Περὶ μνησικακίας

 

                                            Ὁσίου  Ἰωάννου τῆς Κλίμακος

omikron 2μοιάζουν, οἱ μὲν εὐλογημένες καὶ ὅσιες ἀρετὲς μὲ τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, οἱ δὲ ἀνόσιες κακίες μὲ τὴν ἁλυσίδα πού ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. Ἰβ΄ 7) . Διότι οἱ μὲν πρῶτες, καθὼς ἡ μία ὁδηγεῖ στήν ἄλλη, ἀνεβάζουν στόν οὐρανὸ ἐκεῖνον πού τὸ ἐπιθυμεῖ. Ἐνῶ οἱ ἄλλες, οἱ κακίες, ἔχουν τή συνήθεια νά γεννοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ νά συσφίγγωνται μεταξὺ τους. Διὰ τοῦτο καὶ μόλις προηγουμένως ἀκούσαμε τὸν ἀσύνετο θυμὸ νά ὀνομάζῃ ἰδικὸ του τέκνο τὴν μνησικακία. Τώρα λοιπόν που τὸ καλεῖ ὁ καιρός, ἂς ὁμιλήσωμε καὶ γι΄αὐτήν.

Μνησικακία σημαίνει κατάληξις τοῦ θυμοῦ, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, μῖσος τῆς δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ, ἐντροπὴ τῆς προσευχῆς, ἐκκοπὴ τῆς δεήσεως, ἀποξένωσις τῆς ἀγάπης, καρφὶ ἐμπηγμένο στήν ψυχή, αἴσθησις δυσαρέστη πού ἀγαπᾶται μέσα στήν γλυκύτητα τῆς πικρίας τῆς, συνεχὴς ἁμαρτία, ἀνύστακτη παρανομία, διαρκῇς κακία. Καὶ τοῦτο τὸ σκοτεινὸ καὶ δύσμορφο πάθος, ἡ μνησικακία δηλαδή, ἀνήκει στά πάθη πού γεννῶνται ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ ὄχι σὲ αὐτά πού γεννοῦν. Γι΄αὐτὸ δέν σκοπεύομε νά ὁμιλήσωμε πολὺ περὶ αὐτῆς.

Ὅποιος κατέπαυσε τὴν ὀργή, αὐτὸς ἐφόνευσε τὴν μνησικακία, διότι γιά νά γεννηθοῦν τέκνα πρέπει νά ζῇ ὁ πατέρας.

 Ὅποιος ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἔγινε ξένος τῆς ὀργῆς. Ἐκεῖνος ὅμως πού διατηρεῖ τὴν ἔχθρα, συσσωρεύει στόν ἑαυτὸν του ἄσκοπα ἐνοχλητικὰ βάρη.

            Ἡ τράπεζα καὶ τὸ γεῦμα τῆς ἀγάπης διαλύουν τὸ μῖσος, καὶ τὰ εἰλικρινή δῶρα μαλακώνουν τὴν ὠργισμένη ψυχή. Ἡ ἀπρόσεκτη συμπεριφορὰ κατὰ τὴν τράπεζα εἶναι μητέρα τῆς παρρησίας. Καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἀγάπης κάνει τὴν ἐμφάνισι της στήν τράπεζα ἡ γαστριμαργία.

 Είδα μῖσος νά διασπᾶ πολυχρόνιο πορνικὸ δεσμό, καὶ εἴδα -πρᾶγμα παράδοξο!- μνησικακία νά τὸν διατηρὴ πλέον ὁριστικὰ διαλελυμένο. Θαυμαστὸ πράγματι θέαμα! Ἕνας δαίμων νά θεραπεύῃ ἀπὸ ἄλλον δαίμονα! Πρόκειται μᾶλλον γιά ἔργο τῆς προνοίας καὶ ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι τῆς θελήσεως τῶν δαιμόνων.

Ἡ μνησικακία εὑρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ καὶ αὐθόρμητη καὶ στερεωμένη ἀγάπη.

Σ΄ αὐτὴν ὅμως τὴν ἀγάπη πλησιάζει εὔκολα ἡ πορνεία, καὶ βλέπεις στο περιστέρι νά εἰσχωρὴ ἀνεπαίσθητα ἡ ψείρα.

 Νά μνησικακῇς πολὺ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ νά ἐχθρεύεσαι πολὺ καὶ διαρκῶς τὴν σάρκα σου. Ἡ σάρκα εἶναι ἕνας ἀχάριστος καὶ δόλιος φίλος, καὶ ὄσο τὴν περιποιεῖται κανείς, τόσο περισσότερο αὐτὴ βλάπτει.

            Ἡ μνησικακία γίνεται καὶ ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καὶ ἐξηγῶντας τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τίς ἰδικὲς της διαθέσεις. Ἂς τὴν καταισχύνῃ ὅμως ἡ προσευχή πού μᾶς παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς, (τὸ «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποία δεν μποροῦμε νά τὴν εἰποῦμε ὅπως αὐτός, ἐὰν μνησικακοῦμε.

Ἄν δέν μπορής, μολονότι ἐπάλαιψες πολύ, νά διαλύσῃς ἐντελῶς τὸ σκάνδαλο τῆς μνησικακίας, δεῖξε στόν ἐχθρό σου, ἔστω μὲ λόγια, ὅτι μετενόησες. Ἔτσι θὰ συμβῂ νά ἐντραπῇς τὴν παρατεινομένη ὑποκρισία σου, καὶ να τὸν ἀγαπήσῃς ὁλοκληρωτικά, κεντώμενος καὶ καιόμενος σὰν μὲ πῦρ ἀπό τίς τύψεις τῆς συνειδήσεως.

Τότε θὰ καταλάβῃς ὅτι ἀπηλλάγης ἀπὸ αὐτὴν τὴν «σαπίλα», τὴν μνησικακία δηλαδή, ὄχι ὅταν προσεύχεσαι γιά ἐκεῖνον πού σὲ ἐλύπησε οὔτε ὅταν τοῦ προσφέρης δῶρα οὔτε ὅταν τοῦ στρώσης τράπεζα, ἀλλὰ ὅταν μάθῃς πώς τοῦ συνέβη κάποια συμφορά, ψυχικὴ ἢ σωματική, καὶ πονέσης καὶ κλαύσῃς σὰν νά ἐπρόκειτο για τὸν ἑαυτὸ σου.

 Ἡσυχαστής ποὺ διατηρεῖ μνησικακία ὁμοιάζει μὲ ἐμφωλεύουσα ἀσπίδα, ἡ ὁποία περιφέρει μέσα τῆς θανατηφόρο δηλητήριο. Ἡ ἀνάμνησις τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ψυχή που μνησικακεῖ, διότι θὰ αἰσθάνεται ὑπερβολικὴ ἐντροπή, ἐνῶ θὰ ἀναλογίζεται τὴν ἰδικὴ Του ἀνεξικακία.

            Στό σάπιο ξύλο γεννῶνται σκουλήκια. Ὁμοίως καὶ σὲ ἀνθρώπους μὲ πραοτάτη ἐπιφανειακὴ συμπεριφορὰ καὶ νοθευμένη ἠρεμία καὶ ἡσυχία προσκολλάται ἡ ὀργή. Ὅποιος τὴν ἀπεδίωξε ἀπὸ μέσα του, εὕρηκε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὁποῖος ἀντιθέτως προσκολλάται σ΄ αὐτήν, ἐστερήθηκε τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ.

 Μερικοί ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτὸ τους σὲ κόπους καὶ ἱδρῶτας γιά νά ἐπιτύχουν τὴν συγχώρησι. Ὁ ἀμνησίκακος ὅμως ἄνδρας τοὺς ξεπέρασε, ἐφ΄ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος «ἄφετε - συντόμως- καὶ ἁφεθήσεται ὑμῖν - πλουσίως» (πρβλ. Λουκ. στ΄ 37).

 Ἡ ἀμνησικακία εἶναι ἀπόδειξις τῆς γνησίας μετανοίας. Ἐκεῖνος δέ πού διατηρεῖ τὴν ἔχθρα καὶ νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, ὁμοιάζει μ΄ αὐτόν πού τοῦ φαίνεται στόν ὕπνο του ὅτι τρέχει.

 Εἶδα μνησικάκους νά παροτρύνουν ἄλλους στήν ἀμνησικακία. Καὶ ἔτσι αἰσθάνθηκαν ἐντροπὴ ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ λόγια καὶ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὸ πάθος τους.

 Ἄς μὴ θεωρήσῃ κανεὶς ἀσήμαντο πάθος τούτη τὴν «σκοτομήνη», δηλαδὴ τὴν μνησικακία. Διότι πολλὲς φορὲς συμβαίνει νά καταλαμβάνῃ ἀκόμη καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄνδρας.

Βαθμὶς ἐνάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, ἂς ζῇ πλέον μὲ παρρησία τὴν συγχώρησι τῶν πταισμάτων του ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Χριστόν.

                                                                       Ἱερά Μονή Παρακλήτου