ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

 

Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ

Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης

            hananaiaΜιὰ Χαναναία, μιὰ εἰδωλολάτρισσα γυναίκα, μᾶς λέει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ «ἐξῆλθε τῶν ὁρίων αὐτῆς» γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ γιατί μόνο ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ ὑπερνικήσει τὴν θλίψη καὶ τὸν πόνο ποὺ τὴν συγκλόνιζε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πορεύεται στὸ δικό του Γολγοθά, χάνεται μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὰ ἀδιέξοδα τῶν προβλημάτων του καὶ τῶν ἀνυπέρβλητων κάποτε δυσκολιῶν. Τότε νιώθει νὰ πνίγεται στὶς ὀδυνηρὲς καταστάσεις τῆς ζωῆς, τότε ἀνακαλύπτει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τότε καλεῖται νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τοῦ ἐαυτοῦ του. Νὰ ξεπεράσει τὸν ἐγωισμό του καὶ τὴν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοδυναμίας του. Νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἀνεπάρκεια καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Ἔστω καὶ ἂν ἀγνοεῖ τὸν Χριστὸ ( ἡ Χαναναία δὲν γνώριζε τίποτε γιὰ αὐτόν), καὶ ὅμως τὸν συναντᾶ. Τὸν βλέπει μέσα του. Τὸν ἀκούει στὴ φωνὴ τῆς συνείδησής του. Τὸν ἀνακαλύπτει μὲ τὴν πίστη.

            Κάποτε στὴν δύναμη ἢ στὴν ἀγωνία τῆς προσευχῆς μας «οὐκ ἔστι φωνή, οὐκ ἔστιν ἀκρόασις», ὁ Θεός μοιάζει νά μή μᾶς ἀκούει καί νά μήν μᾶς ἀπαντᾶ, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κενὸ τῆς σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, μᾶς φέρνει τελικὰ κοντά του. Δοκιμάζει τὴν πίστη μας, τὴν ἐμπιστοσύνη μας, τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ Ἐκεῖνον. Θερμαίνει τὴν σχέση μας καὶ τὴν κοινωνία μας μαζί του. Τονώνει τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας σ Αὐτόν. Ἡ στάση μας αὐτὴ ὁδηγεῖ στὴ νίκη κατὰ τοῦ κόσμου δηλ. τῆς προκατάληψης, τῆς εἰρωνείας, τῆς νοοτροπίας τοῦ περιβάλλοντός μας ποὺ ἀμφισβητεῖ μιὰ τέτοια ἀναφορὰ στὸν Θεό. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση μιὰ τέτοια πίστη στὸν Χριστὸ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς λογικῆς ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς βασανίζει, σὰν τὸν κρατούμενο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ κελιοῦ του. Ἔτσι καὶ ἐκείνη δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ζωὴ μας μέσα στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.

            Η πίστη ἔχει σχέση μὲ τὸ παρόν. Μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ τώρα νὰ κατευθύνει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν ζωή μας. Μπορεῖ τώρα νὰ μᾶς ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀφήνει μόνους καὶ παραδομένους στὰ προβλήματά μας. Μᾶς συμπαρίσταται, στέκεται πλάι μας, μᾶς σκεπάζει, μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς ὑπομένει καὶ ὅταν τὸν ἀποφεύγουμε Ἐκεῖνος μᾶς ἀναζητᾶ. Μέσα σ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς πίστης ἔρχεται τὸ θαῦμα.

            Τὸ θαῦμα εἶναι ἕνα ἔκτακτο καὶ ὑπερφυσικὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ εὐεργετήσει, νὰ θεραπεύσει, νὰ παρηγορήσει νὰ τονώσει τὸν πάσχοντα καὶ ἀδύνατο ἄνθρωπο. Τὸ πραγματικὸ θαῦμα εἶναι ἕνα σημάδι καὶ γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς καὶ ζωντανῆς πίστης. Οἰκοδομεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν στερεώνει στὴ δύσβατη χριστιανικὴ ζωή, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ καθετὶ ἐγωιστικὸ καὶ ἰδιοτελές. Δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἐκμετάλλευση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν γελοιοποίηση τῆς πίστης. Ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα καὶ ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου νὰ κάνει θαύματα στοὺς κατοίκους τῆς Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα θαμπώνει τὸ βλέμμα, ξαφνιάζει, δημιουργεῖ ἀπορία καὶ κάποτε ἀντίδραση. Γιὰ τὸν πιστὸ τὸ θαῦμα εἶναι ἕνα παράθυρο ποὺ ἀνοίγει στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μὲ μιὰ ἀστραπὴ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς λογικῆς καὶ τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ σ αὐτὸ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ φθάσουμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ δηλ. μιὰ ζωὴ χωρὶς πόνο δάκρυα, ἀρρώστια φθορά, θάνατο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀγωνία καὶ τὰ δάκρυα τῆς γῆς. Τὸ θαῦμα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνεξιχνίαστης σοφίας καὶ τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ καλούμαστε μόνο νὰ πιστεύουμε δηλ. νὰ ἐμπιστευόμαστε γιατί μόνο ἐκείνη ξέρει πότε καὶ τί πρέπει νὰ δίνει στὸν καθένα μας. Ἕνα τέτοιο βίωμα ἐμπιστοσύνης στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ δυνάμεως ὅταν πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα μᾶς ἀπογοητεύουν, μᾶς πτοοῦν, μᾶς λυγίζουν καὶ τότε πορευόμαστε γιὰ νὰ ἀκούσουμε « μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοὶ ὡς θέλεις»

 

 

 


Εκτύπωση   Email