Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

15082018

Τὸ γεγονὸς τῆς ΚοιμήσεωςΜεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπως ἦταν φυσικό, δὲν ἐνέπνευσε μόνο τοὺς μεγάλους ὑμνογράφους καὶ ἁγιογράφους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν σ’αὐτὸ εἴτε εἰδικὲς Ὁμιλίες εἴτε ἀποσπάσματα – ἀναφορές. Ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συμβεῖ διαφορετικά. Στὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Παναγίας «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι» σὲ πολλὲς φάσεις τῆς ζωῆς της: Οὖσα Παρθένος γέννησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔμεινε Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴ γέννησή Του. Εἶναι ἀειπάρθενος. Καὶ ὅταν ὡς ἄνθρωπος ἀπέθανε καὶ τότε νικήθηκαν «τῆς φύσεως οἱ ὄροι», ἀφοῦ «τάφος καὶ νέκρωσις» δὲν τὴν κράτησαν στὴ γῆ, διότι «ὡς ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».

Ἡ φράση τοῦ Ἀπολυτίκιου τῆς ἑορτῆς τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου»

«ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», ἐπαληθεύεται διαρκῶς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπαληθεύεται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία μας. Δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε ἀναχωρώντας μὲ τὸν θάνατο ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἶναι μαζί μας, μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ μὲ τὴ μεσολάβησή της στὸν Υἱὸ καὶ Θεὸ της χάριν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ταπεινὰ καὶ μὲ πίστη τὶς πανίσχυρες πρεσβεῖες της.

Ὡς ἔκφραση θερμῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν πολυποίκιλη βοήθειά της στὸν καθένα μας προσωπικά, καὶ γενικώτερα στὸν φιλόχριστο καὶ θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικὰ ἄνθη ὀπὸ θαυμάσιες ὁμιλίες στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ὁρισμένων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.

«Ὦ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου θανάτου μετάγεται», ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός…

«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ᾿ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. ῟Ης γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».

Ὦ πῶς ἐκείνη ποῦ γέννησε τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται διὰ μέσου τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωή! Νὰ ὀνομάσουμε θάνατο αὐτὸ τὸ μυστήριο ποῦ συμβαίνει μὲ σέ; Ἄλλ’ ἐὰν καὶ χωρίσθηκε ἡ παναγία καὶ μακαρία ψυχή σου ἀπὸ τὸ πανευτυχὲς καὶ ἀμόλυντο σῶμα σου, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν θάνατο κάθε ἀνθρώπου, ὅμως τὸ σῶμα σου δὲν παραμένει μόνιμα στὸν θάνατο, οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴν φθορά. Διότι αὐτῆς τῆς ὁποίας ἡ παρθενία ἔμεινε ἄθικτη, ὅταν γεννοῦσε τὸν Θεάνθρωπο, αὐτῆς καὶ τὸ σῶμα, ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, φυλάχτηκε ἀδιάλυτο καὶ μετετέθη πρὸς καλυτέρα καὶ θειοτέρα ζωὴ (ΡG 96, 713-716).

«Σὲ τάφος ἔχειν οὐ δύναται», προσθέτει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης…

«῞Αδης κρατεῖν οὐκ ἰσχύει σου… ῎Απιθι τοίνυν, ἄπιθι σύν εἰρήνῃ. Μεταναστεύου τῶν ἐν τῇ κτίσει μονῶν· ἐξιλάσκου τόν Κύριον ὑπέρ τοῦ κοινοῦ».

Δὲν μπορεῖ νὰ σὲ κρατήσει ὁ τάφος. Δὲν ἔχει δύναμη νὰ σὲ ἔχει φυλακισμένη ὁ Ἅδης… Φύγε λοιπόν, φύγε εἰρηνική. Ἀναχώρησε ἀπὸ τς γήινες διαμονὲς καὶ ἱκέτευε καὶ ἐξιλέωνε τὸν Κύριο γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συνανθρώπους σου. (ΡG 97, 1100).

«῞Ον τρόπον καί ὁ σός Υἱός καί πάντων Θεός», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «τοῦ ὁμοίου σαρκικῶς ἀπεγεύσατο θανάτου· παραδοξάσας δηλαδή, κατά τόν ἴδιον αὐτοῦ καί ζωοποιόν τάφον καί τό σόν τῆς κοιμήσεως ζωοπαράδεκτον μνῆμα· ὥστε ἀμφοτέρων σώματα μέν ἀφαντάστως ὑποδεξαμένων, διαφθοράν δέ μηδαμῶς ἐνεργησάντων. Οὐδέ γάρ ἐνεδέχετό σε θεοχώρητον οὖσαν ἀγγεῖον, τῆς ἀναλύσεως νεκροφθόρῳ διαρρυῆναι χοΐ· ᾿Επειδή γάρ ὁ κενωθείς ἐν σοί, Θεός ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καί ζωή προαιώνιος, καί τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς σύνοικον ἔδει τῆς Ζωῆς γεγονέναι…».

