ΤΙ ΞΕΡΕΙΣ ΕΣΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ;

image1Ποιὰ διαφορὰ ἔχει τὸ εἴδωλο ἀπὸ τὴν εἰκόνα;
  βασικὴ διαφορὰ τοῦ εἰδώλου ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἔγκειται σ' αὐτὸ ποὺ ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μὲ τὸ ὑπαρκτό, ἐνῶ τὸ εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μὲ τὸ ἀνύπαρκτο. 
Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, φαντασία, ἀπάτης ὁμοίωμα. «…ψεύδους καὶ ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδὲς τὸ εἴδωλον ἀνειπούσιν μίμημα· τὴν δ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα». Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἀρχέτυπό του εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικὸ εἴδωλο, δεν εῖναι πραγματικὸ πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτὸ ἀρχέτυπο, εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ὑπάρχοντας Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τὸ εἴδωλο δὲν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, δηλαδὴ δὲν ἀπεικονίζει μία πραγματικὴ Θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τὸ πρωτότυπο, τὸν Σαρκωμένο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο ποὺ λατρεύεται καθεαυτό. Γὶ αὐτὸ τὸ λόγο τὰ εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
Μετὰ τὴ Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τὴ δυνατότητα τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ εἰδωλικῆ κατασκευή, ἀλλὰ ἀπόδειξη καὶ ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἂν ἐπιχειροῦσε νὰ περιγράψει κανεὶς σὲ εἰκόνα τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, πρὶν ἀπὸ τὴ Σάρκωσή Του, κάτι τέτοιο θὰ ἀποδεικνυόταν, «ὄχι μόνον φαῦλον, ἀλλὰ καὶ ἔκτοπον, τὸν μὴ Σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν». Καὶ αὐτὸ διότι ἐφόσον δὲν ὑπῆρχε πρωτότυπο, θὰ ἐλεγχόταν ἡ πράξη τοῦ αὐτὴ ἀπὸ τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ ποῦ λέει: «Τίνι ὁμοιώματι, ὁμοιώσατε μέ»; (Ἤσ. 40, 18).
Ἀλλὰ οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, ἀποτελοῦν ἀπεικονίσεις πραγματικῶν ἱστορικῶν προσώπων, τὰ ὁποία βρίσκονται σὲ ἄμεση σχέση, προσωπικὴ καὶ οὐσιαστική, σχέση κοινωνίας μὲ τὸν Ἕνα καὶ Μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Εἴπατε ὅτι τὰ εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Πῶς ὅμως ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ ἐπιτρέπει τὴν κατασκευὴ δύο γλυπτῶν ἀνθρωπόμορφων Χερουβὶμ καὶ τὴν τοποθέτησή τους στὴ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου; Δὲν ἦταν αὐτὰ εἴδωλα;
   Τὰ ἀνθρωπόμορφα Χερουβὶμ ποὺ κατασκευάστηκαν καὶ τοποθετήθηκαν ἐπάνω στὴ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου δὲν ἦταν εἴδωλα, δηλαδὴ ἀπεικονίσεις φανταστικῶν ὁμοιωμάτων μὲ ἀνύπαρκτο ἀρχέτυπο, ἀλλὰ ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στους πατριάρχες τοῦ Ἰσραὴλ (Γέν. 3, 24. 16, 11. 19, 1. Ἑβρ. 1, 14).


Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τὰ ὁμοιώματα αὐτὰ «ἐκτυπώματα» καὶ «μορφώματα» καὶ τονίζουν ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ ἐπιτρέπει τὴν κατασκευὴ τῶν ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων, δηλαδὴ τὰ ὁμοιώματα τῶν Χερουβὶμ ἡ τὴν Κιβωτὸ ἡ τὴ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου κ.λ.π. Διότι τὰ ἱερὰ αὐτὰ σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ὥστε νὰ συνειδητοποιεῖ ἂφ ἑνὸς τὴ διαρκῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ἂφ ἑτέρου τὸ χρέος του στὸ νὰ ἀποδίδει λατρεία πρὸς τὸν Ἕνα καὶ Μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στὰ «ἐκτυπώματα» αὐτὰ καὶ λέει ὅτι γιὰ τὸν παιδαγωγούμενο ἄνθρωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἱερὰ σύμβολα, τὰ ὁποῖα «ἡ εἰς τύπον Χριστοῦ αἰνιγματωδῶς παραλαμβάνεται» (χάλκινος ὄφις) ἡ γενικῶς ἀποτελοῦν «προχάραγμα ἐναργές… τῆς ἐν πνεύματι λατρείας». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «Δὶ ἐκτυπωμάτων καὶ μορφωμάτων τινῶν συμβολικῶς ἀναγεσθαι τὸν Ἰσραήλ, ἐπὶ τὴν τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ, ὡς ἐφικτὸν θεωρίαν καὶ λατρείαν».
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦταν ἀποτρεπτικὸς κάθε ἀπόπειρας ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ ὅπως ὑποστήριζαν οἱ εἰκονομάχοι;
   Ναί, βέβαια, ἦταν ἀποτρεπτικός. Ὑπῆρχε ἀπόλυτος περιορισμὸς γιὰ τὴν κατασκευὴ οἱουδήποτε ὁμοιώματος καὶ οἱασδήποτε ἐξεικονίσεως. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῶ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τὴ γῆ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι, ὑποκάτω της γής.
<<Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς» (Ἐξ. 20, 1-6. Λευιτ. 26, 1. Δεύτ. 4, 16-19). Παρὰ ταῦτα οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν ἐπανειλημμένα τὶς ἀπαγορεύσεις αὐτὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς δόθηκαν μέσω τοῦ Μωυσῆ καὶ «ὠλίσθησαν», γλίστρησαν πρὸς τὴν εἰδωλολατρεία.
Δηλαδὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη λείπει ἐντελῶς ὁ εἰκονισμὸς τοῦ Θείου;
   Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἔχουμε πλήρη ἀπουσία τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ, παρόλο ποὺ οἱ Μωσαϊκοὶ κώδικες εἶναι γεμάτοι ἀπαγορεύσεις γιὰ οἱανδήποτε ἐξεικόνισή του. Ἀντίθετα, ἂν μελετήσουμε βαθύτερα, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἰκονολογικὰ στοιχεῖα, εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχὴν εἰκονολογικό.


Εκτύπωση   Email