ΜΕ ΤΟΥ ΒΟΡΗΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ


smirni1898
Ἡ ἁγία Φωτεινή. Ὁ Nαός. Πῶς ἐκτίσθη. Τὸ περίφημον τέμπλεον. Ὁ στολισμὸς τοῦ Ναοῦ. Αἳ ἀκολουθίαι. Οἱ ἱεροψάλται. Σκέψεις.
Διακρίνω τὸ περίφημον κωδωνοστάσιον τῆς Ἁγίας Φωτεινής˙ ἕνα πάλλευκον καὶ πολυσύνθετον κομψὸν οἰκοδόμημα ἀπὸ ὡραία λευκὰ μάρμαρα, μὲ κίονας καὶ κιονίσκους καὶ τόξα καὶ τοξίδια, μὲ εὔμορφα γεγλυμμένα στολίσματα, ὅπου ἀλλοῦ πουθενὰ δὲν ἔχω ἰδεῖ. Ἂς εἰσέλθωμεν λοιπὸν εἰς τὴν Μητρόπολιν τῆς Σμύρνης. Μεγάλη, δενδροφυτευμένη, ἀνθόσπαρτος καὶ δροσόλουστος πλατεία, μὲ πλατάνους χλοερᾶς καὶ εὐώδεις βασιλικούς, περικλείει τὸν σεπτὸν ναὸν τῆς ἁγίας Φωτεινῆς, ταπεινὸν ἔξωθεν, εὐτελῆ, ἄνευ τρούλλου, πλην γέμοντα ενδον ἀρχαιότητος, καλλιτεχνημάτων και κατανύξεως. Καθὼς ἐπληροφορήθην, καθ' ἢν χρονικὴν περίοδον ἐκτίσθη ἡ Ἁγία Φωτεινή, ὁ Σουλτάνος εἶχεν ἀπαγορεύσει εἰς τοὺς Ἕλληνας τὴν ἀνακαίνισιν ἢ ἀνέγερσιν Ναῶν. Ὅμως οἱ Σμυρναῖοι κατώρθωσαν νὰ λάβουν μίαν ἄδειαν, ἰσχύουσαν διὰ 40 ἡμέρας. Κτίσται λοιπὸν 100 μὲ βοηθοὺς ἄλλους τόσους, θεμελιωθέντος τοῦ Ναοῦ, εἰργάζοντο καὶ τὰς νύκτας ἀκόμη, ἴνα καταστῆ δυνατὸν νὰ τελειωθῆ ὁ Ναὸς ἐντός της ὁρισθείσης προθεσμίας. Ὅπερ καὶ κατωρθώθη. Ὅμως ἀπέμεινε μικρὸν μέρος αὐτοῦ, πρὸς τὸν Νάρθηκα, ἄστεγον. Ἐπειδὴ δὲ ἐξημέρονε Κυριακή, καὶ εἶχεν ἀποφασισθῆ νὰ γείνουν τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ κατ' αὐτὴν τὴν ἡμέραν, καὶ τελεσθῆ ἡ πρώτη λειτουργία, ἐστέγασαν τὸ μέρος ἐκεῖνο μὲ μουσαμᾶν. Πλῆθος λοιπὸν κόσμου, ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς Σμυρναῖοι, ἄρχοντες καὶ ἐργατικοί, καὶ οἱ τῶν διαφόρων Ἰσναφίων, ἐπλήρωσαν τὸν Ναὸν μὲ χαρὰν ἀπερίγραπτον, ἡ ὁποία ἄστραπτεν εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων. Αἴφνης ὅμως μία θύελλα, μία λαίλαψ ἐπισυμβάσα, ἀνέτρεψε τὸν μουσαμᾶν, βροχὴ δὲ ραγδαία ἐπακολουθήσασα κατεπλημμύρησε τὸν Ναόν. Ὅμως, τοῦτο εἶνε τὸ θαυμαστόν, κανεὶς δὲν μετεκινήθη ἀπὸ τὴν θέσιν ἕως τέλους τῆς θείας Λειτουργίας.