Ὅπως δηλαδὴ ὁ Υἱός σου καὶ Θεὸς τῶν ἥλων γεύθηκε κατὰ τὴν σάρκα τοῦ τὸν ἴδιο θάνατο καὶ ὅπως δόξασε τὸν δικό του ζωοποιὸ τάφο, ἔτσι δόξασε καὶ τὸ δικό σου μνῆμα, ποὺ ἐδέχθη κατὰ τὴν κοίμησή σου Σὲ τὴν Μητέρα τῆς ζωῆς. Καὶ οἱ δυὸ τάφοι δέχθηκαν μέν, χωρὶς νὰ φαντάζονται, κάτι ξεχωριστό, τὰ σώματα καὶ τῶν δυό, ἀλλὰ δὲν ἐνήργησαν καμιὰ διαφθορὰ σ? αὐτά. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν σὺ ποὺ ἤσουν δοχεῖο ποὺ χώρεσε τὸν Θεὸ νὰ διαλυθεῖς στὸ χῶμα τῆς νεκρώσεως. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ποὺ ταπεινώθηκε καὶ κυοφορήθηκε μέσα σου ἦταν ?ξ ἀρχῆς Θεὸς καὶ ζωὴ προαιώνιος, ἔπρεπε καὶ σύ, ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς, νὰ γίνεις σύνοικος μὲ τὴν Ζωή, μὲ τὸν Υἱό σου, στὰ οὐράνια (ΡG 98, 345-8).

Τὸ σῶμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, σημειώνει καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ««μικρόν παραμεῖναν τῇ γῇ καί αὐτό συναπῆλθε… Καί τοίνυν ἐδέξατο μέν ὁ τάφος ἐπί μικρόν, ἐξεδέχετο δέ καί ὁ οὐρανός τήν καινήν γῆν ἐκείνην, τό πνευματικόν σῶμα… τό ἁγιώτερον ἀρχαγγέλων». Τὸ ἱερὸ σῶμα της, ἀφοῦ παρέμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἔφυγε κατόπιν κι αὐτὸ στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν ψυχή της. Δέχθηκε λοιπὸν τὸ σῶμα τῆς ὁ τάφος γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, δέχθηκε δὲ τελικῶς καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ σῶμα της, τὴν καινὴ ἐκείνη γῆ, ποὺ ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της ποὺ κατοίκησε μέσα της, τὸ πνευματικὸ καὶ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα… ποὺ εἶναι ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους «Μόνη αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υͺἱῶ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον», τονίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον». Μόνη ἡ Θεοτόκος τώρα, πρὸ τῆς Δευτέρας δηλαδὴ Παρουσίας, βρίσκεται μὲ τὸ θεοδόξαστο σῶμα τῆς μαζὶ μὲ τὸν Υἱό της στὸν οὐράνιο Παράδεισο. Διότι δένω μποροῦσαν νὰ κρατοῦν παντοτεινὰ ἡ γῆ, ὁ τάφος καὶ ὁ θάνατος τὸ σῶμα ἐκεῖνο, ποὺ ἔγινε δοχεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ πηγὴ τῆς Ζωῆς (ΡG 151, 465).

Μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (8ος αἰῶνας) ἀφιέρωσε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου τρία σπουδαία Ἐγκώμια, ἀπὸ τὰ ὁποία παραθέτουμε σὲ ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα:

