Ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας στὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα στὸν πόλεμο τοῦ ’40

 

agia skepi       Στὸ μέτωπο, σ’ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἀλαφροπερπάτητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἀναριγμένη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.

       Γράμμα ἀπὸ τὴ Μόροβα

 

Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του.

«Ἀδελφέ μου Νίκο.

Σοῦ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μιᾶς χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.

Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.

– Τὶς εἰ (Ποιὸς εἶσαι); Μιλιά… Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τὶς εἰ;

Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της.

Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, νιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβᾶν-Μόροβας.

Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια… κοιμόνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».

       Θαῦμα στὸ Μπούμπεση

Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.

Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-41 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἥμερες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατί οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.

Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.

– Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.

Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγά-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.

– Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.

– Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.

Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη νιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

       Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστὴς

 

Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στὸν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:

«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στὸ τάγμα τῆς Κορέας. Δὲν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τωνβαρέων ὅπλων ποὺ κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στὴν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρό τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μία νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο Θαῦμα.

Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τὴ διμοιρία μου εἶχα καταλάβει μία πλαγιὰ σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στὸ ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ρόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ συνετάραξε:

Μία γυναῖκα στὰ μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ρωτᾶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὸν ὦμο μου:

– θέλεις νὰ βρίσκομαι κοντά σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιὰ βαθειὰ ἀγαλλίαση.

– Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ; τὴ ρώτησα.

Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:

– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;

— Πρώτη φορᾶ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίζω μία ἄγνωστή μου;

– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὅλους τους στρατιῶτες τοῦ τάγματος.

Γιατί δὲν πηγαίνετε στὸ Πουσᾶν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;

Μ’ αὐτὴ τὴ φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.

– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογκοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στὸν ὕπνο σου.

Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκρούς του Πουσᾶν. Ἐνῷ ὅμως λέγαμε αὐτά, ξαναβλέπω τὴ γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου. — Ἀδαμάκο! βάζω μία φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τὴ βλέπεις;

Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλὰ ποὺ ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ γλυκύτατη φωνὴ στάθηκε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε:

— Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἢ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλὰ θέλω ἀπὸ σένα νὰ μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στὶς δυσκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.

Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νὰ φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Ἔκλαψα τότε ἀπ’ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγὼ πουδεν εἶχα κλάψει ποτὲ στὴ ζωή μου».

       Τὸ ἀδέσποτο μουλάρι

 

Ὁ Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστῆ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:

«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα νιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμποῦρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δυὸ μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δυὸ μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἥμερα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μας θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.

Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅρια της.

Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».

Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο τοῦ μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:

— Παλικάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει!

Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».

Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῷο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγότερο – ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἢ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τὴ ὑπερμάχω» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῷο εἶχε πάνω τοῦ μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.

Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατί δὲν εἶχε διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἐμφανίσεις καὶ Θαύματα τῆς Παναγίας», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ.


Εκτύπωση   Email