Μεγάλου Βασιλείου

                                                                 

pentikosth 9 Ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με τώ­ρα καὶ τί λο­γῆς εἶ­ναι οἱ κοι­νές μας ἔν­νοι­ες γιὰ τὸ Πνεῦ­μα, ποὺ τὶς συ­νά­ξα­με γι' αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὶς Γρα­φὲς καὶ τὶς κλη­ρο­νο­μή­σα­με ἀ­πὸ τὴν ἄ­γρα­φη πα­ρά­δο­ση τῶν πα­τέ­ρων.

Πρῶ­τα λοι­πόν, ποιὸς εἶ­ναι πού, ἀ­κού­ον­τας τὶς ὀ­νο­μα­σί­ες τοῦ Πνεύ­μα­τος, δὲν νιώ­θει τὸν ψυ­χι­κό του κό­σμο νὰ ὑ­ψώ­νε­ται καὶ δὲν πε­τᾶ ἡ σκέ­ψη του πρὸς τὴν ἀ­νώ­τα­τη φύ­ση; Για­τί Πνεῦ­μα Θε­οῦ ἔ­χει εἰ­πω­θεῖ καὶ «Πνεῦ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ποὺ ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» «Πνεῦ­μα εὐ­θὲς» «Πνεῦ­μα ἡ­γε­μο­νι­κὸ» «Πνεῦ­μα ἅ­γι­ο» εἶ­ναι ἡ κύ­ρι­α καὶ ξε­χω­ρι­στή του ὀ­νο­μα­σί­α, ποὺ βέ­βαι­α ται­ριά­ζει σὰν ὀ­νο­μα­σί­α σὲ κά­θε τί τὸ ἀ­σώ­μα­το καὶ κα­θα­ρὰ ἄ­ϋ­λο κι ἀ­μέ­ρι­στο. Ἔ­τσι κι ὁ Κύ­ρι­ος, δι­δά­σκον­ταςτὴ γυ­ναί­κα ποὺ θαρ­ροῦ­σε τὸ Θε­ὸ προ­σκυ­νη­τὸ σὲ κά­ποιο τό­πο, ὅ­τι τὸ ἀ­σώ­μα­το δὲν πε­ρι­έ­χε­ται, λέ­ει: «Πνεῦ­μα εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς» Δὲν εἶ­ναι λοι­πὸν μπο­ρε­τό, ἀ­κού­ον­τας Πνεῦ­μα, νὰ τυ­πώ­σει κα­νεὶς μέ­σα στὸ νοῦ τοῦ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη φύ­ση, ποὺ νὰ ὑ­πό­κει­ται σὲ με­τα­τρο­πὲς κι ἀλ­λοι­ώ­σεις ἢ νὰ εἶ­ναι σὲ ὅ­λα ὅ­μοι­α μὲ τὴν κτί­ση. Ἀλ­λά, ἀ­νε­βά­ζον­τας πο­λὺ ψη­λά τους λο­γι­σμούς, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ν' ἀν­τι­λη­φθεῖ κά­ποια οὐ­σί­α νο­ε­ρή, ἄ­πει­ρη σὲ δύ­να­μη, ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη σὲ μέ­γε­θος, ἀ­μέ­τρη­τη μὲ χρό­νους ἢ αἰ­ῶ­νες, πάμ­πλου­τη σὲ βιὸς ἀ­γα­θῶν. Πρὸς αὐ­τὸ ἔ­χουν στρα­φεῖ ὅ­λα ὅ­σα χρει­ά­ζον­ται ἁ­γι­α­σμό. Αὐ­τὸ πο­θοῦν ὅ­λα ὅ­σα ζοῦν μὲ ἀ­ρε­τή, σὰν νὰ πο­τί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴν ἄ­νω­θεν πνο­ή του καὶ νὰ βο­η­θοῦν­ται στὸ δι­κό τους καὶ φυ­σι­κὸ σκο­πό. Τε­λει­ο­ποι­εῖ τὰ ἄλ­λα, τὸ ἴ­διο ὅ­μως δὲν ἔ­χει καμ­μι­ὰ ἔλ­λει­ψη. Δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ ἀ­πὸ που­θε­νὰ τὴ ζω­ή του, ἀλ­λὰ τὸ ἴ­διο χο­ρη­γεῖ ζω­ή. Δὲν με­γα­λώ­νει μὲ προ­σθῆ­κες, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­νέ­κα­θεν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο, στὸν ἑ­αυ­τὸ τοῦ θε­με­λι­ω­μέ­νο καὶ παν­τοῦ πα­ρόν. Εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τοῦ ἁ­γι­α­σμοῦ, φῶς νο­η­τό, πα­ρέ­χον­τας μὲς ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του σὲ κά­θε λο­γι­κὸ ὂν ἕ­να φῶς σὰν ἄ­πλε­το γιὰ τὴν εὕ­ρε­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ἀ­πρό­σι­το κα­τὰ τὴ φύ­ση. Ἀν­τι­λη­πτὸ ἐξ αἰ­τί­ας του ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γα­θό. Πλημ­μυ­ρί­ζει τὰ πάν­τα μὲ τὴ δύ­να­μή του, ἀλ­λὰ μό­νο οἱ ἄ­ξι­οι με­τέ­χουν σ' αὐ­τό. Καὶ δὲν με­τέ­χουν κα­τὰ τὸ ἴ­διο μέ­τρο, ἀλ­λὰ ἡ ἐ­νέρ­γει­ά του μοι­ρά­ζε­ται ἀ­νά­λο­γα πρὸς τὴν πί­στη. Εἶ­ναι ἁ­πλὸ στὴν οὐ­σί­α, ποι­κί­λο ὅ­μως στὶς ἐ­νέρ­γει­ες. Ὁ­λό­κλη­ρο εἶ­ναι στὸν κα­θέ­να  κι ὁ­λό­κλη­ρο παν­τοῦ εἶ­ναι. Με­ρί­ζε­ται δί­χως νὰ πα­θαί­νει τί­πο­τα καὶ με­τέ­χει κα­νεὶς σ' αὐ­τὸ ὁ­λό­τε­λα. Συμ­βαί­νει ὅ­πως μὲ τὸ ἡ­λι­ο­φῶς. Ἡ χά­ρη του φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι πα­ροῦ­σα μο­νά­χα σ' αὐ­τὸν ποὺ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νει, ὅ­μως συ­νά­μα καὶ πά­νω στὴ γῆ καὶ τὴ θά­λασ­σα λάμ­πει καὶ μὲ τὸν ἀ­έ­ρα εἶ­ναι ἀ­να­κα­τω­μέ­νο. Ἔ­τσι λοι­πὸν καὶ τὸ Πνεῦ­μα. Στὸ κα­θέ­να ἀπ' αὐ­τὰ ποὺ τὸ δέ­χον­ται σὰν νὰ εἶ­ναι μο­νά­χα πα­ρόν, ἀ­δι­ά­κο­πα ἀ­φή­νει τὴ χά­ρη τοῦ ὁ­λό­κλη­ρη σὲ ὅ­λα. Ὅ­σα με­τέ­χουν σ' αὐ­τό, τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νουν ὅ­σο τοὺς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ φύ­ση τους κι ὄ­χι ὅ­σο ἐ­κεῖ­νο μπο­ρεῖ. Οἰ­κεί­ω­ση δὲ τοῦ Πνεύ­μα­τος ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ δὲν εἶ­ναι ἡ το­πι­κὴ προ­σέγ­γι­σή του -για­τί, πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ πλη­σι­ά­σου­με σω­μα­τι­κὰ τὸ ἀ­σώ­μα­το;- ἀλ­λὰ ὁ χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὰ πά­θη πού, προ­σθε­μέ­να στὴν ψυ­χὴ σὰν συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὴ σάρ­κα, τὴν ἀ­πο­ξέ­νω­σαν ἀ­πὸ τὴν οἰ­κει­ό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ. Ποιὸς λοι­πὸν εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κὸς