρεψε, καί πώς πατέρας Του εχε να κοινό νομα. Παιδιά τοωσήφ σαν οδελφοί Του. Καί πως ατοί πείνασε καί λαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα σβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρκε παρηγοριά τήν νάπαυση, καί στήν νύστα δωσε πνο. Καί τόν φόβο κολούθησαν σταλαγμοί δρτα. χοντας,  λοιπόν, λα τά δικά μας παρεκτός τήν μαρτία, πς θά γινόταν πιστευτός, άν λεγε τι «γώ εμαι Θεός κ Θεο;» Διότι ατά δέν σαν ρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι ατό λοιπόν στό βουνό τούς νεβάζει, στε νά μιλήσει Πατήρ καί νά τούς διδάξει, τι εναι πραγματικά Υός του. γινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του πως λιος καί τά ροχα Του λευκά πως τό φς. Μέ ατά δειξε, τι πό λο τό σμα Του κχύθηκε δόξα Του, καί πό λη τή σάρκα Του λλαμψε τό φς Του, καί πό λα τά μέλη Του κπορεύονταν οκτνες τς θεότητάς Του. Καί παρουσιάστηκαν σ ατούς Μωυσς καί λίας νά συνομιλον μαζί Του. Τί λεγαν σ Ατόν; πσο μπορ νά ποθέσω, εχαριστία τοπηύθυναν, διότι παλήθευσε τούς λόγους τν προφητν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοπένειμαν πέρ τς σωτηρίας, πού χάρισε στό νθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ποο ατοί ζωγράφησαν, ατός λοκλήρωσε μέ τό ργο Του. Χάρηκαν ο προφτες βλέποντας τήν νθρώινη φύση Του, τήν ποία πιθυμοσαν νά δον, καί γαλλίασαν οπόστολοι κούγοντας τήν φωνή το Πατέρα. Μέ ατήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τς οκονομίας Του, τό ποο ταν κρυφό γι ατούς. Διότι δέν ταν δυνατόν νά μάθουν πό λλη πηγή γιά τήν νανθρώπισή Του, παρά πό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. λλά καί δόξα το σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε μαρτυρία τν τριν μέ τόν Μωϋσ καί τόν λία, οποοι κοντά στόν ησο στάθηκαν ς δολοι νώπιον το Κυρίου τους. Καί ο μέν βλεπαν τούς δέ, ο προφτες τούς ποστόλους καί οπόστολοι τούς προφτες. Ατοί πού ξ νόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Καί συναντήθηκαν κε ορχηγοί τς Παλαις καί ορχοντες τς Καινς. Εδε Μωϋσς γιος τόν Σίμωνα νά χει γιασθε, οκονόμος το Πατρός τόν πίτροπο το Υο. μέν σχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει νάμεσα στά κύματα, δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οκοδομήσει τήν κκλησία, τήν ποία οτε ο πυλνες τοδη κατέβαλαν. Εδε παρθένος τς παλαις τόν παρθένο τς νέας· λίας τόν ωάννη. Ατός πού νέβηκε σέ φλογερό ρμα, ατόν πού γειρε στό στθος τς φλόγας. Επε, λοιπόν, Σίμων: «Καλό εναι νά μείνουμε δ». Σίμων, τί λές; άν μείνουμε δ, ποιός θά κπληρώσει τούς λόγους τν προφητν καί τήν διδαχή τν κηρύκων ποιός θά πισφραγίσει; άν παραμείνουμε δ, λαναιρονται.Επε πάλι Σίμων στόν ησο: «Κύριε, καλό εναι νά μείνουμε δ. Νά στήσουμε, άν θέλεις, τρες σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσ καί μία γιά τόν λία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οκοδομήσεις κκλησία καί τώρα τοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ρος; Εναι, λοιπόν, φανερό τι κόμη εχε νθρώπινη ντίληψη γιά τόν ησο. Καί μέσα στόν θαυμασμό τν μαθητν φωνή κούστηκε πό τήν νεφέλη νά λέει: «Ατός εναι Υός μου γαπητός, στόν ποον εαρεστομαι, ατόν νά κοτε». Καί μέ τήν φωνή το Πατέρα Μωϋσς πέστρεψε στόν τόπο του καί λίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οπόστολοι πεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γ. Καί ησος μόνος στεκόταν, διότι φωνή κείνη Ατόν μόνο φοροσε. φυγαν ο προφτες καί πεσαν οπόστολοι, καθώς δέν κπληρωνόταν σ ατούς τό νόημα το λόγου. Μέ τό λόγο, λοιπόν, ατόν δήλωσε τι φαιρέθηκε πλέον οκονομία πό τόν Μωϋσ καί τόν λία, καί στόν Υό πακούουν κατά πάντα.