Ἦτο Σάββατον ἑσπέρας ὄτε εἰσῆλθον. Ἐψάλλετο ὁ ἑσπερινός. Ὁ μητροπολίτης Σμύρνης, ὁ σεβασμιώτατος κ. Βασίλειος, μὲ τὴν λευκὴν γενειάδα του, μὲ τὴν ἀφελῆ ὅλην μορφήν του καὶ μὲ τὰ γυαλιά του, ἐχοροστάτει. Παρ' αὐτῶ, ἐπὶ χαμηλοτέρου θρόνου, ὁ μέγας ἀρχιδιάκονος ὡς φρουρός• ἑξὰς δ' ὅλη ἱερέων ἐτέλει τὸν ἑσπερινὸν μετὰ διακόνων. Καὶ δὲν ἦτο —μὴ θαρρῆτε— καμμία πανήγυρις. Ἁπλῶς ἦτο ἁπλῆς Κυριακῆς ἑσπερινός. Σαββατόβραδον. Ἱερεὺς ἐν μέσω ἱστάμενος ἀνέγνω τὸ Κάθισμα τοῦ Ψαλτηρίου. Οἱ ψάλται μὲ τὸ ἱερὸν τῶν ἔνδυμα, μὲ τοὺς βοηθοὺς τῶν, ἔψαλλον παναρμονίως ὅλην τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἐνῶ ὀ ναός επληρουτο (ἀκούσατε! ἀκούσατε!) ἐπληροῦτο κόσμου. Ὄχι ἀργοῦ, ἀλλὰ κόσμου τῆς δουλειᾶς, ὅστις ὅμως ἀφίνει πρὸς στιγμὴν τὴν ἐργασίαν τοῦ (ἄκουε οὐρανέ! ἐνωτίζου ἡ γῆ!) ἀφίνει τὴν ἐργασίαν του, διὰ νὰ προσευχηθῆ. (Τί λέγεις, κύριε πρώην πρεσβευτά, ἀπὸ τὸ Λονδίνον, μὲ τὰ γυαλιά; Χρειάζεται μεταρρυθμισιν η ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης;) Μοῦ φαίνεται ὅτι τὰ κεφάλια μας, δυστυχῶς, χρειάζονται μεταρρύθμισιν καὶ ξεθυμαίνομεν, πότε εἰς τὸ κακόμοιρον τὸ Σύνταγμα, καὶ πότε εἰς τὴν δυστυχισμένην τὴν Ἐκκλησίαν! Καὶ ὁ«Ἱερὸς Σύνδεσμος» τὰ χάφτει αὐτὰ τὰ δόγματα ἀπὸ τὴν Λόντραν, χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθῆ. Καὶ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ πιστεύση τουλάχιστον, ὅτι δὲν εἶναι διαμαρτυρόμενος. Καλὸ κι' αὐτό! Τάξις, σεμνοπρέπεια καὶ ἀκρίβεια ἀπαράμιλλος. Ποῦ νὰ φανῆ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐν Ἀθήναις, ὅπου ὁ ἑσπερινὸς τελεῖται σὰν κρυφά, σαναγγαρία, σὰν μὲ ἐντροπὴν μήπως ἀποκληθῶσιν ἀπὸ τὴν Λόντραν βαττολογοῦντες οἱ χριστιανοί. Ἄξιον σημειώσεως εἶνε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ Χριστιανικὴ κοινωνία τῆς Σμύρνης, διεκρίθη πάντοτε, μάλιστα εἰς τοὺς πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως χρόνους διὰ τὴν εὐσέβειαν, τὴν εὐλάβειαν καὶ τὰ φιλακόλουθα ὡραία χριστιανικὰ αἰσθήματά τους. Ἠμπορεῖ νὰ συνετέλεσεν εἰς τοῦτο ἡ ἱστορικὴ Σχολή της, ἡ Εὐαγγελικὴ καλούμενη, ἔνθα ἐδίδαξαν ἐπισημότατοι κληρικοὶ τῆς Ἑλληνικῆς ὀρθοδοξίας, ἐν οἶς ὁ Μέγας Οἰκονόμος. Ἠμπορεῖ νὰ συνετέλεσαν εἰς τοῦτο καὶ οἱ εὐλαβέστατοι ἱεροκήρυκες ὁπού ποτὲ δὲν ἔλειψαν ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτήν, τὴν καθαρῶς Ἑλληνικήν, τοὺς χρόνους ἐκείνους, ἐν οἶς ὁ ἁγιώτατος ἐκείνος Ιωαννης ο ἐκ Λίνδου, διδάσκαλος καὶ ἑρμηνευτὴς καὶ συγγραφεὺς ἐκ τῶν εὐδοκιμωτάτων, ὁ γενόμενος Ἀρχιερεὺς μετὰ ταῦτα, τοῦ ὁποίου τὰ ἱερὰ συγγράμματα καὶ σήμερον ἀκόμη ἀναγινώσκονται ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς χριστιανούς, ὡς ἡ Ἀποστολικὴ Σαγήνη, ἡ περίφημος ἑρμηνεία τοῦ εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων καὶ ἡ Χρυσοπηγή του, ἡ ὄντως χρυσὴ μετάφρασις τῆς ἑρμηνείας τοῦ θείου Χρυσοστόμου εἰς τὴν Γένεσιν. Αὐτὰ ὅλα συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ σχηματίσωσιν ἐν Σμύρνη μίαν ευλαβεστατην κοινωνίαν, ἤτις μεταξὺ ἄλλων, πλουσιώτατα συνέτρεχεν εἰς τὴν ἐκτύπωσιν ἐν Βενετία ὅλων τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων, δὶ' ὠν εγαλουχείτο το Ἑλληνικὸν Γένος ἐν ταῖς μαύραις τῆς δουλείας τοῦ ἡμέραις, ὧν ἡ ἀνάγνωσις τόσον εἶχε παιδαγωγήσει χριστιανικοὺς καὶ τοὺς ἀριστοκρατικοὺς οἴκους ἐκεῖ τῶν Ἑλλήνων, ὥστε πολλοὶ τούτων ἤσαν αὐτόχρημα Ἐκκλησίαι, ὡς ὁ τοῦ Μαυρογορδάτου, ὡς ἀναφέρουσιν οἱ πρόλογοι τῶν ἐκδόσεων αὐτῶν ὅπως ὑπῆρχον οἱ οἶκοι τῶν πρώτων Χριστιανῶν, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον. Θαρρείς κ' εἶναι μουσεῖον χριστιανικὸν ἐν ἐνεργεία ὁ ναὸς αὐτός. Μουσεῖον μάλιστα ζῶν. Τὸ σεπτότερον δέ, τὸ παρέχον τόσον θάμβος, τὸ καταπλῆσσον ἀμέσως τὸν εἰσερχόμενον, τὸ προξενοῦν, τὸ χορηγοῦν, τὸ ἐπιβάλλον τὴν κατάνυξιν, εἶνε τὸ μέγα αὐτοῦ τέμπλεον. Ὑψηλόν, βαρύ, μεγαλοπρεπές. Σὰν νὰ σοὺ παρουσιάζεται μὲ ὅλην τὴν ὑπερήφανον αἴγλην τῆς καμμία βυζαντινὴ σκηνογραφία αἴφνης, ἀφοῦ ἔμβης εἰς τὸν ναόν. Καὶ τὸ περιβάλλει ὁ λαὸς μὲ ὅλην την αγάπην του• τὸ καμαρόνει, τὸ λατρεύει.
— Εἶδες τὸ τέμπλεον; Σέ ἐρωτοῦν πάντοτε, ὄτε περὶ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς γίνεται λόγος. Εἶνε ἔργον ἐκ ξύλου καστανοχρόου, τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρόντος, ὄτε δὲν εἶχεν ἀκουσθῆ ἀκόμη ἡ Ἀναγέννησις, καὶ ἔζη ἡ Ἀνατολὴ μὲ τας παραδόσεις της βυζαντινῆς τέχνης, γνήσια πρότυπα περισώζουσα, ἀριστουργηματικὸν λεπτούργημα ξυλογλυπτικῆς. Ὅ,τι εἶναι τὰ μικροσκοπικὰ ἁγιοσκαλίσματα τοῦ διασήμου ξυλογλύπτου Κοσμᾶ τοῦ Λαυριώτου, τοῦ ἐπιλεγομένου Κοσμαδελη. Τὸ αὐτὸ εἶνε ἐν μεγαλογραφία τὸ τέμπλεον τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἔργον πολυπλοκώτατον ἀπὸ τῶν σομακίου πορφυλοκεύκων κιονίσκων τοῦ μέχρι τοῦ Μεγάλου Σταυροῦ, ὅστις ἐν μέσω φύλλων χρυσῶν, μέσα εἰς τὰ ἄνθη, τοὺς ἥλιους τοὺς χρυσούς, ἐστεφανωμένος, νικητής, ἵσταται ὑψηλά, σὰν κλωνάρι τρυφερὸν ποὺ τὸ ἐνηγκαλίσθη ὁ κισσός, τρόπαιον καλλίνικον τῆς