Ὤ, πὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πεθαίνοντας πηγαίνει πρὸς τὴ ζωή! Ὤ, πὼς ἐκείνη ποὺ γεννώντας ξεπέρασε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, τώρα ὑποτάσσεται στὴ φυσικὴ τάξη καὶ δέχεται θάνατο τὸ ἀμόλυντο σῶμα! Διότι πρέπει αὐτό, ἀφοῦ ἀφήσει κάτω τὸ θνητό, νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀθανασία, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριός της δὲν ἀρνήθηκε τὴν πεῖρα τοῦ θανάτου. Γιατί πέθανε σωματικὰ καὶ μὲ τὸν θάνατό του καταργεῖ τὸ θάνατο καὶ στὴ φθορὰ χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ νέκρωση τὴν κάνει πηγὴ ἀναστάσεως. Ὤ, πὼς τὴν ἱερὴ ψυχή, καθὼς ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ δέχτηκε τὸν Θεό, τὴν ὑποδέχεται μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια ὁ Δημιουργός του παντὸς , τιμώντας καθὼς πρέπει ἐκείνην, ποὺ ἐνῷ κατὰ τὴν φύση τῆς ἦταν δούλη, σύμφωνα μὲ τὸ ἀνεξερεύνητο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας του καὶ κατὰ τὸ σχέδιό του τὴν ἔκανε Μητέρα του, καὶ σαρκώθηκε ἀληθινὰ κι ὄχι ψεύτικα. Γιατί παρακολουθοῦσαν, ὅπως λέει ἡ Παράδοση, τὰ παριστάμενα τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ περίμεναν τὸν ἀποχωρισμό σου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Ὤ, τί ὡραιότατη ἐκδημία, ποὺ χαρίζει τὴ συνάντηση καὶ παραμονὴ κοντὰ στὸν Θεό! Γιατί, παρόλο ποὺ ὁ Θεὸς σ’ὅλους τους ἀφοσιωμένους σ’αὐτὸν καὶ τοὺς θεοφόρους ἀνθρώπους ἔχει χαρίσει αὐτὸ τὸ δῶρο – ναί, ἔχει χαριστεῖ καὶ τὸ πιστεύουμε – ὅμως ἡ διαφορὰ μεταξὺ δούλων τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρας εἶναι ἄπειρη. Ἑπομένως πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτὸ τὸ μυστήριο ποῦ σου συμβαίνει θάνατο; Ἂν καὶ κατὰ τρόπο φυσικὸ ἡ πανίερη καὶ μακάρια ψυχή σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ τρισευλογημένο καὶ ἄσπιλο σῶμα καὶ τὸ σῶμα σου παραδίνεται στὴν καθιερωμένη ταφή, ἐντούτοις δὲν μένει νεκρὸ καὶ δὲν διαλύεται ἀπὸ τὴν φθορά. Τῆς Παναγίας ἡ Παρθενία ἔμεινε ἀπείραχτη ὅταν γεννοῦσε, ὅταν ἡ ἴδια ἔφευγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸ σῶμα της διατηρήθηκε ἀδιάλυτο καὶ ἀνεβαίνει σὲ πολὺ ἀνώτερη καὶ πιὸ θεϊκὴ ζωή, ποὺ δὲν τὴν διακόπτει ὁ θάνατος, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες (Ἐγκώμιον Α΄ εἰς τὴν Κοίμησιν, § 10).

Καὶ συνεχίζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸ ἴδιο Ἐγκώμιο ( § 11) λέει καὶ τὰ ἑξῆς:

Σὲ μετέφεραν ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἄγγελοι μαζὶ μὲ ἀρχαγγέλους. Βλέποντας τὴν ἄνοδό σου τρόμαξαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ βρίσκονται μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ. Κατὰ τὴ διάβασή σου αὐτὴ ὁ μὲν ἀέρας εὐλογεῖται, ὁ δὲ αἰθέρας ψηλὰ ἁγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή σου. Ἐσένα μὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ ὁλόφωτες λαμπάδες χαρούμενης γιορτῆς προϋπαντοῦνε οὐράνιες δυνάμεις, σχεδὸν λέγοντας «ποιὰ εἰν’ αὐτὴ ποῦ ἀνεβαίνει ἀνθισμένη στὰ λευκά, ποῦ προβάλλει σὰν αὐγή, ὄμορφη σὰν φεγγάρι, λαμπερὴ σὰν τὸν ἥλιο»; Πόσο ὀμόρφηνες, πόσο γλύκανες! Εἶσαι σὰν τὸ ἀγριολούλουδο, σὰν κρίνο μὲς στὰ ἀγκάθια, γι’αὐτὸ σ’ἀγάπησαν οἱ νεάνιδες, τρέχουν ξοπίσω ἀπ’τὸ ἄρωμά σου. Σ’ὁδήγησε ὁ Βασιλιὰς στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά του» (Ἆσμα Ἀσμάτων). Ἐκεῖ σὲ περιτριγυρίζουν οἱ ἐξουσίες, σὲ δοξολογοῦν οἱ ἀρχές, σὲ ἀνυμνοῦν οἱ θρόνοι, χαίρονται ἀπορώντας τὰ χερουβείμ, δοξάζουν τὰ σεραφεὶμ ἐσένα ποὺ ἔγινες ἡ φυσικὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας χάρη στὴν πραγματικὴ φιλανθρωπία του. Γιατί δὲν ἀνέβηκες ὡς τὸν οὐρανὸ ὅπως ὁ Ἠλίας, οὔτε «ἀνηρπάγης» μέχρι τὸν τρίτο οὐρανὸ ὅπως ὁ Παῦλος (Β΄ Κόρ. 12,2). Ἀλλὰ ἔφτασες ὡς τὸν ἴδιο τὸ βασιλικὸ θρόνο τοῦ Υἱοῦ σου, ὅπου τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου καὶ χαίρεσαι καὶ στέκεις δίπλα του, μὲ πολλὴ καὶ ἀνείπωτη παρρησία.