Ατός εναι υός καί χι μογενής· κύριος καί χι δολος· ρχοντας καί χι ρχόμενος· νομοθέτης καί χι νομοθετούμενος· σος κατά τήν θεία φύση καί υός γαπητός. τσι οπόστολοι μυήθηκαν σ ατό πού ταν γι ατούς δηλο. δ Πατήρ φανέρωσε τόν Υό Του. ξαίτιας τς φωνς ατς πεσαν οπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι καθώς φωνή το Πατέρα τούς ριξε κάτω, τσι καί φωνή το Υο μέ τήν δύναμή Του τούς νασήκωσε. κε θεϊκή του δόξα καί νθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ να πρόσωπο. Το Μωϋσ τό πρόσωπο ξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, νλο τό σμα τοησοπως λιος στίς κτνες του στραφτε καί δόξα τς θεότητάς Του τό σμα τς νθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι ατόν νήγγειλε Πατήρ: «Ατός εναι υός μου γαπητός». Δέν ταν χωρισμένη δόξα τς θεότητάς Του πό τήν νθρωπότητά Του, λλά γιά ναν ταν φωνή, ατόν πού φαινόταν σέ σμα ετελές καί δόξα φοβερή. Καί γία Μαρία υό τόν ποκαλοσε, τοποίου τό νθρώπινο σμα δέν ταν χωρισμένο πό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εναι να πρόσωπο ατός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σμα καί τήν δόξα Του. Καί δόξα Του μήνυσε τήν κ το Πατρός θεία φύση. Καί τό σμα Του μήνυσε τήν κ τς Μαρίας νθρώπινη φύση. νας μως Υός μονογενής κ το Πατρός καί κ τς Μαρίας. ς παύσουν τά στόματα τν αρετικν. Διότι ποιος τόν μερίζει, θά μερισθεπό τήν βασιλεία Του. Καί ποιος τόν συγχέει, θά ποκλεισθεπό τήν ζωή Του. ποιος ρνεται τι γέννησε Θεόν Μαρία, ς μή δε τήν δόξα τς θεότητάς Του. Καί ποιος ρνεται τι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εναι τς σωτηρίας καί ζως πού προσφέρεται διά το σώματός Του. Διότι τά δια τά πράγματα διδάσκουν σους χουν διαύγεια. Ο θεες δυνάμεις Του κηρύσσουν τι εναι Θεός ληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυρον τι εναι νθρωπος ληθινός, καί τό σμα πού περιεβλήθη, τι εναι πό θυγατέρα νθρώπου. λλά κι ν δέν τό κατανοον οσθενες κατά τήν διάνοια, μες θά πιχειρήσουμε νά κθέσουμε τήν λήθεια πό τά χραντα Εαγγέλια, στε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους κροατές μεγαλύτερη φέλεια, ξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ πιχειρήματα ψευδ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.άν δέν ταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο μφανίζεται Μαρία στό προσκήνιο, καί άν δέν ταν Θεός, Γαβριήλ ποιόν προσφωνοσε Κύριο; άν δέν ταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί άν δέν ταν Θεός, ποιόν διακονοσαν ογγελοι πού κατέβηκαν; άν δέν ταν σάρκα, ποιός ταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί άν δέν ταν Θεός, ο ποιμένες γιά ποιόν λόγο στερα πό οράνια μύηση τόν προσκύνησαν; άν δέν ταν σάρκα, ποιός ποβλήθηκε σέ περιτομή; άν δέν ταν Θεός, γιά ποιόν ο μάγοι πό τήν νατολή πρόσφεραν δρα; άν δέν ταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν γκαλιά του Συμεών, καί άν δέν ταν Θεός, σέ ποιόν λεγε«τώρα φησέ με νά πεθάνω ερηνικά»;άν δέν ταν σάρκα, ποιόν πρε ωσήφ καί κατέφυγε στήν Αγυπτο; άν δέν ταν Θεός, τό «πό τήν Αγυπτο κάλεσα τόν υό μου»σέ ποιόν κπληρώθηκε; άν δέν ταν σάρκα, ωάννης ποιόν βάπτισε, κι