τρό­πος γιὰ νὰ πλη­σι­ά­σει κα­νεὶς τὸν Πα­ρά­κλη­το; Ἀ­φοῦ κα­θαρ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν αἰ­σχρό­τη­τα ποὺ ντύ­θη­κε μὲ τὴν κα­κί­α, καὶ ξα­να­γυ­ρί­σει στὸ φυ­σι­κὸ κάλ­λος, κι ἀ­πο­δώ­σει σὰν σὲ εἰ­κό­να βα­σι­λι­κὴ τὴν ἀρ­χαί­α μορ­φὴ μὲς ἀ­πὸ τὴν κά­θαρ­σή της. Κι ἐ­κεῖ­νος, σὰν ἥ­λι­ος, ἀ­φοῦ πα­ρα­λά­βει κα­θα­ρι­σμέ­νο μά­τι, θὰ σοὺ δεί­ξει στὸν ἑ­αυ­τὸ τοῦ τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ο­ρά­του. Κι ἔ­τσι, στὸ μα­κά­ρι­ο θέ­α­μα τῆς εἰ­κό­νας, θὰ δεῖς τὴν ἀ­νεί­πω­τη ὀ­μορ­φιὰ τοῦ ἀρ­χε­τύ­που. Χά­ρη στὸ Πνεῦ­μα, οἱ καρ­διὲς φτε­ρώ­νον­ται, χει­ρα­γω­γοῦν­ται οἱ ἀ­δύ­να­μοι, φθά­νουν στὸν τε­λι­κό τους σκο­πὸ ὅ­σοι προ­κό­βουν. Αὐ­τό, φω­τί­ζον­τας τοὺς κα­θα­ρι­σμέ­νους ἀ­πὸ κά­θε κη­λί­δα, τοὺς κά­νει πνευ­μα­τι­κούς, χά­ρη στὴν κοι­νω­νί­α τοὺς μα­ζί του. Κι ὅ­πως τὰ λαμ­πε­ρὰ καὶ δι­ά­φα­να σώ­μα­τα, σὰν πέ­σει πά­νω τους κά­ποια ἀ­κτί­να, γί­νον­ται καὶ τὰ ἴ­δια πε­ρί­λαμ­πρα καὶ πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τὸ τοὺς ἄλ­λη φω­ταύ­γει­α, ἔ­τσι κι οἱ πνευ­μα­το­φό­ρες ψυ­χές. Ἀ­φοῦ φω­τι­σθοῦν ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα, γί­νον­ται κι οἱ ἴ­διες πνευ­μα­τι­κὲς καὶ σ' ἄλ­λους τὴ χά­ρη ἀ­κτι­νο­βο­λοῦν. Ἀ­πὸ ἐ­δῶ προ­έρ­χε­ται ἡ πρό­γνω­ση τῶν ὅ­σων μέλ­λουν νὰ συμ­βοῦν, ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν μυ­στη­ρί­ων, ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῶν ἀ­πό­κρυ­φων, τὰ μοι­ρά­σμα­τα τῶν χα­ρι­σμά­των, ἡ οὐ­ρά­νι­α ζω­ή, ἡ συγ­κα­τα­ρίθ­μη­ση μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους, ἡ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη εὐ­φρο­σύ­νη, ἡ δι­α­μο­νὴ μα­ζὶ μὲ τὸ Θε­ό, ἡ ὁ­μοί­ω­ση μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ τὸ ἀ­κρό­τα­το ἀ­πὸ τὰ πο­θη­τά, τὸ νὰ γί­νει κα­νεὶς θε­ός. Αὐ­τὲς λοι­πὸν εἶ­ναι οἱ ἔν­νοι­ές μας γιὰ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ποὺ δι­δα­χθή­κα­με ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια τὰ λό­γι­α του Πνεύ­μα­τος νὰ πι­στεύ­ου­με, σχε­τι­κὰ μὲ τὴ με­γα­λω­σύ­νη του καὶ τὴν ἀ­ξί­α του καὶ τὰ ἐ­νερ­γή­μα­τά του, λί­γες ἀ­νά­με­σα στὶς πολ­λὲς ποὺ θὰ πα­ρα­θέ­τα­με.


Εκτύπωση   Email