Τό Φαινόμενο τῆς Ἐπαγγελματικῆς Ἐξουθένωσης, μιά πνευματική διάσταση.

 

 

Μητροπολίτου Ἰλίου,Ἀχαρνῶν καί Πετρουπόλεως

Ἀθηναγόρα Δικαιάκου

Δρ.Θεολογίας, Φιλολόγου

 

Α΄

Ἡ ἔννοια τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης

Σέ ἕνα κόσμο, πού τίς τελευταῖες δεκαετίες ἀλλάζει δραματικά φορτώνοντας μέ ἄγχος καί ἔντονα συναισθήματα ψυχολογικῆς πίεσης τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα τούς ἐργαζόμενους σέ καίριες ἤ διοικητικές θέσεις ἐργασίας, ἡ ἐπιστημονική συζήτηση γιά τή ψυχολογική τους ἐξάντληση καί τό συνακόλουθο ἐσωτερικό κενό, πού τούς ἀποξενώνει, τόσο ἀπό τό περιβάλλον τους, ὅσο καί ἀπό τούς στόχους καί τά ἰδανικά τους, καθίσταται ὅλο καί περισσότερο ἐπιβεβλημένη.  

Τό φαινόμενο τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης[1] περιγράφηκε ἐπισταμένως γιά πρώτη φορά στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 καί στίς ἀρχές τῆς ἑπομένης[2]. Ἡ χρονική ἐκείνη περίοδος συνέπεσε μέ σημαντικές κοινωνικές ἀναστατώσεις. Ταυτόχρονα ἦταν καί μιά ἐποχή ὅπου μεγάλες ὁμάδες νέων ἤθελαν νά παίξουν σημαίνοντα ρόλο στήν ἐπίλυση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ἰδιαίτερα οἱ ἐπαγγελματίες τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν (sciences humaines), οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν στήν πρώτη γραμμή, ἀφοῦ καλοῦνταν νά ἀντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα καί ἀνάγκες τῶν πελατῶν τους.

Ἀπό τήν πρώτη λοιπόν περιγραφή καί καταγραφή τοῦ φαινομένου τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης ἕνας σημαντικός ἀριθμός ἐρευνῶν καί κλινικῶν παρατηρήσεων συνέβαλαν στήν ἀναγνώριση καί συστηματική μελέτη του. Τό φαινόμενο αὐτό εἶναι εὑρέως διαδεδομένο σέ χώρους ἐργασίας, ὅπου δημιουργοῦνται στενές σχέσεις μεταξύ τῶν ἐπαγγελματιῶν τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν καί τῶν ἀτόμων πού προστρέχουν σέ αὐτούς γιά στήριξη καί συμπαράσταση[3]

Τό πρόβλημα ἐντοπίζεται στήν ἄρνησή τους νά ἐπιτρέψουν στούς ἑαυτούς τους διαλείμματα ξεκούρασης ἀπό τήν πίεση πού τούς ἀσκεῖ ἡ ἐργασία τους, μέ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τή ψυχική τους κατάρρευση. Οἱ ἐργασιακοί στόχοι τούς ὁποίους θέτουν ὑπερβαίνουν κατά πολύ τή ψυχική ἀντοχή καί τήν ἠθική ἐνίσχυση, πού μπορούν νά τούς προσφέρουν τά πιστεύματά τους, μέ ἀποτέλεσμα νά καθίστανται εὐάλωτοι στήν ἁθροιστική ἐπίθεση τῆς χρόνιας ὑπερδραστηριότητας, ἰδιαίτερα ὅταν γιά τίς μεγάλες προσπάθειες πού κατέβαλαν εἰσέπρατταν ἐλάχιστη ἀνταμοιβή[4].Πολλοί ἀπό αὐτούς προσέτρεξαν στή βοήθεια εἰδικῶν ψυχολόγων καί ψυχιάτρων. Ἔτσι καταγράφηκαν οἱ πρῶτες περιπτώσεις ἀτόμων μέ ψυχική ἐξάντληση[5].

Γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἔννοιάς της ἔχουν προταθεῖ πολλοί ὁρισμοί ἀπό τό πλῆθος τῶν ὁποίων σταχυολογοῦμε μερικούς.

Ὡς ψυχική ἐξάντληση ὁρίζεται ἡ «κατάσταση τῆς κόπωσης ἤ τῆς διάψευσης πού ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς προσκόλλησης σέ ἕνα ἰδανικό, ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς ἤ μιά σχέση, πού ἀπέτυχαν νά προσπορίσουν στόν ἐνδιαφερόμενο τήν ἀναμενόμενη ἀνταμοιβή»[6].

Ἐπικεντρώνοντας τό ἐνδιαφέρον μας τώρα στούς χώρους ὑγείας μποροῦμε νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ψυχική ἐξάντληση σύγκειται ἀπό τρεῖς βασικούς παράγοντες:

1) τή συναισθηματική ἐξάντληση, πού ἐκδηλώνεται μέ μιά αἴσθηση ψυχικῆς κοπώσεως τοῦ ἐργαζόμενου, πού δέν διαθέτει πλέον τήν ἀπαιτούμενη ἐνέργεια γιά νά ἐπενδύσει στή δουλειά του,

2) τήν ἀποτυχία προσωπικῆς ἐπαγγελματικῆς ὁλοκλήρωσης, ἡ ὁποία φανερώνεται μέ τήν ἔλλειψη προσωπικῶν ἐπιτευγμάτων στόν ἐργασιακό του χῶρο καί ἐκδηλώνεται μέ τήν ἐλάττωση τῆς ἀπόδοσής του καί τήν παραίτησή του ἀπό κάθε προσπάθεια ἀποτελεσματικοῦ χειρισμοῦ τῶν προβλημάτων, που στὴν περίπτωσή μας είναι οι ασθενείς καί

 3) τήν ἀπροσωποποίηση, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τούς ἀρρώστους καί τήν ἀνάπτυξη μιᾶς ἀπρόσωπης σχέσης μαζί τους. Ἡ ἀπροσωποποίηση πρόσφατα ἐπαναπροσδιορίσθηκε ὡς «κυνισμός»[7].

Ἔτσι λοιπόν ἡ ψυχική ἐξάντληση προσδιορίζεται ὡς «ἐξουθένωση ἤ ἀποτυχία εἰδικά στήν ἐργασία ἤ στήν καρριέρα».

Ἡ πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζει τό φαινόμενο τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης (τό ὁποῖο διεθνώς πιά καλείται «burnout») καί πού ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή σωματική καί ψυχική ἐξουθένωση τοῦ πάσχοντος εἶναι, σύμφωνα με τους εἰδικούς[8], ἡ ἔνταση (stress), ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς «πίεση βλαπτικοῦ χαρακτήρα ἐπί ἑνός ὀργανισμοῦ καί ἡ ὁποία διακόπτει τήν φυσιολογική του ἰσορροπία (ὁμοιοστασία)   ».Ἡ ἔνταση αὐτή προέρχεται ἀπό ἕνα συνδυασμό παραγόντων: ἀπό τίς συγκρούσεις  ἀπόψειων καί ἀντιλήψεων , ἀπό τήν καταπόνηση τῶν ἐργαζομένων ἐξ αἰτίας ὑπερβολικῶν εὐθυνῶν, πού φορτώνονται ἀπό τή διοίκηση, καθώς καί ἀπό τήν πίεση τοῦ χρόνου καί τή σύγκρουση ἀνάμεσα στίς προσδοκίες πού ἔχουν καί στό ρόλο πού ἐπιτελοῦν[9]. Ἐπίσης καταστάσεις πού προκαλοῦν τήν ἔνταση (stress) εἶναι οἱ ματαιώσεις, οἱ ἀπώλειες, οἱ ἀνταγωνισμοί καί ὁ φόρτος ἐργασίας[10].

Για να κατανοήσουμε όμως βαθειά τό φαινόμενο πού περιγράφηκε, θεωρούμε απαραίτητο να εκθέσουμε, πέρα ἀπό τά αἴτια τὀν τρόπο ἀνάπτυξης τοῦ stress καί τά διαφορετικά στάδια πού ἀκολουθεῖ ἡ ψυχολογική κατάρρευση πού ὁδηγεῖ σέ αὐτό. Σύμφωνα, λοιπόν,  μέ τά ὅσα καταγράφηκαν από ειδικούς, οἱ θεωρητικοί τοῦ φαινομένου τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης περιγράφουν τήν ἀνάπτυξή του μέσα ἀπό τέσσερα καίρια διαδοχικά στάδια: τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τῆς ἀμφιβολίας καί ἀδράνειας, τῆς ἀπογοήτευσης καί ματαίωσης καί τέλος τῆς ἀπάθειας. Ἀξίζει νὰ σημειωθεί ἡ ὀξύμωρη πορεία τῆς ψυχικῆς αὐτῆς διαδικασίας, πού ἐνῶ ξεκινᾶ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἐνθουσιασμοῦ καταλήγει στήν πλήρη ἀπώλειά του! Ἀναλυτικότερα τώρα θά μπορούσαμε νά σημειώσουμε ὅτι:

α) κατά τό πρῶτο στάδιο, αὐτό τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ὁ ἐπαγγελματίας τῶν ἀνθρωπιστικῶν καί κοινωνικῶν σπουδῶν εἰσέρχεται στόν ἐργασιακό του χῶρο ἔχοντας ὑπερβολικά ὑψηλούς στόχους καί μή ρεαλιστικές αλλά δεόντως οπτιμιστικές προσδοκίες ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τούς ἀνθρώπους πού θά ἀσχοληθεῖ, ἀπό τούς συναδέλφους του, καθώς καί ἀπό τίς συνθῆκες ἐργασίας.

Ἀφιερώνει πολλές ὧρες καί ἐνέργεια καί ὑπερεπενδύει στήν ἐνασχόλησή του μέ τούς πάσχοντες συνανθρώπους του, τούς ὁποίους καλεῖται νά βοηθήσει. Συνέπεια αὐτῆς του τῆς στάσης εἶναι ὁ μικρόκοσμος τῆς ἐργασίας του νά ὀγκοῦται δυσανάλογα καί νά καταλαμβάνει σχεδόν ὁλόκληρο τό σύμπαν(!!!) ἀπό τό ὁποῖο ὁ κατεχόμενος ἀπό ψυχική ἐξάντληση ἐργαζόμενος προσδοκᾶ νά ἀντλήσει κάθε δυνατή ἱκανοποίηση - ἀκόμη καί χρηματική - καθώς καί κάποια ἠθική ἀνταμοιβή[11].

Ἔτσι ξεκινᾶ μιά διαδικασία «θέρμανσης»[12] καί ταλαιπωρίας τοῦ ἐσωτερικοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ πάσχοντα, πού ἀρχίζει νά παρουσιάζει τά πρῶτα της δείγματα, τά ὁποῖα ὅμως στό ἀρχικό αὐτό στάδιο δέν ἀξιολογοῦνται ἀπό τόν προσβληθέντα, ἀντίθετα μάλιστα δέν λαμβάνονται σοβαρά ὑπ’ ὄψιν.

β) στό δεύτερο στάδιο, αὐτό τῆς ἀμφιβολίας καί ἀδράνειας, ὁ ἐπαγγελματίας ἀντιλαμβάνεται ἀργά ἀλλά σταθερά ὅτι παρόλο πού ἀναλίσκεται καθημερινά καί προσφέρει τόσα πολλά, ἡ ἐργασία του δέν ἀνταποκρίνεται στίς ἀρχικές του προσδοκίες καί βαθύτερες ἀνάγκες.

Ἐπειδή ἀναρωτιέται ἄν φταίει ὁ ἰδιος γιά τήν κατάσταση αὐτή, ἀρχίζει νά δουλεύει σκληρότερα προσπαθώντας ἔτσι νά καλύψει τήν ἀπογοήτευσή του ἀπό τή ματαίωση τῶν προσδοκιῶν του. Ταυτόχρονα ἐπενδύει περισσότερο σέ σύσφιξη τῶν σχέσεών του μέ τούς ἀνθρώπους πού φροντίζει. Ἐπίσης προσπαθεῖ νά αὐξήσει καί διευρύνει τίς γνώσεις καί δεξιότητές του μέ τή συμμετοχή του σέ σεμινάρια καί προγράμματα κατάρτισης.

Κατά τό στάδιο αὐτό τά συμπτώματα ἀπό τά ὁποῖα κατέχεται ὁ πάσχων ἐπιδεινώνονται, ἀφοῦ ἀφήνονται ἀνεξέλεγκτα νά κυριαρχοῦν στή προσωπική του ζωή. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει ὁ «βρασμός»[13] τοῦ ἤδη θερμανθέντος ἐσωτερικοῦ ψυχικοῦ του κόσμου.

Στό στάδιο αὐτό ἀποφεύγει συστηματικά νά ἀναθεωρήσει τίς ὑπερβολικά ὑψηλές ἤ παράλογες προσδοκίες του[14]. Ἁπλά ἐνοχλεῖται πάρα πολύ ἀπό τή μή ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του. Ἐκφράζει παράπονα γιά τό μισθό του, πού παραμένει σέ χαμηλά ἐπίπεδα παρά τήν προσφορά του. Διαμαρτύρεται γιά τό ἐξαντλητικό ὡράριο ἐργασίας καθώς καί γιά τήν ἔλλειψη ὑποστήριξης ἀπό τούς συναδέλφους του.

γ) Τό τρίτο στάδιο ἔχει σχέση μέ τήν ἀπογοήτευση καί ματαίωση. Ὁ πάσχων ἀπό ψυχική ἐξάντληση ἐπαγγελματίας εὔλογα ἀρχίζει νά ἀναρωτιέται κατά πόσο ἀξίζει νά συνεχίσει νά ἀσχολεῖται μέ μιά ἐργασία πού τοῦ δημιουργεῖ ὅλο καί περισσότερο ἄγχος καί ἀπό τήν ὁποία δέν προσπορίζει τήν ἱκανοποίηση πού προσδοκοῦσε.

Καθώς ἔχει πιά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ προσπάθειές του ἀποβαίνουν ἄκαρπες καί μάταιες, συχνά ἀποθαρρύνεται καί βιώνει κατάθλιψη. Αἰσθάνεται παγιδευμένος σέ μιά ἀδιέξοδη πραγματικότητα. Ὁ ἐρχομός ὅλων αὐτῶν στήν ἐπιφάνεια τῆς καθημερινότητάς του, καθώς καί ἡ ἀσφυκτική πίεση πού αἰσθάνεται νά ἀναβλύζει ἀπό τό ἐσωτερικό του δημιουργεῖ μιά ἐκρηκτική κατάσταση, πού περιγράφεται ἀπό τούς σύγχρονους μελετητές ὡς «ἔκρηξη»[15].

Τό στάδιο αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ οὐσιαστικά ὡς μεταβατικό. Ἡ ἀπογοήτευση πού καταλαμβάνει τόν πάχοντα ἀπό τήν ψυχική ἐξάντληση ἐπαγγελματία τόν ὠθεῖ σέ δυό κατευθύνσεις ἤ λύσεις τοῦ δράματός του. Ἡ πρώτη εἶναι νά ἀναθεωρήσει τούς μή ρεαλιστικούς του στόχους καί τίς προσδοκίες τροποποιώντας τή συμπεριφορά του, ὥστε νά καταφέρει νά ἐπιβιώσει στίς δυσκολίες τοῦ ἐπαγγελματικοῦ του χώρου. Ἡ δεύτερη νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν ἐργασιακό του χῶρο, ὁ ὁποῖος τοῦ δημιουργεῖ τό ἔντονο stress[16].

δ) στό τέταρτο τέλος στάδιο, αὐτό τῆς ἀπάθειας, ὁ ἐπαγγελματίας ἐπενδύει πιά ἐλάχιστη ἐνέργεια στή δουλειά του. Ἐπειδή αἰσθάνεται ἀνεπαρκής νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων πού κλήθηκε νά φροντίσει, τίς ἀγνοεῖ. Ταυτόχρονα, ἐπειδή κινεῖται μηχανιστικά καί μέ συνεχή ἀποδιοργάνωση[17], ἀποφεύγει τήν ἀνάληψη ὁποιασδήποτε ὑπευθυνότητας, ἀλλαγῆς ἤ καινοτομίας στό χῶρο ἐργασίας του.

Καθώς αἰσθάνεται δυσαρέσκεια, μοναξιά καί ἔλλειψη αὐτοεκτίμησης γρήγορα καθίσταται ἄχρηστος καί ἀναποτελεσματικός, ἐνῶ διατηρεῖ τή θέση του ξεκάθαρα γιά λόγους ἐπιβίωσης[18].

Β΄

Ἡ πνευματική διάσταση

Ἡ ψυχική λοιπόν ἐξάντληση πού ἐνδέχεται νά καταλάβει τούς λειτουργούς στό χῶρο τῆς ὑγείας – λαϊκούς καί κληρικούς - ἀκολουθεῖ τήν σε βασικές γραμμές προδιαγραμμένη πορεία της. Ἡ προσπάθεια θεραπείας της μπορεῖ νά ἀκολουθήσει δύο δρόμους. Αὐτόν τοῦ ἐντοπισμοῦ της καί τῆς προσφυγῆς ἀπό τόν πάσχοντα σέ κάποιο ψυχοθεραπευτή καί παράλληλη προσπάθεια ἀλλαγῆς συνθηκῶν στό ἐργασιακό περιβάλλον. Ἤ τή δυνατότητα νά ἰδωθεῖ ἡ δυσλειτουργία αὐτή κάτω καί ἀπό πνευματικούς ὅρους. Γιά τόν πρῶτο δρόμο εἰδικοί γιά νά προτείνουν λύσεις εἶναι οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχίατροι καί οἱ ψυχοθεραπευτές. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά καταθέσω ἐδῶ κάποιους δικούς μου προβληματισμούς πού ἐνδέχεται νά βοηθήσουν στόν προσδιορισμό κάποιων ἐπιλογῶν μας, ὥστε νά μπορέσουμε νά προστατεύσουμε τόν ἑαυτό μας πιό ἀποτελεσματικά ἀπό τήν πιθανότητα ἐπίσκεψης τῆς ψυχικῆς ἐξάντλησης.

1) Ἡ πρώτη μου σκέψη ἀναφέρεται στό ἐρώτημα πού κατά καιρούς πρέπει νά ἐπανέρχεται στή σκέψη καί στό λογισμό μας. Ποιός εἶναι ὁ λόγος ἤ τά βαθύτερα αἴτια πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἐργασιακή ἐπιλογή μας; Διαλέξαμε τήν ἐργασία μας γιά νά ὑπηρετήσουμε τόν πάσχοντα σωματικά ἤ πνευματικά καί ψυχικά συνάνθρωπό μας ἤ προσδοκοῦμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τήν σχέση μας μαζί του ἱκανοποίηση καί ἀσφάλεια; Θέλουμε νά γίνουμε μιά ἀγκαλιά καταφυγῆς καί θαλπωρῆς γιά τούς συνανθρώπους μας ἤ ἀντίθετα ἀναζητοῦμε μιά μήτρα προστασίας ἀπό τή σκληρότητα τῆς καθημερινότητας;

Ὑπῆρξαν δηλαδὴ τὰ κίνητρα τοῦ λειτουργοῦ ἐξαρχῆς σαφῆ καὶ ξεκάθαρα καὶ σὲ ἀπόλυτη ταύτιση μὲ αὐτὴν καθαυτὴν τὴν φύση τοῦ λειτουργήματος ποὺ ἀνέλαβε, ἢ ὑπῆρχε μιὰ ἐσωτερικὴ ἀντίφαση; Μήπως, κρυφὰ καὶ ὑποσυνείδητα, ἄλλα κίνητρα πρυτάνευσαν στὴν ἐπιλογὴ τοῦ λειτουργήματος αὐτοῦ; Μήπως κυριάρχησαν κίνητρα πρόχειρης οἰκονομικῆς ἀποκατάστασης ἤ ψυχολογικά κίνητρα κοινωνικῆς καταξίωσης, τὰ ὁποῖα εἶναι ἴσως ἀνθρωπίνως κατανοητά, ἀλλὰ ἄστοχα στὴν προκειμένη περίπτωση;

Ἀκόμη πιό κρίσιμα ἐρωτήματα αὐτογνωσίας, ὡς πρὸς τὴν πιθανότητα καταλήξεως στὴν ἐξουθένωση, μποροῦν νά εἶναι τὰ ἀκόλουθα: Μήπως ξέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ λειτουργοῦ τὸ ὅτι ὑποσυνείδητα ὑποφέρει ἀπὸ τὴ ναρκισσιστικὴ ἀντιφατικὴ τροχιὰ διαθέσεων καὶ προθέσεων: δηλ. κινεῖται καὶ προσφέρει ὑπηρεσίες ὄχι γιὰ νὰ προσφέρει ἀγάπη ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ εἰσπράξει ἀγάπη καί κυρίως ἀναγνωρισιμότητα καί θαυμασμό[19]; Ποὺ σημαίνει ὅτι ναρκισσιστικά ἐπιθυμεῖ τὴν ἀναγνώριση, τὴν προσωπολατρεία, τὸν θαυμασμό, τὴν θαλπωρὴ ἐκ μέρους τῶν ποιμαινομένων του, ὁπότε

ξέχασε τὴν πατρική του ἰδιότητα, καὶ μὲ φρόνημα ἐντελῶς κοσμικό ἀποζητᾶ ὅσα προαναφέραμε;[20]

2) Ἔχουμε κληθεῖ - ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί – νά γίνουμε μάρτυρες τῶν πεποιθήσεων καί πιστευμάτων μας. Νά βεβαιώσουμε τήν πρόθεσή μας νά ἀνταποκριθοῦμε στό κάλεσμα γιά συνδρομή καί βοήθεια τοῦ πάσχοντα συνανθρώπου μας.

Ἐδῶ μπορεῖ νά σταθεῖ ὁδηγός μας τό παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ, πού πίστευε ὅτι δέν μπορεῖ νά πραγματοποιήσει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποφύγει μέ ὅλες τίς δυνάμεις του τήν προσωπική συμβολή του στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία κάποιων ἁμαρτωλῶν[21]. Διανύει μιά πολυκύμαντη πορεία του ἀπό τήν κοιλία τοῦ κήτους στή σκιά τῆς κολοκύνθης. Ἐκεῖ ὁ Ἰωνᾶς ἀπελπισμένος πού ἔχει χάσει τήν ἡσυχία του αἰσθάνεται ὀργή. Γιά τήν προσωπική του ἀποτυχία, ἀφοῦ διαψεύσθηκε ἡ προφητεία του ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς Νινευΐτες ἐπειδή μετενόησαν καί δέν τράβηξαν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ[22].

Γιά τόν ἴδιο τό Θεό ἐπειδή ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγαλύτερες ἀπό τή δικαιοσύνη Του. Δέν πίστευε ὅτι ἔφταιγε ὁ ἑαυτός του γιά τή κακομοιριά του ἀλλά τό ὅτι δέν ἀναγνωρίσθηκε τελικά ἡ θυσία του. Καί ἔτσι παρέμεινε ἀποξενωμένος ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού κλήθηκε νά θεραπεύσει. Παρέμεινε σέ μιά ἀπομόνωση πού τόν κατέτρωγε κυριολεκτικά.

Στήν περίπτωση τοῦ Ἰωνᾶ ἀποκτᾶ ἐνδιαφέρον ἡ ἐμπειρία τῆς καταθλιπτικῆς νόσου. Ὁ καταθλιπτικὸς ἀσθενής μεγαλοποιεῖ καὶ δραματοποιεῖ ἀκόμη καὶ τὶς ἐλάχιστες δυσκολίες. Ἐξαντικειμενοποιεῖ «τοὺς κύκλωπες»[23], ποὺ κουβαλάει μέσα του. Μετατρέπεται, δηλαδή, σὲ ἕνα φαντασιακὸ Ἰωνᾶ. Ἐκεῖ στὴν ἀπομόνωση ὅμως καὶ στὴν ἔσχατη ἀπελπισία, ἐνῶ εὔχεται νὰ πεθάνει παρὰ νὰ γελοιοποιεῖται, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἕναν διάλογο αὐτογνωσίας. Ὁ διάλογος εἶναι σύντομος καὶ περιληπτικός. Εἶναι ὅμως καὶ βαθύτατα οὐσιαστικός. Διότι τοῦ άποκαλύπτεται ὅτι ἐνῶ θεωρητικὰ κινεῖται ὡς ἐντεταλμένος τῆς Θείας Χάριτος καὶ ἐργάζεται ὑπηρετῶντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τῶν συνανθρώπων του, ἐντούτοις στὴν πραγματικότητα ἐνδιαφέρεται γιὰ τὶς ἐντυπώσεις, γιὰ τήν προσωπική του ἀξιοπρέπεια. Ὁ Θεὸς ὡς ἄριστος θεραπευτὴς δίνει μὲ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὴν εὐκαιρία στὸν Ἰωνὰ νὰ ἔρθει σὲ ἐπίγνωση καὶ νὰ δεῖ τὰ ὑποσυνείδητα κίνητρά του νὰ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν ναρκισσισμό του. Τοῦ φανερώνει ἔτσι ὅτι ὁ παθολογικὸς ναρκισσισμὸς[24] του ἦταν ἡ αἰτία τῶν φόβων του, τῶν πανικῶν του καὶ τῆς ἀποξένωσής του.

Στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωνᾶ, ἡ Γραφὴ δὲν μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ἰωνὰς θεραπεύτηκε ψυχικὰ μετὰ τὸν μυστικὸ διάλογο τῆς Χάριτος. Μποροῦμε ὅμως νὰ τὸ ὑποθέσουμε, ἐμπιστευόμενοι τὴ Θεία Χάρη.

3) Ἄς μᾶς προβληματίσει καί ἡ δύναμη τῆς πίστης μας ἤ τό καταφύγιο σ’ αὐτή. Κλασσικό παράδειγμα ὁ Μωϋσῆς. Σκεφθεῖτε τήν ἀπογοήτευσή του, τήν ψυχική του ἐξουθένωση, ἄν θέλετε, ὅταν κατεβαίνοντας ἀπό τό Ὄρος Σινᾶ βλέπει γκρεμισμένες τίς προσδοκίες του γιά τή δημιουργία ἑνός ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μοναδική σχέση πρός τόν Δημιουργό του. Ἡ εἰδωλολατρική κραιπάλη τῶν ομοεθνών του πού ἔχουν ζήσει τόσα θαύματα ἀπό τήν ἔξοδό τους ἀπό τή γὴ τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου μέχρι τίς παρυφές τῆς γῆς τῆς Ἐπαγγελίας καί πού στήν πράξη ἀρνοῦνται τόν Θαυμαστό συνοδοιπόρο τους τόν φέρνει ἐκτός ἑαυτοῦ. Ἡ καταστροφή τῶν πλακῶν τοῦ Νόμου ἦταν τό ὁρατό σημάδι τῆς ματαίωσης καί διάψευσης τῶν ἐλπίδων του! Σπάζοντας τὶς πλᾶκες τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκυρώνει τόσο τὴν Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν λαό Του, ὅσο δηλώνει συμβολικὰ τὴ δική του παραίτηση ἀπὸ τὸν ρόλο τοῦ θρησκευτικοῦ ἡγέτη. Μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ καταστροφὴ τῶν πλακῶν τοῦ Νόμου εἶναι ἡ συμβολικὴ ἐξεικόνιση τοῦ πληγωμένου ναρκισσισμοῦ του.

Ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστᾶ τὰ πράγματα, ὁ λαὸς μετανοεῖ καὶ ὁ Μωϋσὴς ἀναλαμβάνει πάλι τὸν ρόλο του. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο του ἔχοντας πάρει ἕνα γερό μάθημα. Τὰ ἴδια τὰ γεγονότα μᾶς φανερώνουν ὅτι ὁ Μωϋσὴς τώρα πιὰ ξέρει σίγουρα νὰ έμπιστεύεται τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι μόνο. Τὰ γεγονότα μᾶς ὁδηγοῦν νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ Μωϋσὴς τώρα πιὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν λαὸ Του περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του: ὁ ναρκισσισμός του ἔχει θεραπευτεῖ.

Θέλω όμως εδώ νά σταθῶ καί σέ ἕνα ἄλλο κομάτι τῆς ζωῆς του καί νά τό ὑπογραμμίσω, διότι εἶναι καίριας σημασίας γιά τό θέμα μας, ἀφού  μπορεῖ νά προσδιορίσει καί τίς δικές μας ἀπογοητεύσεις κατά τήν καθημερινή ἐνασχόλησή μας μέ τούς πάσχοντες συνανθρώπους μας. Λίγο πρίν τήν τελευτή του βλέπει ἀπό τήν κορυφή ἑνός ὄρους τήν ὑπεσχημένη γή στήν ὁποία ποτέ δέν θά μπεῖ ὁ ἴδιος. Μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ ὁ καθένας μας πιό ἦταν το ψυχικό κόστος μιᾶς τέτοιας ἀδυσώπητης ἀπόφασης γιά ἕνα ἄνθρωπο πού μέ πυγμή καί ὅραμα καθοδήγησε ἕνα ὁλόκληρο λαό πρός τήν γή τῆς Ἐπαγγελίας. Μποροῦμε, λοιπόν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ βιαστικὴ καὶ ἀπερίσκεπτη, πρόωρη ἀντίδραση τῆς καταστροφῆς τῶν πλακῶν τοῦ Νόμου εἶναι μιὰ μορφὴ ἐξουθένωσης μὲ ἔντονα ναρκισσιστικά στοιχεῖα.

Ἐν τούτοις ὁ Μωϋσῆς δέν ἀντιδρᾶ ἀρνητικά. Δέχεται ταπεινά τή θεϊκή ἀπόφαση. Ἔχει παραιτηθεῖ ἀπό τό δικό του θέλημα καί ἔχει δοθεῖ πιά ὁλοκληρωτικά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὅποιο καί νά εἶναι αὐτό καί ὅ,τι συνέπειες καί νά ἔχει γι’ αὐτόν τόν ἴδιο. Χαίρεται πού ἡ ὑπόσχεση θά ἐκπληρωθεῖ καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά κληρονομήσει τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, παρόλον πού αὐτό θά συμβεῖ χωρίς αὐτόν τόν ἴδιον. Ὁ ναρκισσισμός εἶναι τελεσίδικα παρελθόν για τόν θεόπτη Μωϋσῆ!

4) Καί ἐδῶ ἀκριβῶς θά πρέπει νά σταθοῦμε ἀντιμέτωποι μέ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: πόσο ἄνετα αἰσθανόμαστε νά ὁμολογήσουμε τίς ἀποτυχίες μας; Καί ἐδῶ ἕνα καινοδιαθηκικό παράδειγμα ἔρχεται νά μᾶς δείξει τό δρόμο. Ἡ διαφοροποίηση τῆς στάσης τοῦ Πέτρου ἀπό τόν Ἰούδα δέν ἔγκειται στη βαρύτητα τῆς πράξης τους (ἄρνηση - προδοσία) ἀλλά στόν διαφορετικό τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν συνεπειῶν τῶν πράξεών τους. Ὁ Πέτρος ἀνέλαβε τό κόστος τῆς ὁμολογίας τῆς ἀποτυχίας του καί τῆς διάψευσης τῶν προθέσεών του, σέ ἀντίθεση μέ τόν Ἰούδα γιά τόν ὁποῖο ἡ ἄρση τοῦ κοινωνικοῦ κόστους τῆς πράξης του τόν κατέβαλε τόσο πολύ ὥστε νά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπελπισμένη ἐπιλογή τῆς αὐτοχειρίας. Τό παράδειγμα εἶναι πολύ χαρακτηριστικό: ὁ Ἰούδας «ἐξουθενωμένος», θέτει τέρμα στή ζωή του. Ὁ Πέτρος στέκεται ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ἀναγνωρίζει τό σφάλμα του, ἐπιστρέφει καί τέλος ξεπερνάει τόν ἑαυτό του. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς θεραπείας του περνάει μέσα ἀπό τήν αὐτόγνωσία καί τόν ἀλτρουϊσμό. Στό ἀναστάσιμο γεγονός στίς ὄχθες τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ὑπογραμμίζεται:

Ὁ Κύριος ρωτᾶ τὸν Πέτρο, «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;»[25]. Μιὰ καθαρὰ προσωπικὴ ἐρώτηση ποὺ κατευθύνει τὸν Πέτρο στὸν βαθύτερο ἑαυτό του, τὸν καλεῖ σὲ αὐτογνωσία καὶ ἐπαφή μὲ τὰ συναισθήματά του. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ ἡ κλιμάκωση τοῦ βάθους τῶν ἐρωτήσεων τοῦ Κυρίου. Ἡ πρώτη ἐρώτηση εἶναι «ἀγαπᾶς με πλέον τούτων;»[26], ποὺ ὁδηγεῖ τὸν Πέτρο σὲ μία ἐπιφανειακὴ σύγκριση τῶν διαθέσεών του μὲ αὐτὴ τῶν ἄλλων καὶ θεραπεία τῆς ἐνοχικῆς ντροπῆς ποὺ κουβαλάει ἀπὸ τὴν ἄρνησή του. Θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τοῦ χαϊδεύει θεραπευτικά τὸν ναρκισσισμό: «Πέτρο, εἶσαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους;», τοῦ λέει!

Στὴν ἑπόμενη ἐρώτηση ὅμως, ὁ Κύριος ἀπευθύνεται ἀποκλειστικά στὴν καρδιὰ τοῦ Πέτρου «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;»[27]. Σὰν νὰ τοῦ λέει: ἄφησε τώρα τοὺς ἄλλους, ἐσὺ τὶ κάνεις; τὶ γίνεται μέσα σου; τὶ αἰσθάνεσαι; μὲ ἀγαπᾶς ἀληθινά; Καὶ μὲ τὴν τρίτη ἐρώτηση, ἀλλάζοντας τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερο αὐτοέλεγχο καὶ αὐτοεξέταση. Εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέει: εἶσαι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ σίγουρος; Τὸ εὐαγγέλιο μάλιστα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Πέτρος ἐνοχλήθηκε μὲ τὴν τρίτη ἐρώτηση[28]. Δὲν ἀντέχει τὴν ἀμφισβήτηση τῶν συναισθημάτων του. Δὲν εἶναι πιὰ ὁ Πέτρος τῆς νύχτας τῆς Μ. Πέμπτης. Εἶναι ὁ ἀναστημένος πνευματικὰ Πέτρος ποὺ εἶναι ἔτοιμος νὰ παραδοθεῖ στὸν μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸν Κύριο.[29]

Ἡ θεραπεία καὶ πάλι ἀπολήγει στὸν ἔμπρακτο ἀλτρουϊσμό. Ὁ Κύριος σὲ κάθε ὁμολογία ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσης τοῦ Πέτρου τὸν καλεῖ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ φροντίσει τοὺς ἄλλους: «βόσκε τὰ ἀρνία μου»![30]

5) Ἴσως μιά σημαντική παράμετρος πού θά μποροῦσε νά μᾶς βοηθήσει στήν ἐπεξεργασία τῶν ἀρνητικῶν ἐπιπτώσεων στήν καθημερινότητα τῆς ἐργασίας μας νά εἶναι ἕνα ξεχασμένο πολλές φορές ἀπό ὅλους μας ὅπλο: ἡ προσευχή. Καί ἐδῶ μπορεῖ νά ἀξιοποιηθεῖ ἕνα βιβλικό παράδειγμα, αὐτό τοῦ Πέτρου πού αἰωρεῖται στά κύματα τῆς λίμνης Γεννησαρέτ.

Ἡ ἐνατένιση ἐκ μέρους του τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐξασφαλίζει τή δυνατότητα μιᾶς διακινδύνευσης πού κυριολεκτικά ἰσορροπεῖ στήν κόψη τοῦ κύματος: «ὁ Πέτρος εἶπε˙ Κύριε, εἰ σύ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπί τά ὕδατα. Ὁ δέ εἶπεν, ἐλθέ»[31]. Ἀντίθετα ὅταν ἀπομονώνεται στήν ἐμπιστοσύνη τῶν δικῶν του πεπερασμένων δυνάμεων νιώθει νά χάνεται κάτω ἀπό τά πόδια του ἡ λεπτή καί θαυμαστή στερεότητα τοῦ λιμναίου ὕδατος καί βυθίζεται, κραυγάζοντας μέ μεγάλη ἀγωνία, στήν ἀπογοήτευση τῆς ἀποτυχίας του: «βλέπων δέ τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη, καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων˙ Κύριε σῶσόν με»[32].

 Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, ὅποτε καταλαμβάνει τόν ψυχικό κόσμο τοῦ πάσχοντα καί πεφορτισμένου ἀνθρώπου, φαίνεται πώς ἀφήνει περιθώριο στόν Θεό νά μετατρέψει κάθε ἀνθρώπινη ἀποτυχία καί ἀκηδία σέ λυτρωτική παρέμβαση καί ἀνάσταση. Ὅπως γράφει καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: «Ὑπόμεινον τὴν ἀφροσύνην τῆς φύσεώς σου, τὴν ἐν σοὶ νικῶσαν σε, ἀδελφέ, διότι ηὐτρέπισε γενέσθαι ἐν ἐκείνῃ τῇ σοφίᾳ τῇ ἀΐδιον ἐχούσῃ τῆς ἀρχῆς τὸν στέφανον»[33]. Ἐκεῖνο πού μένει εἶναι νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ προσευχή, πού μᾶς συνδέει μέ τήν πηγή τῆς δυνάμεως καί τῆς καταλλαγῆς τόν Θεό, ὀφείλει νά πραγματώνεται ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ καί μέ κάθε διάθεση, ὥστε ὅταν ἡ κόπωση καί ἡ ἐξουθένωση μᾶς καταλαμβάνει νά μποροῦμε νά στηριχθοῦμε στή δύναμή της. Σέ αὐτό ἀκριβῶς μᾶς προτρέπει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  γράφοντας: 

«Καί ταῦτα μέν λέγων, παραινῶ συνεχῶς ταῖς ἐκκλησίαις ἐπιχωριάζειν, καί ἐν οἰκίᾳ μετά πολλῆς ἡσυχίας εὔχεσθαι, καί κατά σχολήν γόνατα κλίνοντας, καί τάς χεῖρας ἀνατείνοντας˙ εἰ δέ ἤ διά τόν καιρόν, ἤ διά τόν τόπον ἀποληφθείημεν μεταξύ πολλῶν ἑτέρων, μή διά τοῦτο τάς συνήθεις ἀπολιμπάνειν εὐχάς, ἀλλά τοῦτον τόν τρόπον, ὅνπερ εἶπον πρός τήν ὑμετέραν ἀγάπην, εὔχεσθε καί παρακαλεῖτε τόν Θεόν, ὡς οὐδέν ἔλαττον παρά ταύτην ἕξοντες τήν εὐχήν»[34].

Μέ λίγα λόγια ἀποτυγχάνουμε ἐμεῖς γιά νά πετύχει ὁ Θεός!

«Ὑπόμεινον τὴν ἀφροσύνην τῆς φύσεώς σου, τὴν ἐν σοὶ νικῶσαν σε, ἀδελφέ, διότι ηὐτρέπισε γενέσθαι ἐν ἐκείνῃ τῇ σοφίᾳ τῇ ἀΐδιον ἐχούσῃ τῆς ἀρχῆς τὸν στέφανον»[35].

Θεωρῶ ὅτι κάπου ἐδῶ ὀφείλω νά σταματήσω ἐπιτρέποντας τό ὑπόλοιπο τοῦ χρόνου πού μᾶς διατίθεται νά ἀσκήσουμε ἕνα γόνιμο διάλογο γύρω ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἐπαγγελματικῆς ἐξουθένωσης.

Εὐχαριστῶ.

 

[1] Ἡ λέξη πού χρησιμοποιεῖται στά ἀγγλικά γιά νά προσδιορίσει τόν ὅρο εἶναι burnout.

[2] Barry A. Farber, “Understanding and treating burnout in a changing culture”, Journal of clinical psychology,56, 5, 2000, σσ. 590-591.

[3] Δ. Παπαδάτου - Φ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἡ ψυχολογία στό χῶρο τῆς Ὑγείας, ε΄ ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 19995, σ. 242.

[4] Οἱ ἀναγραφόμενες ἐδῶ πληροφορίες ἀντλοῦνται ἀπό τό ἀνωτέρω μνημονευθέν ἄρθρο τοῦ Barry A. Farber, “Understanding and treating burnout in a changing culture”, σσ. 589-590.

[5] Πάντως ὅπως ἀναφέρει ὁ Farber, “Understanding and treating burnout”, σ. 597 ἡ ψυχική ἐξάντληση δέν περιελήφθη στό ἐπίσημο ἐγχειρίδιο τῆς Ἀμερικάνικης Ψυχιατρικῆς Ἑνωσης τό D.S.M-IV (Diagnostic and Statistic Manual of Mental Disorders), American Phychiatric Association, Washington DC, 1994.

[6] Herbert Freudenberger, , Burnout, The high cost of high achievement, χ.χ , σ. 13: “a burn-out is someone in a state of fatigue or frustration brought about by devotion to a cause, way of life, or relationship that failed to produce the expected reward”.

[7] C.Maslash, S. Jackson, “The measurement of experienced burnout”, Journal of Occupational Behavior, 2, 1-15, 1981: “delineation of three central factors – emotional exhaustion, lack of personal accomplishment, and depersonalization (recently reconceptualized as ‘cynicism’”.

[8] Helen Doohan, “Burnout: A Critical Issue for the 1980s”, Journal of Religion and Health, 21, 4, 1982. σ. 353 καί S. P.Epting, “Coping with Stress Trough Peer Support”, Topics in Clinical Nusring, 2, 4, σ. 1981,. 47.

[9] P.W. Carlton & C.R. Brown, “Stress Game: Administrator Roulette”, Trust, 10, 3, 1981, σ. 10.

[10] Σύμφωνα μέ ὅσα ἀναφέρει ὁ καθ. τῆς Ψυχιατρικῆς Ραμπαβίλας Ἀνδρέας στό συλλογικό τόμο Γ. Ν. Χριστοδούλου καί συνεργάτες «ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ», τομ α΄, ἐκδ. Βήτα, Ἀθήνα 2000, σ. 372: «Τό ἄγχος εἶναι μιά πανανθρώπινη ὑποκειμενική ἐμπειρία, πού στοχεύει στήν προετοιμασία τοῦ ὀργανισμοῦ στό νά ἀντιμετωπίσει καινοφανή καί ἐνδεχομένως σημαντικά γιά τήν ἐπιβίωση (ὑπό τήν εὐρεία ἔννοια) ἐρεθίσματα, νά κινητοποιήσει τήν παρελθοῦσα σχετική πεῖρα καί νά προβλέψει τίς δυνητικές ἐπιπτώσεις τῶν ἐρεθισμάτων αὐτῶν στόν ὀργανισμό». Ὁ ὁρισμός αὐτός σχετίζεται μέ τό «φυσιολογικό ἄγχος», πού ἔχει καθαρά προσαρμοστική ἀξία καί ὑπακούει στίς ἀτομικές διαφορές. Ὑπάρχει ὅμως καί τό λεγόμενο «παθολογικό» ἄγχος, τό ὁποῖο στόν ἴδιο τόμο σ. 327 ὁρίζεται ἀπό τόν καθ. Χριστοδούλου Γιῶργο ὡς «αἴσθημα ἐσωτερικῆς δυσφορίας πού προέρχεται ἀπό ἀνεξήγητο φόβο ἐπικείμενου κινδύνου» καί τό ὁποῖο συνοδεύεται ἀπό σωματικά συμπτώματα, ὅπως ταχυκαρδία, ἐφίδρωση, προκάρδιους παλμούς, σφίξιμο στό στομάχι κλπ.

[11] Δ. Παπαδάτου - Φ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἡ ψυχολογία στό χῶρο τῆς Ὑγείας, σ. 243.