ν δέν ταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε πό τόν ορανό Πατέρας τι εναι γαπητός Του Υός; άν δέν ταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ρημο καί πείνασε; άν δέν ταν Θεός, ποιόν ογγελοι κατέβηκαν καί διακονοσαν, ν δέν ταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τς Καν καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, άν δέν ταν Θεός καί νθρωπος; άν ταν πλός νθρωπος καί χι Θεός τέλειος, πς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαο Σίμωνα, πς τά πλημμελήματα τς πόρνης συγχώρησε; άν δέν ταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν δοιπορία καί ζητοσε νερό, κι ν δέν ταν Θεός, ποιός ν ζητοσε νερό πό τήν Σαμαρείτιδα, ν τούτοις δινε νερό καί λεγχε; άν δέν ταν σάρκα, πς φτυσε στήν γ, κι ν δέν ταν Θεός, πς κανε τόν κ γενετς τυφλό μέ πηλό νά ναβλέψει; Στό μνμα το Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ξλθε, νεκρός τετραήμερος, άν Χριστός δέν ταν Θεός καί νθρωπος; άν δέν ταν σάρκα, πς κάθησε στό πουλάρι, κι ν δέν ταν Θεός, οχλοι ποιόν δοξολογοσαν λέγοντας τό σαννά; Καί πς νά διηγηθσα ο παράνομοι ουδαοι τοκαναν; Μιλ γιά τήν προδοσία το μαθητο καί σα μετά τήν προδοσία γιναν στό κριτήριο το Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί σα τίς ρες μετά τήν προδοσία παθε γιά χάρη μας. Δέν τά πέμεινε ατά ς νθρωπος; Τά δέ το σταυρο ποιά γλσα νά διηγηθε; άν δέν ταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ν δέν ταν Θεός, τό καταπέτασμα το ναο πς σχίστηκε, ο πέτρες πς ράγισαν, τά μνημεα πς νοίχτηκαν, ο νεκροί πς νασταίνονταν;άν δέν ταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ν δέν ταν Θεός, πς λεγε στόν ληστή«σήμερα θά εσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; άν δέν ταν σάρκα, ποιόν λειψαν μέ σμύρνα καί θαψαν ωσήφ καί Νικόδημος; Κι ν δέν ταν Θεός, ποιός ναστήθηκε τήν τρίτη μέρα; Ποιόν οπόστολοι στό περο εδαν καί ψηλάφησαν, άν δέν ταν σάρκα, καί πς εσλθε κεκλεισμένων τν θυρν, άν δέν ταν Θεός; άν δέν ταν σάρκα, ποιός φαγε στήν λίμνη τς Τιβεριάδος, κι ν δέν ταν Θεός, πς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; άν δέν ταν σάρκα, οπόστολοι καί ογγελοι ποιόν εδαν, ταν ναλήφθηκε, κι ν δέν ταν Θεός, ορανός καί γ ποιόν προσκύνησαν; άν δέν ταν σάρκα, ψεύτικη ταν σωτηρία μας, πού θεμέλιο εχε τό τι Θεός γεννήθηκε νθρωπος πό γυναίκα, τήν χραντη καί ειπάρθενο Μαρία. Ατός εναι μονογενής Υός το Θεο καί λόγος, ρχόμενος στόν κόσμο. Τόν διον μολογ Θεό τέλειο καί τέλειο νθρωπο· μέ δύο φύσεις νωμένες σέ μία πόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τν φύσεων.Ατός θεώρησε ξιο νά σαρκωθε, δίχως τροπή τς θείας Του φύσεως, πό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ποία εχε προκαθαρθε κατά τήν ψυχή καί τό σμα μέ τήν νέργεια τογίου Πνεύματος. τσι, φώναξε Πατέρας πό τούς ορανούς:«ατός εναι υός μου γαπητός, στόν ποον εδόκησα, ατόν νά κοτε». Τήν φωνή ατή σάν κουσαν ο μαθητές, πεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γ. Καί λέει πρός ατούς Ατός πού λαβε τήν μαρτυρία το Πατέρα: «Σηκωθετε καί μή φοβσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ξς: «Μή πετε σέ κανένα τό ραμα, ως του υός τονθρώπου ναστηθεῖ πό τούς νεκρούς». Σ Ατόν ρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεμα, τώρα καί πάντα καί στούς τελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν