Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

alt

 

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καὶ Ὠρωποῦ κ. Κυρίλλου.

 

Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε ἁπλῶς νὰ διδάξει, ἀλλὰ νὰ μεταμορφώσει τὸν ἄνθρωπο. Νὰ ξαναντύσει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ φῶς, νὰ τῆς ξαναδώσει τὴν θεϊκὴ λάμψη, τὴν δόξα τοῦ Πατρός. Αὐτὸν τὸν τελικὸ σκοπὸ ἀποκαλύπτει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς «ἐπὶ τοῦ ὄρους» Μεταμορφώσεώς Του. Ἐκεῖ ἔδειξε στοὺς μαθητές του «τὴν δόξαν Του καθὼς ἠδύναντο», στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀνθέξουν. Στὴν συνείδηση τῶν τριῶν ἀποστόλων ἔγινε μία οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ καὶ τοὺς δόθηκε σὰν χάρις ἡ δυνατότητα νὰ δοῦν τὸν Διδάσκαλό τους, ὅπως ἦταν, ἀκτινοβόλο ἀπὸ τὸ αἰώνιο φῶς τῆς θεότητός Του∙ νὰ δοῦν μία ἀκτῖνα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ σκοποῦ τῆς ἱστορίας∙ τὸ «προοίμιον τῆς ἐν δόξῃ μελλούσης ὁρατῆς Θεοῦ θεοφανείας» (Γρηγόριος Παλάμας), τῆς δευτέρας Αὐτοῦ παρουσίας.

Ἡ ἀνάβασις στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἔγινε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγάλης πορείας τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ∙ μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπόφαση νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν σταυρικὸ θάνατο. Ὅπως μάλιστα σημειώνεται στὴν σχετικὴ ἀφήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ – ποὺ διαβάζεται στὸν ὄρθρο τῆς ἑορτῆς – τὸ θέμα τῆς συζητήσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Μωυσὴ καὶ τὸν Ἠλία ἦταν ἀκριβῶς ἡ «ἔξοδος αὐτοῦ», ὁ μαρτυρικὸς θάνατός Του, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθεῖ στὴν ἁγία πόλη (Λουκ. θ΄ 21). Ἡ λάμψις τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ τὴν δόξα τοῦ Σταυροῦ. Ἡ ὁριστικὴ λύτρωσις καὶ ἀναμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθοῦν μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ὅσοι ποθοῦν νὰ δοῦν τὰ «ἀνθρώπινα» νὰ μεταμορφώνονται καὶ νὰ ἀποκτοῦν τὴν καθαρότητα καὶ τὴν λάμψη, ποὺ ἔδωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστός, ἂς μὴ λησμονοῦν ὅτι ἡ τελικὴ ἀλλαγὴ συντελεῖται μὲ τὸν σταυρό Του. Τὸ μέσο γιὰ νὰ οἰκειωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ θεῖο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως παραμένει τὸ ὁλόψυχο ἀγκάλιασμα τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾷ μυστικὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ μεταμορφώνει τὸν κόσμο.

Ἀκόμη, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἔγινε μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα προσευχῆς. «Ἀνέβηκε (ὁ Ἰησοῦς) στὸ ὄρος, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ ἐνῶ προσευχόταν, ἄλλαξε ἡ ὄψη τοῦ προσώπου Του καὶ τὰ ἐνδύματά Του ἔγιναν λευκὰ καὶ ἀστραφτερά» (Λουκ. θ΄ 28-29). Ἦταν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ τῆς κοινωνίας ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ διαλόγου τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ ἔλαμψε ἐμπρὸς στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν μαθητῶν τὸ φῶς τῆς θεότητός Του.

Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστός, συνεχίζει να ἀποκαλύπτεται τὸ μυστικὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως∙ ἐδῶ οἱ πιστοὶ ἀτενίζουν τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του, αἰσθάνονται τὴν ἀκτινοβολία τῶν ἀκτίστων δυνάμεων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ διαπερνοῦν τὴν ὕπαρξή τους, κοινωνοῦν στὸ μυστήριο ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος, νοιώθουν τὴν ζωὴ νὰ ὑψώνεται σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, νὰ ντύνεται στὸ φῶς, ὅπως συνοψίζει τὸ σημερινὸ ἐξαποστειλάριο:

Φῶς ἀναλλοίωτον, Λόγε,
Φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου,
ἐν τῷ φανέντι φωτί Σου,
σήμερον ἐν Θαβωρίῳ,
Φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα,
Φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα,
φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

           Τὸ θέαμα τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξῃ, μὲ τὸ πρόσωπο νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ «ἱμάτιά του λευκὰ σὰν τὸ φῶς», ἀνάμεσα σὲ δύο μεγάλες μορφές τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὸν ἀσύγκριτο ἡγέτη καὶ νομοθέτη Μωυσὴ καὶ τὸν φλογερὸ προφήτη Ἠλία, εἶχε τόσο γοητεύσει τὸν Πέτρο, ὥστε μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ αὐθορμητισμό του θέλησε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐφρόσυνη παράταση αὐτῆς τῆς καταστάσεως: «Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ». Καὶ ὅπως ἦταν ἄνθρωπος πρακτικός, πρότεινε μία ἄμεση ἐνέργεια: «Ἐὰν θέλεις, ἂς κάνουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσὴ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἦταν μία ἀντίδραση στὴν ἀμηχανία του.

