Ἕνα πλησίασμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Παναγίας

alt

 

 

    Ὁ κύκλος τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἀρχίζει μέ τό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, πού τελεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς 8 Σεπτεμβρίου.

    Γιά τό πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου τά ἱερά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων δέν κάνουν ἰδιαίτερο λόγο, μονάχα ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό πρῶτο καί δεύτερο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου κάνοντας τή σχετική ἐξιστόριση τῶν γεγονότων τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀναφέρεται καί στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βέβαια δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός, πώς τά ἱερά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων γράφτηκαν, ὄχι γιά νά βιογραφήσουν τόν Ἰησοῦ, ἀλλά γιά Κατηχητικούς λόγους, καί πρωτίστως νά μᾶς ποῦν ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού πέθανε πάνω στό Σταυρό καί ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.

   Σιγή λοιπόν καλύπτει τό πάνσεπτο Θεομητορικό πρόσωπο. Πάντοτε τά μεγάλα καί τρανά μονάχα ἡ σιγή μπορεῖ νά ἀγγίζει. Καί ἡ Παναγία μας μέσα στή σιγή διακόνησε τό ὑπερθαύμαστο μυστήριο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί μέ πολύ διακριτικότητα στάθηκε κοντά στόν λειτουργοῦντα τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλά καί μέσα στή σιωπή ἔπνιξε τόν πόνον της «παρισταμένη» κάτω ἀπό τό Σταυρό Του.

    Τό κενό τῶν κειμένων γιά τήν Παναγία ἔρχεται νά καλύψει ἡ ζωντάνια τῆς Ἁγίας Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἡ Παράδοση αὐτή ζωντανή κι ἀνόθευτη συνεχίζεται ἀπό τά Ἀποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα. Σ’ αὐτή τήν Παράδοση ἐντάσσονται καί  κάποιοι εὐλαβεῖς πού θέλησαν νά ἀποτυπώσουν σέ κάποιες καταγραφές κάποιες διηγήσεις, ὁ πυρήνας τῶν ὁποίων διασώζει μορφές ἀλήθειας. Δημιουργήθηκε ἔτσι μιά σειρά κειμένων τά ὁποῖα ὀνομάστηκαν «Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια». Τά κείμενα αὐτά ἡ Ἐκκλησία δέν τά κάλυψε μέ τό κῦρος τῆς γνησιότητος. Οἱ λόγοι πολλοί πού δέν ἔχουμε τό χρόνο νά ἀναλύσουμε ἐδῶ. Ἀπ’ αὐτά τά κείμενα ἄντλησε κάποια στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα κάλυψε πτυχές τῆς ἐν χρόνῳ ἱερᾶς ἱστορίας, μιά καί τά «παραδεδεγμένα κείμενα» δέν ἔκαναν σχετική νύξη.

    Νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ τιμή στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας εὐθύς ἐξαρχῆς ἀπέκτησε κεφαλαιώδη σημασία στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὅμως μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν, καί ὅταν ἄρχισε ἡ Ἐκκλησία νά ὀργανώνει τά ἐσωτερικά ζητήματα, φανερώνεται πιό ἐμφαντικά καί ἡ τιμή τοῦ Θεομητορικοῦ Προσώπου. Μάλιστα ἡ ἔλευση τῆς Ἁγίας Ἑλένης στά Ἱεροσόλυμα καί ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ Ναοῦ τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ, ἄρχισε καί ἡ δημιουργία Ναοῦ στό χωρίο τῆς Γεθσημανή καί ἡ Ἱεροσολυμίτικη Ἐκκλησία νά πρωτοστατεῖ στόν καθορισμό ἑορτῶν πρός τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Βέβαια καθοριστική στήν ὅλη τήν ἐπέκταση τῆς τιμῆς πρός τήν Θεομήτορα στάθηκε ἡ Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία καθορίζει δογματικά πιά τήν τιμή πρός τό Θεομητορικό Πρόσωπο.

    Ἤδη ἀπό τά τέλη τοῦ 4ου αἰώνα ἄρχισε νά τιμᾶται στά Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς, στήν ὁποία οἱ πιστοί τιμοῦσαν καί τό Πρόσωπο τῆς Παναγίας. Στή συνέχεια ἀρχίζει καί ἡ καθιέρωση καί ἄλλων ἑορτῶν, ὅπως τῆς Γεννήσεώς της στίς 8 Σεπτεμβρίου, πού σάν πιθανός χρόνος δημιουργίας της φαίνεται νά εἶναι ὁ 6ος αἰῶνας τῶν Εἰσοδίων, τῆς Κοιμήσεώς της.

    Ὁδηγός στήν καθιέρωση αὐτῶν τῶν ἑορτῶν στάθηκε τό «Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου». Ἀπό τό κείμενο αὐτό ἀντλήθηκαν κάποια στοιχεῖα, πού ἀφοῦ  διασταυρώθηκαν μέ ἄλλες προφορικές παραδόσεις, γίνεται ὁ σχηματισμός Θεομητορικῶν ἑορτῶν. Ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ κειμένου αὐτοῦ προέκυψαν τά σχετικά ὑμνογραφήματα, ἀλλά καί οἱ ἁγιογραφικές συνθέσεις τῶν ἀντιστοίχων εἰκόνων.