Εἶσαι γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ ὅλες τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις ἄφατη εὐφροσύνη, γιὰ τοὺς πατριάρχες χαρὰ χωρὶς τέλος, γιὰ τοὺς δικαίους ἀνεκλάλητη εὐχαρίστηση, γιὰ τοὺς προφῆτες διαρκῆς ἀγαλλίαση! Τὸν κόσμο εὐλογεῖς, τὰ σύμπαντα ἁγιάζεις. Γιὰ τοὺς ἀποκαμωμένους εἶσαι ἀνάσα, γιὰ τοὺς πενθοῦντες παρηγοριά, γιὰ τοὺς ἀρρώστους γιατρειά, γιὰ τοὺς θαλασσοδαρμένους λιμάνι, γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς συγχώρεση, γιὰ τοὺς θλιμμένους καλοσυνάτο στήριγμα, γιὰ ὅσους σὲ ἀναζητοῦν ἡ πρόθυμη βοήθεια.

Στὸν τρίτο ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου:

Σήμερα ἡ νοητὴ καὶ ἔμψυχη σκάλα, μὲ τὴν ὁποία ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Ὕψιστος «φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» (Βαροὺχ 3, 38), χρησιμοποιώντας ὡς σκάλα τὸ θάνατό της μετέστη ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς.

Σήμερα ἡ ἐπίγεια τράπεζα, αὐτὴ ποὺ τὸν οὐράνιο ἄρτο τῆς ζωῆς, τὸν ἀναμμένο ἄνθρακα τῆς θεότητας χωρὶς γάμο κράτησε μέσα της, ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώθηκε στὸν οὐρανό…Σήμερα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ μετατίθεται ἡ ἔμψυχη πόλη τοῦ Θεοῦ στὴν «ἄνω Ἱερουσαλήμ»… καὶ ἐγκαθίσταται στὴν ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Καὶ ἡ ἔμψυχη καὶ λογικὴ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου μεταναστεύει στὴν ἀνάπαυση τοῦ Υἱοῦ της…

«Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, ἀπὸ τὴν ἄφθονον ἐκείνην ἡλιοβολίαν τοῦ θείου φωτὸς ὀποῦ χαίρεσαι, παρισταμένη ἐκ δεξιῶν του μονογενοῦς σου Υἱοῦ, πέμψον ἐδῶ κάτω καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς δούλους σου μίαν μακαρὶαν ἀκτῖνα, ὀποῦ νὰ εἶναι καὶ φῶς εἰς τὸν ἐσκοτισμένον μας νοῦν καὶ φλόγα εἰς τὴν ψυχραμένην μας θέλησιν, διὰ νὰ βλέπωμεν νὰ περιπατοῦμεν σπουδαῖοι εἰς τὴν ὁδὸν τῶν θείων δικαιωμάτων. Ἡμεῖς, μετὰ Θεόν, εἰς ἐσὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Μητέρα καὶ Μητέρα ἡμῶν ἔχομεν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας· ἀπὸ σὲ ἐλπίζομεν τᾶς νίκας τῆς γαληνοτάτης Αὐθεντίας, τὰ τρόπαια τῶν Εὐσεβῶν Βασιλέων· τὴν στερέωσιν τῆς Ἐκκλησίας· τὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὀρθοδόξου γένους· τὴν σκέπην τῆς εὐλαβοῦς του ταύτης πολιτείας, ὀποῦ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἄμαχόν σου βοήθειαν. Ναί, Παναγία Παρθένε, ναί, Μαρία, ὄνομα ὀποῦ εἶναι ἡ χαρά, ἡ παρηγορία, τὸ καύχημα τῶν Χριστιανῶν· δέξου τὴν νηστείαν καὶ παράκλησιν τῶν ἁγίων τούτων ἡμερῶν, ὀποῦ ἐκάμαμε εἰς τιμήν σου, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον· καὶ ἀξίωσόν μας, καθὼς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τὴν ἁγίαν καὶ θαυματουργὸν ταύτην εἰκόνα, ἔτζι καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ τὸ μακάριόν σου πρόσωπον, τὸ ὁποῖον νὰ προσκυνοῦμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας».(Ἠλίας Μηνιάτης).

Πηγή: Ἴδρυμα Νεότητος καί Οἰκογενείας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν


Εκτύπωση   Email