ὀρθοδοξίας. Ὅλα τὰ λουλούδια τοῦ κάμπου, ὅλα τὰ ἀγριολούλουδα τοῦ βουνοῦ, ὅλοι οἱ καρποὶ τῶν δένδρων καὶ ὅλα τὰ πουλιά, συνδεθέντα ἀπὸ τὸν ξυλογλύπτην ἁρμονικῶς μὲ κλάδους καὶ φύλλα, εἰς ποικίλους σχηματισμούς, ἀπετέλεσαν τὸ καλλιτέχνημα τοῦτο, τὸ μέγα και σεμνόν, δὶ’ ὅπερ, θαρρεῖς, ἐκτίσθη ὁ ναός, ἔτσι βιαστικά, μὴ τυχὸν καὶ φθαρῆ τὸ καλλιτέχνημα. Καὶ ἐξέχουσιν ἐν ἁρμονία τὰ ἄνω μέρη αὐτοῦ, σὰν ἐξῶσται μὲ πύργους, πύργους μὲ τὰς ἐπάλξεις τῶν, τοὺς πύργους τῆς Νέας Σιῶν. Εἰς τὰ δύο δὲ θαυμάσια βημόθυρά του ὑπάρχουν ὡραῖαι ξυλόγλυπτοι καὶ πολυσύνθετοι παραστάσεις, ὡς ἡ Κοίμησις καὶ τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Κ’ ἐπὶ τῶν τοίχων δὲ τοῦ ναοῦ, ὑψηλὰ ὅμως ἐν σκότει, ὑπάρχουσι καλαί τοιχογραφιαι, δυσκόλως φαινόμεναι κατωθεν. Ἡ ὅρασις τοῦ Ἠσαΐου, ἡ ἀνάβασις τοῦ Ἠλία, οἱ τρεῖς Παῖδες ἐν τὴ καμίνω, ὁ Δανιὴλ ἐν τῷ λάκκω, ἡ ὀπτασία τοῦ Ἰεζεκιήλ, ἡ Σταύρωσις, θαυμάσια γραφή, παριστώσα τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς σταυρώσεως, ὄτε οἱ σταυρωταί, θηρία, βαστάζουσι τὸν Κύριον Ἠμῶν, ἄκακον, ὡς ἀρνίον, ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι. Ἡ δὲ συνήθης παρ’ ἠμὶν εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως, αὐτὴ ἐπιγράφεται: «Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἄλλη ὡραία γραφὴ ἐπιγράφεται: «ὁ θρῆνος τῆς Παναγίας», ἔνθα παρίσταται μόνη ἡ Θεοτόκος, βαστάζουσα νεκρὸν τὸν Υἱὸν αὐτῆς εἰς τὰς ἄχραντους ἀγκάλας, μέγαν μεγαλωστί, κατανυκτικώτατον διπρόσωπον σύμπλεγμα, ἀναφρικιαστικᾶς συγκινήσεις προκαλοῦν. Καὶ ὅμως παραδόξως ἤκουσα ὅτι τὸ συμβούλιον τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος ἀπεφάσισε την κατεδάφισιν της ἁγίας Φωτεινῆς καὶ τὴν ἀνοικοδόμησιν ἐπὶ τῶν θεμελίων αὐτῆς ἄλλης μητροπόλεως. Ευτυχώς αι ἐφημερίδες τῆς Σμύρνης διευθύνονται ἀπὸ ὀρθοδόξους ἕλληνας, τηροῦντας τὰ πάτρια ἔργω καὶ λόγω. Τῶν ὁποίων τὸ μάτι δὲν ξιππάζεται πρὸς τὴν θέαν τῶν ὀθνείων, οὐδὲ τὸ οὖς σαγηνεύεται ἀπὸ τοὺς πολιτισμένους δῆθεν λόγους τῶν ἐν Ἑσπερία σπουδασάντων θεολόγων καὶ ἐπιδεικνυόντων τὴν σπουδὴν αὐτῶν ἐν τὴ καταστροφὴ παντὸς βυζαντινοῦ, αἳ ἐφημερίδες, λέγω τῆς Σμύρνης ἐξηγέρθησαν καὶ ἔγραψαν κατὰ τῆς μελετωμένης αὐτής ιεροσυλιας, ἤτις ἐλπίζομεν ὅτι δὲν θὰ συντελεσθῆ. Τὴν ἐπαύριον ἐκκλησιάσθην πάλιν εἰς τὴν ἁγίαν Φωτεινήν. Ἐλειτουργοῦσεν ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης. Λίγο-λίγο ἐγέμισεν ἡ ἐκκλησία ἀπὸ Σμυρναίους. Τὰ ἐργατικὰ ἰσνάφια, τοῦ ἐμπορίου τοῦ πολυδαιδάλου οἱ ἀντιπρόσωποι, τὰ πληρώματα τῶν ἐμπορικῶν μας ἱστιοφόρων ὁπού προτιμοῦν ἰδιαιτέρως τὴν ἁγίαν Φωτεινήν, κατέλαβον ὄλας τὰς στοᾶς τὴν αὐλὴν ἀκόμη ὁλόκληρον. Ἦτο προεόρτια της Μεταμορφώσεως, ὡραία ἀκολουθία. Ὁ δὲ ὀνομαστὸς πρωτοψάλτης τῆς Σμύρνης, ὁ γλυκύμολπος Μισαϊλιδης, ἔψαλε τὰς ὡραίας καταβασίας Χοροι Ἰσραήλ με ἰδιαιτέραν τινὰ διάθεσιν, ἴσως ἐνθουσιασθεῖς ἀπὸ τὴν γοητεύουσαν ποίησιν τοῦ θείου μελωδοῦ Κοσμᾶ, τόσον χαριτωμένα, τόσον γλυκά, ὥστε ὅταν ἔψαλλε τῆς ἐννάτης ὠδῆς τὸν εἰρμόν Ο τόκος σου ἄφθορος ἐδείχθη, παρ’ ὀλίγον νὰ χειροκροτήσω, παρ’ ὀλίγον νὰ φωνάξω: Νὰ μουσικὴ μία φορά! Καὶ ὄντως εινε γλυκύτατον τὸ σμυρναϊκὸν ἰδίωμα της Βυζαντινῆς μουσικῆς, τὸ ὁποῖον πρῶτον ἀνέδειξεν ὁ πρωτοψάλτης τῆς Σμύρνης, ὁ ἀηδονόστομος Νικολαος, τοῦ ὁποίου τὰ μουσουργήματα ἀκουόμενα ἀφίνουσιν ἀνεξάλειπτον γοητείαν βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν διὰ τὸ πάθος τῶν διὰ τοῦτο ἐξόχως ἀρέσκουσιν εἰς τοὺς ἱεροψάλτας, ἂν καὶ εἰς τὸ Φανάριον, ὅπου προτιμᾶται ἡ αὐστηρὰ καὶ ἁπλούστατη γραμμὴ Πέτρου τοῦ Λαμπαδαρίου, δὲν τὰ δέχονται. Ἐν Ἀθήναις δὲ μετὰ πολλῆς περιπαθείας τὰ προτιμᾶ πάντοτε καὶ τὰ ἐκτελεῖ εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τοῦ ἁγίου Γεωργίου Καρύτση ὁ ἀγαπητὸς ἰατρὸς κ. Θεοχάρης μὲ τὴν συμπαθητικὴν φωνήν του. Εἰς τὴν ἁγίαν Φωτεινὴν τελεῖται καθ’ ἑκάστην ἡ θεία Λειτουργία —εἰς τὰ δύο του παρεκκλήσια ὄμως— δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κατανυκτικότατα πάντοτε καὶ σεμνότατα, διότι οἱ ἱερεῖς τῆς ἁγίας Φωτεινῆς ἐναρμονίζουσι τὴν φωνὴν τῶν σύμφωνα μὲ τὰς ὁδηγίας τοῦ κ. Μισαηλίδου. καὶ οὕτως ἀποκτᾶ μίαν χάριν ἐμμελὴ πάσα ἱερουργία τῶν, ἔστω καὶ ἐν καθημερινή. Ἐκεῖνο δὲ ὅπου μου ἐκίνησε τὴν περιέργειαν ἰδιαιτέρως εἶνε τοῦτο, ὅτι εἰς τὰς καθημερινᾶς αὐτᾶς λειτουργίας ψάλλει πάντοτε ἔνας τυφλος με μίαν γλυκυτάτην φωνὴν ψάλτης, ὅστις χωρὶς νὰ βλέπη, ἐξ ἀκοῆς μόνον, ἔμαθε καὶ ἐκτελεῖ θαυμασίως, χωρὶς νὰ παρεκκλίνη διόλου ἀπὸ τὴν γραμμὴν τοῦ συνθέτου, χωρὶς νὰ παρίδη κανένα φθόγγον, ὅλα τὰ ὡραιότερα μουσουργήματα τῶν ὀνομαστότερων πρωτοψαλτῶν τῆς Σμύρνης. Ω Σμύρνη μοῦ ὡραία, πατρὶς τοῦ τυφλοῦ Ὁμήρου! Ω γλυκύτατη Ἰωνία, κοιτὶς τῆς τέχνης καὶ τῶν γραμμάτων. Τὸν τυφλὸν αὐτὸν ψάλτην μ’ ἀρέση νὰ τὸν ἀκούω κάθε πρωὶ ψάλλοντα τὸν Χερουβικὸν ὕμνον καὶ τὸ Ἄξιον ἐστὶν εἰς ἐναρμόνιον πρῶτον ἦχον. Ἔχει τὴν καταγωγήν του ἀπὸ τοὺς ἀοιδοὺς τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν χωρὶς ἄλλο.


Εκτύπωση   Email