    Τό «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου» διηγεῖται μεταξύ ἄλλων καί τά τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας μας. Ἀπό αὐτό μαθαίνουμε τά ὀνόματα τῶν γονέων της, δηλαδή τόν Ἰωακείμ καί τήν Ἄννα. Ὁ Ἰωακείμ κατάγονταν ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ. Τό ζεῦγος ἦταν ἄτεκνο, πολύ πιστό ὅμως στίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων. Ἡ ἀτεκνία ἦταν τό τότε καθημερινό μαρτύριο. Παρά τό ὅτι εἶχαν φθάσει σέ βαθειά γηρατειά πίστευαν στό Θεό γιά κάποια θαυματουργική παρέμβασή του, καί στίς προσευχές τους ζητοῦσαν τήν ἀπόκτηση παιδιοῦ. Καί πραγματικά δέν διαψεύδεται ἡ προσδοκία τους.

    Νά πώς μᾶς ἐξιστορεῖ τό κείμενο πού προαναφέραμε τά σχετικά μέ τή Γέννηση τῆς Θεοτόκου: «Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρα ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῇ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ».

    Ἀπό τά διηγούμενα βλέπουμε πώς, ἡ ἀναγγελλία τῆς Γεννήσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας γίνεται ἀπό τόν Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε ἐδῶ νά κάνουμε μέ μιά παρέμβαση ἀπό τό Θεό. Ὁ Θεός σχεδιάζει τήν παναθρώπινη λύτρωση καί ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται συνεργός της. Κάτι παρόμοιο ἔγινε καί στήν περίπτωση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μέσα στήν ἱερά ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε παρόμοιες ἐπεμβάσεις τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ σέ κάποια σέ κάποιες ἀτεκνίες. Ὁ Ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν γέννηση κάποιων βιβλικῶν προσώπων, ὅπως λ.χ. τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ. Ἡ Γέννηση βέβαια τῆς Θεοτόκου διαφέρει ριζικά ἀπό ὅλες τίς ἄλλες. Δέστε, πώς ὁ ὑμνογράφος προβαίνει στή σχετική σύγκριση: «Εἰ καί θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλά-στησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τῶν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…» (γ’ Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς). Ἀργότερα ἡ μικρή κόρη τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας θά γίνει ἡ συνεργάτης τοῦ Θεοῦ, πού μέ τήν συγκατάθεσή της θά γίνει: «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς). Μέσα στήν ἁγία μήτρα της πραγματώνεται τό μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων τοῦ Θεανθρωπίνου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Εὔστοχα τό καταγράφει αὐτό, ὑμνολογώντας τόσο τόν πρόξενο τῆς σωτηρίας μας, ὅσο καί τήν Παντοβασίλισσα Μαριάμ, ὁ ὑμνογράφος Σέργιος ὁ Ἁγιοπολίτης, «...Γεννᾶται τοίνυν, καί ὁ κόσμος σύν αὐτῇ ἀνακαινίζεται. Τίκτεται, καί ἡ Ἐκκλησία τήν ἑαυτῆς εὐπρέπειαν καταστολίζεται. Ὁ ναός ὁ ἅγιος, τό τῆς Θεότητος δοχεῖον, τό παρθενικόν ὄργανον, ὁ βασιλικός θάλαμος, ἐν ᾧ τό παράδοξον τῆς ἀποῤῥήτου ἑνώσεως, τῶν συνελθουσῶν ἐπί Χριστοῦ φύσεων, ἐτελεσιουργήθη μυστήριον...» (Δοξαστικόν ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ).

    Ἡμέρα λοιπόν χαρμόσυνη  ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας μας, καί ἡ θεοκίνητη γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων στόλισε μέ θεόπνευστες συλλήψεις τήν ἡμέρα αὐτή, χαρίζοντάς μας παράλληλα καί τό πλαίσιο, πού θά κινοῦμε καί τό ὄμμα τῆς καρδιᾶς μας προσβλέποντες σ’ Ἐκείνην, τήν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, καί δική μας μητέρα.

    Δίνουμε τό λόγο στόν ἱερό Δαμασκηνό νά μᾶς πεῖ ἕνα ἀπό τούς λόγους τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ γιά τόν τρόπο γεννήσεως τῆς Παναγίας μας, καί θέτοντας τό ἐρώτημα δίνει τήν ἀπάντηση:

«Γιά ποιό λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καί Παρθένος ἀπό γυναίκα στείρα;

    Γιατί ἔτσι ἔπρεπε, αὐτό πού εἶναι «τό μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπό τόν ἥλιο», ἡ βάση καί τό ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν’ ἀνοίξει τό δρόμο του μέ θαύματα καί σιγά-σιγά ἀπό τά πιό ταπεινά νάρθουν τά πιό μεγάλα. Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιό ὑψηλός καί πιό θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπό τή χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δέν εἶχε τό θάρρος καί τή δύναμη νά προχωρήσει αὐτή πρώτη. Ὅταν λοιπόν ἐπρόκειτο νά γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπό τήν Ἄννα, δέν τολμοῦσε ἡ φύση νά καρποφορήσει πρίν ἀπό τήν χάρη, ἀλλά ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τόν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, πού θά γεννοῦσε τόν «πρωτότοκο ὅλης τῆς δημιουργίας», πού ὅλα σ’ αὐτόν χρωστοῦν τήν ὕπαρξή τους».

 

 (+ π.Κ.Φ.)

 


Εκτύπωση   Email