Ἀλλὰ αὐτὴ τὴν λαχτάρα γιὰ παράταση τῶν ὑπέροχων στιγμῶν τῆς Μεταμορφώσεως διακόπτει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὸ ὁλοφώτεινο σύννεφο: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι. Αὐτοῦ ἀκούετε». Σὲ λίγο οἱ μαθητὲς θὰ μείνουν καὶ πάλι μόνοι μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ θὰ κατηφορίσουν, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν δρόμο τους μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ περιμένουν στὴν πεδιάδα.

Οἱ ὑπέροχες πνευματικὲς ἐμπειρίες σφραγίζουν τὴν ζωὴ – καὶ αὐτὸ ἀσφαλῶς συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ Πέτρου (Β΄ Πετρ. α΄ 17-19) – ἀλλὰ συνήθως δὲν διαρκοῦν πολύ. Οὔτε προσφέρονται σὰν περιοχὴ φυγῆς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα καὶ τὸ συγκεκριμένο χρέος. Οἱ ὦρες τῆς βαθείας κατανύξεως στὴν λατρευτικὴ ζωὴ δὲν δίνονται σὰν δυνατότητα ἀποφυγῆς τῆς κοπιαστικῆς διακονίας στὴν καθημερινότητα, ἀποφυγῆς τοῦ προσωπικοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταθεροποιήσουν τὸ βῆμα πρὸς αὐτόν, νὰ τὸ κάνουν πιὸ ἤρεμο, γεμάτο συναίσθηση καὶ ἐλπίδα. Κάτι σὰν βάλσαμο γιὰ τὸν πόνο, ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, δύναμη ἀντιστάσεως στὸν πειρασμὸ κάμψεως τῆς πίστεως τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας, πρόγευση τῆς νίκης, ποὺ θὰ στηρίξει τὴν καρδιὰ στὶς δύσκολες φάσεις τῆς μάχης.

Μέσα στὸν χρόνο τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ποὺ ἐνεργοποιεῖ στὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀτενίζουμε καὶ σήμερα τὸν «Κύριον τῆς δόξης», τὴν χορεία τῶν ἁγίων Του, προγευόμαστε τὴν ἔνδοξη παρουσία Του. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ μείνουμε στὴν ἀγαλλίαση μιᾶς ἐκστάσεως. Σὲ τέτοιες ὑπέροχες ὦρες ἀκούγεται πιὸ συγκλονιστικὴ ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός: «Αὐτοῦ ἀκούετε» - σὲ ὅλα! - , ὥστε, ὅταν κατόπιν μείνουμε «μὲ τὸν Ἰησοῦν μόνον», νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε ἀνεπιφύλακτα μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἕνα νομοθέτη, ἕνα προφήτη, ἀλλὰ γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἀνέλαβε» ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ τὴν προσαγάγει στὸν Πατέρα∙ γνωρίζοντας, ὅπως ψάλαμε στὸν ἑσπερινό, ὅτι «μεταμορφωθεὶς» ἔκανε «τὴν ἀμαυρωθεῖσαν τοῦ Ἀδὰμ φύσιν» νὰ ἀστράψει καὶ πάλι, «μεταστοιχειώσας αὐτήν» στὴν δόξα καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς θεότητός Του.

Στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως κατέχει κεντρικὴ θέση καὶ προσδιορίζει τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ὅ,τι συντελεῖται μυστηριακὰ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας – ἡ διδαχή, ἡ προσευχή, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν, τὰ μυστήρια – «μεταμορφώνουν» τὴν ἀνθρώπινη ζωή, μὲ πρότυπο, κριτήριο, κέντρο καὶ δύναμη τὸν Θεάνθρωπο. Ἀτενίζοντας εἰς διάφορες ἐκφάνσεις τῆς δόξης Του, τὴν σάρκωση, τὴν μεταμόρφωση, τὸν σταυρό, τὴν ἀνάστασή Του, καὶ ἀγωνιζόμενοι «νὰ ζῶμεν ἐν Αὐτῷ», «μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β΄ Κορ. θ΄ 18). Ἡ ὅλη ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι μία πορεία μεταμορφώσεως∙ κατ’ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος.