Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου

 

  Koimisis Theotokou 93410 ἁγία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι πολυπρόσωπη. Δύο ὅμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην ὅλη παραστάσῃ: Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Ὁ Χριστὸς μας μὲ τὸ ἠγεμονικὸ Του παράστημά πού κρατεῖ τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, καὶ τὸ λιπόσαρκο σκήνωμα τῆς Παναγίας.

  Στήν εἰκόνα δεσπόζει τὸ νεκρικὸ κρεβάτι, στολισμένο μὲ πλούσια ποδέα, ὅπου ἀναπαύεται ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Μπροστὰ στερεωμένο σὲ ἕνα ἁπλὸ κηροπήγιο καίει ἔνα χοντρὸ κερί. Πίσῳ ἀπὸ τὸ νεκρικὸ κρεβάτι καὶ στή μέση ἀκριβῶς στέκει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σῶμα σὲ περιέργη στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά, πρὸς τὴν κεφαλὴ τῆς Μητέρας Του. Στά χέρια Του ἀπλωμένα στήν ἴδια κατεύθυνση, κρατεῖ τὴν ψυχὴ της, ποὺ ἔχει τή μορφή φασκιωμένου μωροῦ μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Τὸν τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αὐτὴ εἶναι ζωγραφισμένοι στήν κορυφὴ ἔνα ἐξαπτέρυγο καὶ σὲ μονοχρωμία τέσσερεις ἄγγελοι πού πλαισιώνουν τὸ Χριστὸ μὲ χειρονομίες καὶ ἔκφραση λύπης στά πρόσωπα τους... Πάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ Χριστὸ στήν κορυφὴ τοῦ τόξου τῆς εἰκόνας ἔχουν ἀνοίξει οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ φαίνονται δύο ἄγγελοι, πάλι σὲ μονοχρωμία, νά σκύβουν μὲ σκεπασμένα χέρια γιά νά πάρουν μὲ τή σειρά τους τὴν ψυχὴ της. Στήν κεφαλὴ καὶ στά πόδια τοῦ νεκρικοῦ κρεβατιοῦ εἶναι μαζεμένοι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μὲ ἐκφράσεις, στάσεις καὶ χειρονομίες πού δείχνουν βαθεῖα λύπη. Ὁ Πέτρος θυμιατίζει στήν κεφαλὴ τῆς Παναγίας, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης σκύβουν στά πόδια της καὶ τὴν ἀσπάζονται. Πιὸ πίσῳ εἶναι τρεῖς Ἱεράρχες μὲ ἀνοιχτὰ βιβλία καὶ στα ἀριστερά, στό βάθος, θρηνοῦν τρεῖς γυναῖκες. Τή σύνθεση κλείνουν στό βάθος, πίσῳ ἀπό τίς ὁμάδες τῶν μαθητῶν, δύο συμβατικὰ ἀρχαιόπρεπα κτήρια. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ διαβάζεται ἡ ἐπιγραφὴ: «Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ». Οἱ τέσσερεις (εἰκονίζονται οἱ τρεῖς) Ἱεράρχες πού παραβρέθηκαν στήν Κοίμηση, ἦταν: ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἱερόθεος, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Τιμόθεος. Ὁ Ἱερόθεος δέν εἰκονίζεται. 

 Σὲ κάποιες εἰκόνες βλέπουμε στή δεξιὰ ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ τὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό πού βαστᾶ χαρτὶ (πάπυρο) μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «ξίως ς μψυχόν σε ορανν πεδέξαντο οράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα κα παρέστηκας..» Καὶ στά ἀριστερὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν ποιητή κρατώντας ἄλλο χαρτί πού λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, λλ᾿περφυς κα μητέρα Θεο εδότες, πανάμωμε…»

Σ’ ὅλα τὰ πρόσωπα διακρίνεται ἡ θλίψη, ἀνάμικτη ὅμως μὲ τή γλυκιά ἐλπίδα. Εἶναι ἡ «χαρμολύπη», τὸ «χαροποιόν πένθος», γνώρισμα τῶν πιστῶν πού ζοῦν μὲ τὴν προσμονὴ τῆς Ἀναστάσης. Τοῦτο βλέπουμε καὶ στά τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἄλλοτε τονίζουν τὸν τρόμο καὶ τὸ δέος τῶν Ἀποστόλων, τοὺς ὁποίους παρουσιάζουν νά δακρύζουν καὶ ἄλλοτε τονίζουν τή χαρά τους, ποὺ τὴν ἐκδηλώνουν μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους. Παραθέτουμε δύο ἀποσπάσματα: «τε μετάστασις τοχράντου σου σκήνους ητρεπίζετο, τότε οπόστολοι περικυκλοντες τν κλίνην τρόμω ώρων σε» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο ὄρθρου). «...κα τ ζωαρχικν κα θεοδόχον σου σμα κηδεύσαντες χαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικὸ ἀποστίχων Ἐσπερινοῦ). 

  Σὲ μερικὲς εἰκόνες εἰκονίζονται στόν οὐρανὸ σύννεφα, ποὺ μετέφεραν τοὺς ἀποστόλους στήν Ἱερουσαλήμ. Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Κοίμησης ζωγραφίζεται καὶ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ Ἀγγέλου καὶ κόβει μὲ τὸ ξίφος του τὰ χέρια τοῦ Ἰεφονία. (Πρόκειται γιά ἐκεῖνο τὸν Ἐβραῖο πού ἀποπειράθηκε νά ῥίξει στό ἔδαφος τὸ λείψανο τῆς Θεοτόκου).


Εκτύπωση   Email