Γιά μία σωστή ἐξομολόγηση

  Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως

(ἀπό τό βιβλίο: «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ»  ἐκδ.Παπαδημητρίου)

  Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ.   Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια.  Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα.   Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση.   Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά.  Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα. Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει.  Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πολλά ἀπ’  αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς: Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση.  Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως. Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου.  Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον. Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό. Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη. Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας.  Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι». Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν Πνευματικό, τοῦ εἶπα:   «Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή;  Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα;  Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ;  Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα.  Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ;  Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου;  Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».   «Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα.  Κοίταξε!  Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις  αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου.  Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν» Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω.  Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς: «Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».                                        «Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη.  Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτο-μερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.  Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό.  Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος.  Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση.  Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή.  Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν.   Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ.  Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν.  Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος.  Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του.  Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία  εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.  Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση.  Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής.  Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου.   Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα.  Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω.  Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική  πεῖνα τῆς ψυχῆς μου.  Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.  Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους.  Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν.  Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.   Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη.  Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν.  Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του.  Ἀντιθέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ.  Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση.  Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδιαφορίας.  Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.  Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη.  Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκεπτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα.  Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα.   Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου.  Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;   Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν.  Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων.   Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου.  Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα.  Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.  Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆταν δυνατό νά μέ ἀποτρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου.  Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον.  Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία.  Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν.  Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά  σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς.  Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη,  τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους.   Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω;  Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει.  Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμποροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου.   Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα.  Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου.  Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία. Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου.  Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου.  Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν;  Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου.  Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν.  Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;  Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε!  Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!».   Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου.   Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός Πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας:  Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως.   Ἡ ἔλλειψις  αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος.  Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς...  Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...   Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις.   Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀνθρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό...  Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία. Ἀμήν.


Εκτύπωση   Email