[12] Σύμφωνα μέ τούς M. A. Jones & J.Emmanuel, “The Stages and Recovery Steps of Teacher ‘Burnout”, The Education Digest, 47, 9, 1981, σ. 11 ἀναφέρονται στό στάδιο αὐτό μέ τόν ὅρο “heating up”.

[13] Σύμφωνα μέ τούς M. A. Jones & J.Emmanuel, τό στάδιο αὐτό ὀνομάζεται “boiling”, ὅ.π., σ. 11

[14] Δ. Παπαδάτου - Φ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἡ ψυχολογία στό χῶρο τῆς Ὑγείας, σ. 244.

[15] Σύμφωνα μέ τούς M. A. Jones & J.Emmanuel, τό στάδιο αὐτό ὀνομάζεται “explosion”.

[16] Δ. Παπαδάτου - Φ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἡ ψυχολογία στό χῶρο τῆς Ὑγείας, ὅ.π.

[17]M. A. Jones & J.Emmanuel, ὅ.π.

[18] Δ. Παπαδάτου - Φ. Ἀναγνωστόπουλου, Ἡ ψυχολογία στό χῶρο τῆς Ὑγείας, ὅ.π.

[19] Β. Θερμοῦ (πρωτοπρ.). «Ἡ  Ἱερατική κλίση ὡς ψυχολογικό γεγονός», σσ. 162 -164

[20] Ἐδῶ εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ συμβουλὴ τῆς ἀμμᾶς Θεοδώρας ἀπὸ τὸ Γεροντικό ὅτι ὁ πνευματικὸς πατέρας πρέπει νa εἶναι “ξένος φιλαρχίας καὶ ἀλλότριος κενοδοξίας, μακρὰν ὑπερηφανίας, μὴ ὑπὸ κολακείας ἐμπαιζόμενος, μὴ ὑπὸ δώρων τυφλούμενος, μὴ ὑπὸ γαστρὸς νικώμενος, μὴ ὑπὸ ὀργῆς κρατούμενος, ἀλλὰ μακρόθυμος, ἐπιεικὴς, ὑπὲρ πάντα ταπεινόφρων, ἔγκριτος καὶ ἀνεκτικός, κηδεμονικὸς καὶ φιλόψυχος.” Γεροντικόν, Α. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1970, σ. 44.

[21] Ὅπως ἀναφέρουν οἱ Pierron καί Glelot ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας ἀπαντᾶ σύμφωνα μέ τήν δική του ἰδιοσυγκρασία: … ἀλλά στό τέλος ὅλοι ὑπακούουν ἐκτός ἀπό τόν Ἰωνᾶ, πού ἀρνεῖται τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς του καί σκανδαλίζεται γιά τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν»: Λἠμμα «Ἀποστολή», Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας. Πρβλ. Σ. Καλαντζάκη, «Ὁ δισταγμός τῶν ἐκλεκτῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν κλήση τοῦ Θεοῦ», Ἐπιστημονική Ἐπατηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., 29, Θεσσαλονίκη 1986-89,  σσ. 490 -495

[22] Γράφει γιά τό θέμα μας ἡ Irénée Hausherr στό βιβλίο της Τό Πένθος, Ἡ διδασκαλία τῆς κατάνυξης στήν χριστιανική Ἀνατολή, μεταφρ. Στέλλα Μιχαηλίδου, Θεσβίτης, Θήρα, 2004, σσ. 203-204: «Ἡ μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν ἐνέπνευσε πολλούς κήρυκες. Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μιλᾶ γιά τό θέμα αὐτό τόν συνεπαίρνει ὁ ἐνθουσιασμός: «Τά κλάματα τῶν παιδιῶν προκαλοῦσαν δάκρυα σέ ὅλο τόν περίγυρό τους. Ἡ φωνή τῶν μικρῶν διαπερνοῦσε τήν καρδιά καί ἀναστάτωνε τήν ψυχή. Οἱ γέροντες καλύπτονταν μέ στάχτη. Οἱ γριές ξερἰζωναν τά μαλλιά τους καί τά πετοῦσαν. … Οἱ γέροντες προκαλοῦσαν δάκρυα στοὐς νέους, τά στηρίγματα τῶν γηρατειῶν τους». (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ἅπαντα, ἐκδ. Ρώμης V, σ. 359-386) … Ὁ Σύρος ποιητής τονίζει ἰδιαίτερα τήν σύγκρουση ἀνάμεσα στήν ἀγαθότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν αὐστηρότητα τοῦ Προφήτη του. Ἕνας ἄνθρωπος χωρίς αἰσθήματα ἤ ἁπλῶς μέ κακή ψυχική διάθεση μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στά δάκρυα. Ἕνας πατέρας δέν τό μπορεῖ».

[23] Κ. Καβάφη, «Ἰθάκη», Ἅπαντα, Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1978, τομ. Α΄ σ. 23.

[24] Ὁ παθολογικός ναρκισσισμός ἐκφράζεται μέ τίς ἀνάγκες ἐπιβολῆς, ἐξουσίας, θαυμασμοῦ, δύναμης, ἐλέγχου καί μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέσῳ τῆς ἱερωσύνης, ὅπου ἀλτρουϊστικές συμπεριφορές νά ὑποκρύπτουν ἰδιοτελή κίνητρα συνήθως ἀσυνείδητα. Βλ. Μ. Πετρούτσου, «Ψυχολογία τῆς κλήσεως» σ.13, Ἰ. Κορναράκη, Ποιμαντικά θέματα, σσ. 34 καί 41 καί Φ. Φάρου (ἀρχιμ.), Κλῆρος: ἡ ἀνεκπλήρωτη ὑπόσχεση πατρότητος, σσ. 138 – 139.

[25] Ἰωάν. 21, 16.

[26] Ἰωάν.21,15.

[27] Ἰωάν. 21, 16.

[28] Ἰωάν. 21,17.

[29] Αὐτό εἶναι προφανῶς τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου στοὺς στίχους 18-19 τοῦ ἰδίου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου, ὅπου ὁ Κύριος προαγγέλει στὸν Πέτρο «ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν».

[30] Ἰωάν.21, 15.

[31] Ματθ. 14, 28.

[32] Ματθ. 14, 30.

[33] Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἄπαντα, Λόγος νε΄, Ἀθῆναι 1985, σ. 220.

[34] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί τῆς Ἄννης, Ὁμιλία 4, PG 54, 667.

[35] Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π, σ. 220.