Ἐρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Πεντηκοστῆς

PentikosthἩ Πεντηκοστὴ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ συνέπεια ἢ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ἡ Πεντηκοστὴ ἔχει ὅλη τὴν ἀξία της καθ’ ἐαυτή, εἶναι ἡ δεύτερη πράξη τοῦ Πατρός: ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ καὶ τώρα ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ τέλεια ἀποστολή του, ὁ Χριστὸς ἐπανέρχεται πρὸς τὸν Πατέρα γιὰ νὰ κατέλθει τώρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Πρόσωπο. Ἡ Πεντηκοστὴ ἐμφανίζεται ἔτσι ὡς τὸ ἔσχατο τέλος τῆς τριαδικῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας. Κατὰ τοὺς Πατέρες ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγάλος Πρόδρομος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα… ἶνα οἱ ἄνθρωποι ἐνωθέντες πνευματικά, γίνουν ἕνα Πνεῦμα». Ἐπίσης κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς κάθε ἔργου τῆς σωτηρίας μας ἀπὸ τὸ Χριστό, νὰ πάρουν οἱ πιστοὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».

Δοσμένο στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ θεία ἐμφύσηση, τὴ στιγμὴ τῆς δημιουργίας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ἀποδίδεται πάλι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τοῦ γίνεται πιὸ ἐσωτερικό, πιὸ οἰκεῖο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο. «Πῦρ ᾖλθα νὰ βάλω στὴ γῆ» (Λουκ. 12,49), αὐτὴ ἡ φωτιὰ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῶν πυρίνων γλωσσῶν, ἡ θεία ἐνέργεια θεοποιεῖ, εἰσέρχεται καὶ ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀλήθειά της τὴ φύση.

Ἐὰν ὁ Χριστὸς ἀνακεφαλαιώνει καὶ ὁλοκληρώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἑνότητα τοῦ σώματός του, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀντίθετα, ἀναφέρεται στὴν προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς φύσεως, στὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα, καὶ κάνει κάθε ἕνα χαρισματικό. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἔχουμε συγχωνευθεῖ σὲ ἕνα μόνο Σῶμα, ἀλλὰ διαιρεθεῖ σὲ προσωπικότητες.

Ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προηγεῖται καὶ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τῆς οὐράνιας Ἐκκλησίας τῶν τριῶν θείων Προσώπων, τὸ Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὴ σύσταση τῆς ἐπίγειας εἰκόνας του: τὴν Ἐκκλησία τῶν ἀνθρώπων.

Τὴν Κυριακή της Πεντηκοστῆς, ἡ εἰκόνα τῆς Τριάδος προσφέρεται στὴ θεωρία τῶν πιστῶν σὰν ἕνας θεῖος καθρέπτης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι διαβάζουν τὴ μυστηριώδη ἀλήθεια τῆς ἴδιας τους ὑπάρξεως.

Τώρα μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴ σύνθεση τῆς εἰκόνας. Δὲν εἶναι καθόλου μιὰ ἁπλὴ εἰκονογραφία τοῦ κειμένου τῶν Πράξεων (2,3). Δείχνει τὸ Κολλέγιο τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὸ μυστηριῶδες πλήρωμα ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ.

Βλέπουμε τοὺς ἀποστόλους καθισμένους, σχηματίζοντας δυὸ ὁμάδες, ἡ μιὰ ἀπέναντι στὴν ἄλλη, πάνω σὲ πεταλόμορφο ἕδρανο μὲ πλάτη καὶ ὑποπόδιο ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο. Οἱ τέσσερις εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ Παῦλος κρατοῦν κλειστοὺς κώδικες ἐνῷ ὁ Πέτρος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι κλειστὰ εἰλητάρια. Ἡ παρουσία τους ἔχει τὴν εὐγλωττία τοῦ συμβόλου ποὺ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ἡ Παρθένος ἀπουσιάζει. Ἦταν παροῦσα στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ πάνω τὴ τυπικὴ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπόσχεση, τοῦ τῆς ἐπικλήσεως – Πεντηκοστῆς.

