Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου-Καθηγητοῦ

metamorphosis ν μελετήσουμε μὲ προσοχὴ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια θὰ διαπιστώσουμε πῶς οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου σταδιακὰ φωτίζονταν καὶ κατανοούσαν  τὸ τί ἦταν πραγματικὰ ὁ Διδάσκαλός τους. Ἔπρεπε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς λαθεμένες περὶ Μεσσία ἰουδαϊκὲς προσδοκίες καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ συνέβαλλε οὐσιαστικὰ ὁ Κύριος μὲ τὶς κατ' ἰδὶαν διδασκαλίες Του, τὰ θαύματά Του, τὶς συζητήσεις. Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἐντάσσεται καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως.    

Λίγο πρὶν τὸ πάθος Του ὁ Κύριος κάλεσε τοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς ρώτησε τί λέγει ὁ κόσμος γι' Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τί πιστεύουν καὶ αὐτοὶ γιὰ Ἐκεῖνον. «Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι; Οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν, ἄλλοι Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη. Εἶπε δὲ αὐτοῖς ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;» (Λουκ.9:18-19). Ὁ ἐνθουσιώδης Πέτρος ἐξ' ὀνόματος τῶν ἕντεκα ὁμολόγησε εὐθέως στὸν Χριστό: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ.16:16). Αὐτὴ ἡ σωτήρια ὁμολογία χαροποίησε ἰδιαίτερα τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τοὺς διαβεβαίωσε πὼς πάνω σὲ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ὁμολογία γιὰ τὸ πρόσωπό Του θὰ οἰκοδομηθεῖ ἡ Ἐκκλησία Του.

Ἕξη ἡμέρες μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Χριστὸς θέλοντας νὰ στηρίξει ἔτι περισσότερο τὴν πίστη τους, ἐν ὄψει τοῦ πάθους Του καὶ τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, πῆρε τοῦ τρεῖς πρόκριτους μαθητὲς Του Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη καὶ ἀνέβηκαν στὸ ὄρος Θαβώρ, ποὺ ὑψώνεται περήφανο πάνω ἀπὸ τὴν μαγευτικὴ πεδιάδα Ἐσδρελῶν, σὰν μία τεράστια πυραμίδα, στὰ ὅρια τῆς χώρας Ζαβουλῶν καὶ Νεφθαλείμ. Ὅταν ἔφτασαν στὴν κορυφὴ ὁ Κύριος ἐνῷ προσεύχονταν μεταμορφώθηκε ἐνώπιον τῶν τριῶν μαθητῶν Του. Τὸ πρόσωπό Του ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἐνδύματά Του ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν τὸ χιόνι (Μάρκ.9:3). Ταυτόχρονα περιβλήθηκε αἴγλη οὐράνιας ὑπερφυσικῆς λαμπρότητας, σὰν τὸ χιόνι, σὰν τὸ πιὸ λαμπρὸ φῶς ποὺ εἶχαν ἀντικρίσει ποτέ, σὰν τὴν πιὸ φωτεινὴ ἀστραπή. Τὴν ἴδια στιγμή, ἄλλο παράδοξο καὶ θαυμαστὸ θέαμα εἶδαν τὰ μάτια τους. Δυὸ μεγάλες μορφὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης φάνηκαν ἑκατέρωθεν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, «ὀφθέντες ἐν δόξῃ» (Λούκ.9:31). ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, νὰ συνομιλοῦν μὲ Αὐτὸν γιὰ τὰ μέλλοντα, ποὺ θὰ συνέβαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἦταν ὁ τελικὸς προορισμὸς Του (Λουκ.9:31). Οἱ μέγιστες αὐτὲς μορφὲς εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο κατὰ τρόπον μυστηριώδη. Ὁ Μωυσῆς ἀπέθανε καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ θάνατό του, οὔτε τὸν τάφο του (Δευτ.34:6). Ὁ Ἠλίας δὲν γεύτηκε θάνατο, διότι ὁ Θεὸς τὸν μετέστησε μὲ πύρινο ἅρμα στὸν οὐρανό, ζῶντα (Δ΄Βασ.2:11). Τὸ ἴδιο μυστηριωδῶς ἐμφανίστηκαν καὶ πάλι στὸ ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα ἐπίσης μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ δυὸ αὐτὲς μεγάλες προσωπικότητες εἶχαν τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐνῷ ζοῦσαν. Ὁ Μωυσῆς στὸ ὅρος Σινᾶ «εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἣν ὁ Θεός» (Ἐδοδ.20:21). Ὁ Ἠλίας εἶδε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν «φωνὴν αὔρας λεπτῆς» (Γ'Βασιλ.19:12).  Οἱ μαθητὲς ἔτρεφαν, ὡς πιστοὶ Ἰσραηλῖτες μεγάλη ἐκτίμηση σὲ αὐτούς, διότι ὁ Μωυσῆς ἦταν ὁ νομοθέτης τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὁ Ἠλίας ὁ μέγιστος τῶν προφητῶν. Τοὺς ἀνεγνώρισαν προφανῶς ἀπὸ τὸν διάλογό τους μὲ τὸν Κύριο.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέγει, πὼς τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς οὐράνιας φωτοχυσίας, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι δυὸ μαθητὲς «ἦσαν βεβαρημένοι ὓπνῳ διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ τοὺς δυὸ ἄνδρας τοὺς συνεστώτας αὐτῷ» (Λουκ.9:32). Τὸ παράδοξο θέαμα τοὺς συντάραξε κυριολεκτικά. Ἡ εὐτυχία ποὺ ἔνοιωθαν ἦταν ἀπερίγραπτη. Δὲν ἤθελαν μὲ κανένα τρόπο νὰ διαταραχθεῖ ἐκείνη ἡ μακάρια κατάσταση. Γι' αὐτὸ μόλις εἶδαν νὰ ἀποχωροῦν οἱ δυὸ  ἄνδρες, ὁ Πέτρος παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ νὰ μείνουν γιὰ πάντα ἐκεῖ! «Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἠμᾶς ὧδε εἲναι'καὶ ποιήσωμεν σκηνᾶς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωυσεῖ καὶ μίαν Ἠλία» (Λουκ.9:33). Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς πὼς γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους δὲν ζητοῦσαν κατάλυμα, ἀλλὰ τοὺς ἀρκοῦσε ἡ συγκλονιστικὴ κατάσταση ποὺ βίωναν. Ὅμως συνεχίζει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς «μὴ εἰδῶς ὁ λέγει», συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν θεία μακαριότητα δὲν ἤξερε τί ἔλεγε. Ξαφνικά, ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, συνέβη καὶ ἄλλο παράδοξο φαινόμενο. «Ἐγένετο νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν  αὐτοῦς ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ ἐκείνους εἰσελθεὶν εἰς τὴν νεφέλην καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ.9:35). Ὁ Θεὸς Πατέρας ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ἐπιβεβαίωνε γιὰ μία ἀκόμα φορά, τὴν θεία υἱοθεσία! Ἡ οὐράνια φωνὴ ποὺ ἀκούστηκε μέσα ἀπὸ τὴν φωτεινὴ νεφέλη προξένησε τέτοιο φόβο στοὺς μαθητές, ὥστε αὐτοὶ ἔπεσαν πρηνεῖς στὴν  χλόη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ σηκώσουν τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ γῆ.

«Ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος, καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν» (Λουκ.9:36). Ἡ παράδοξη ὀπτασία εἶχε λήξει, ἡ φωτεινὴ νεφέλη εἶχε διαλυθεῖ καὶ οἱ οὐράνιοι ἐπισκέπτες εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ὁ Χριστὸς ἐνδεδυμένος πλέον τὴν συνήθη μορφή Του, ἐνθαρρύνοντας τοὺς σαστισμένους καὶ φοβισμένους μαθητὲς Του τοὺς εἶπε: «Ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε»(Ματθ.17:8). Ἐνῷ κατηφόριζαν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ὁ Χριστὸς τοὺς παρακάλεσε νὰ μὴν ἀναφέρουν σὲ κανέναν τὸ γεγονός, «ἕως οὐ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῆ»(Ματθ.17:9, Μάρκ.9:9). Οἱ τρεῖς μαθητὲς πράγματι διαφύλαξαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, μόνο ποὺ τοὺς βασάνιζε τὸ ἐρώτημα: «τί ἔστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι» (Μάρκ.9:10). Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Δασκάλου τους, ἀφοῦ εἶχαν τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ὅτι «ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν.12:3) ὡς ὁ κραταιὸς ἐγκόσμιος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Ἐπίσης τοὺς προβλημάτιζε τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἠλία, διότι γνώριζαν πὼς ἡ δεύτερη ἐμφάνισή του στὸν κόσμο σημαίνει τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ (Μαλαχ.4:5).

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση οἱ τρεῖς μαθητὲς κατανόησαν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς θείας Μεταμορφώσεως, ὅταν εἶδαν ξανὰ τὸν Κύριο δοξασμένο. Διηγήθηκαν στοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους τὴν φοβερὴ ὀπτασία. Οἱ δυὸ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς κατέγραψαν στὶς ἐπιστολὲς τους τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν Β' Καθολικὴ Ἐπιστολὴ του ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν... ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος, λαβῶν γὰρ παρὰ Θεοῦ Πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιάδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὅ ἐγὼ εὐδόκησα καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθείσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β΄ Πετρ.1:16-19). Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης στὴν ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου του ἀναφέρει ὅτι «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν.1:14), ἀναφερόμενος προφανῶς στὸ γεγονὸς τῆς θείας Μεταμορφώσεως. Ἐπίσης στὴν Α' Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ ὑπαινίσσεται τὴν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου γράφοντας ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν  ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι» (Α΄Ιωάν.1:5).


Εκτύπωση   Email