Ὅλοι βρίσκονται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, σὲ μιὰ κλίμακα ὅμοιου μεγέθους, ποὺ εἶναι ἡ ἰσοτιμία τους. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος ἀφήνουν μία κενὴ θέση μεταξύ τους. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἀόρατος, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ Κεφάλι εἶναι πάντοτε παρών, εἶναι αὐτὸς ποὺ κυβερνᾶ καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ εἰκόνα δείχνει μία ἀνοικτὴ σύνθεση καὶ τοποθετεῖ τὸ γεγονὸς σὲ μία πλατειά, ψηλὴ σκηνή, «ὑπερῷο» τοῦ ὁποίου ὁ ἀπεριόριστος ἐκκλησιαστικὸς χῶρος ἐξουσιάζει τὸ κόσμο.

Εἶναι ἀνοικτὸ ἀπὸ πάνω, εἶναι σὰν νὰ ἑλκύεται πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὴ πατρικὴ Πηγή, ἀπ’ ὅπου ἀναχωροῦν οἱ πύρινες γλῶσσες, οἱ τριαδικὲς ἐνέργειες συγκεντρωμένες στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἀνοίγει ἐπίσης πρὸς τὰ κάτω, σὲ μιὰ μαύρη ἁψῖδα, ὅπου βασανίζεται ἕνας φυλακισμένος ντυμένος σὰν βασιλιάς, ἀλλοῦ ἡ ἁψῖδα εἶναι κλεισμένη μὲ ἕνα κιγκλίδωμα φυλακῆς ποὺ ὑπογραμμίζει μία κατάσταση αἰχμαλωσίας. Ἡ ἐπιγραφὴ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ φυλακισμένου ἐξηγεῖ ὅτι εἶναι ὁ Κόσμος προσωποποιημένος, τὸ αἰχμάλωτο σύμπαν τοῦ Πρίγκηπα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Τὸ σκοτάδι ποὺ τὸν περιβάλλει, εἰκονίζει «τὰ σκότη καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου» εἶναι ὁ καθολικευμένος ᾅδης ἀπ’ ὅπου ὁ μὴ βαπτισμένος κόσμος ἀποχωρεῖ καὶ στὸ μέρος τοῦ τὸ πιὸ φωτεινό, ἐπιθυμεῖ ἐπίσης τὸ ἀποστολικὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.

Τείνει τὰ χέρια του γιὰ νὰ πάρει αὐτὸς ἐπίσης τὴ χάρη καὶ τὰ δώδεκα εἰλητάρια ποὺ κρατεῖ μὲ σεβασμὸ πάνω σὲ ἕνα ὕφασμα, συμβολίζουν τὸ κήρυγμα τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ἀποστολικὴ ἱεραποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παγκόσμια ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας.

Εἶναι ἡ ἀντίθεση τῶν δυὸ αὐτῶν κόσμων ποὺ συνυπάρχουν, πάνω ἡ «καινὴ γῆ», ὁ ἰδεώδης Κόσμος, πυρπολημένος ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ καὶ κάτω ὁ φυλακισμένος, ὁ ἀπελπισμένος Κόσμος ποὺ τείνει χέρι πρὸς τὸ Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ μείνει ποτὲ ἄδειο.

Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ταυτόχρονα ἴδιοι καὶ οἱ ἄλλοι: στὴν ἀνθρώπινη φύση ἑνώνεται μία πύρινη γλῶσσα. Ἐντελῶς φυσικὰ τὴ Κυριακὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ κλείνει τὸ χρόνο της, ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, τὴν ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων. Εἶναι ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἁγιότητος, ἡ ἑορτὴ τῶν πυρίνων γλωσσῶν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ Ἐκκλησία γεμάτη ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, συμπληρώνεται στὴν Ἐκκλησία γεμάτη ἀπὸ Ἁγίους.

Πηγή :«Ἡ τέχνη τῆς Εἰκόνας»  ἐκδ. Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ

 


Εκτύπωση   Email