Λό­γος πε­ρὶ ἀ­κτη­μο­σύ­νης

                                    

                                                                          Μεγάλου Ἀθανασίου

 

«Ἔ­τι ἐν σοῖ λεί­πει. Πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς,

καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νοῖς, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λού­θει μοι» 

   agios athanasios neos thaumatourgos episkopos xristianoupoleos 048 Ὁ φι­λάν­θρω­πος Θε­ός, ποὺ φρον­τί­ζει γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας, ὅ­ρι­σε γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους δύ­ο τρό­πους ζω­ῆς, τὴν συ­ζυ­γί­α καὶ τὴν παρ­θε­νί­αν. Ὥ­στε ὅ­ποιος δὲν ἠμ­πο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­μεί­νη τὸ ἄ­θλη­μα τῆς παρ­θε­νί­ας, νὰ ἔρ­θη σὲ κοι­νω­νί­α γά­μου μὲ γυ­ναί­κα, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­τι θὰ ζη­τη­θῆ λό­γος γιὰ τὴν σω­φρο­σύ­νη, τὸν ἁ­γι­α­σμὸ καὶ τὴν ὁ­μοί­ω­σή του μὲ τοὺς ἁ­γί­ους ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­χαν σύ­ζυ­γο καὶ ἐ­τε­κνο­τρό­φη­σαν.

Τοι­οῦ­τος ἦ­ταν στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ Ἀ­βρα­άμ, τὸ μέ­γα καύ­χη­μα τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ὅ­τι προ­ε­τί­μη­σε τὸν Θε­ὸν καὶ ἐ­δέ­χθη νὰ θυ­σι­ά­ση τὸν μο­νο­γε­νῆ υἱ­ὸν τοῦ χω­ρὶς οἶ­κτον.

Εἶ­χε δὲ καὶ τὶς θύ­ρες τῆς σκη­νῆς τοῦ ἀ­νοι­κτές, ἕ­τοι­μος νὰ δε­χθῆ αὐ­τοὺς ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ φι­λο­ξε­νη­θοῦν. Δὲν ἤ­κου­σε τὸ «πώ­λη­σόν σου τὰ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δὸς τοῖς πτω­χοῖς». Ἀ­κό­μη με­γα­λυ­τέ­ραν ἀ­ρε­τὴν ἐ­πέ­δει­ξεν ὁ Ἰ­ὼβ καὶ ἄλ­λοι πολ­λοί, ὅ­πως ὁ Δαυ­ὶδ καὶ ὁ Σα­μου­ήλ. Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη τοι­οῦ­τοι ὑ­πῆρ­ξαν ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλ­λοι Ἀ­πό­στο­λοι. 

Θὰ ζη­τη­θοῦν λοι­πὸν ἀ­πὸ κά­θε ἄν­θρω­πον οἱ καρ­ποί της πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ τὸν πλη­σί­ον ἀ­γά­πης καὶ θὰ τι­μω­ρη­θῆ ὅ­ποιος πα­ρα­βῆ αὐ­τὲς ἢ κά­ποιες ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες ἐν­το­λές. Αὐ­τὸ δη­λώ­νει καὶ ὁ Κύ­ρι­ος στὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α λέ­γον­τας: «Ὁ ἀ­γα­πῶν πα­τέ­ρα ἢ μη­τέ­ρα ὑ­πὲρ ἐ­μὲ οὐκ ἔ­στί μου ἄ­ξι­ος», καὶ «ὅς οὐ μι­σεῖ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν γυ­ναί­κα καὶ τὰ τέ­κνα, ἔ­τι δὲ καὶ τὴν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χήν, οὐ δύ­να­ταί μου εἶ­ναι μα­θη­τής».

Ἄ­ρα­γε τὸ σκέ­πτε­σαι, ὅ­τι καὶ στοὺς ἐγ­γά­μους ἀ­πευ­θύ­νον­ται τὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α;

Ἰ­δού, σοὺ ἔ­γι­νε σα­φὲς ὅ­τι ἡ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον θὰ ζη­τη­θῆ ἀ­πὸ ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, μο­να­χοὺς καὶ ἐγ­γά­μους. Δι­ό­τι θὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τή, γι’ αὐ­τὸν ποὺ ἦλ­θε σὲ γά­μου κοι­νω­νί­αν, ἡ πα­ρα­χώ­ρη­σις τῆς ἀ­κρα­τεί­ας καὶ τῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας καὶ συ­νου­σί­ας πρὸς τὸ θῆ­λυ.

Ὅ­λα τὰ ἄλ­λα ποὺ ἀ­να­φέ­ρουν οἱ ἐν­το­λές, ἔ­χουν νο­μο­θε­τη­θῆ γιὰ ὅ­λους καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­κίν­δυ­να γιὰ τοὺς πα­ρα­βά­τες. Δι­ό­τι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς εὐ­ηγ­γε­λί­ζε­το τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Πα­τρός, ἀ­πηυ­θύ­νε­το πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κό­σμο. Καὶ κά­πο­τε ποὺ συ­νέ­βη νὰ ἐ­ρω­τη­θῆ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τᾶς του, τοὺς δι­α­βε­βαί­ω­σε λέ­γον­τας: «Ἃ δὲ ὑ­μὶν λέ­γω, πᾶ­σι λέ­γω». 

Μὴν ἐ­πα­να­παυ­θῆς λοι­πὸν ἐ­σύ, ποὺ προ­ε­τί­μη­σες τὸν γά­μον, σὰν νὰ ἔ­χης δι­καί­ω­μα νὰ ζή­σης μὲ τρό­πον κο­σμι­κόν. Ὀ­φεί­λεις νὰ κα­τα­βά­λης πε­ρισ­σο­τέ­ρους κό­πους καὶ προ­σο­χὴν γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χης τὴν σω­τη­ρί­αν, ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­λε­ξες νὰ ζῆς μέ­σα στὶς πα­γί­δες καὶ στὸ βα­σί­λει­ον τῶν δυ­νά­με­ων τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας καὶ ἔ­χεις ἐμ­πρὸς στὰ μά­τια σου τοὺς ἐ­ρε­θι­σμοὺς τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ δι­ε­γεί­ρεις ὅ­λες σου τὶς αἰ­σθή­σεις νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ρα πρὸς τὴν ἐ­πι­θυ­μί­αν αὐ­τῶν.

Γνώ­ρι­ζε λοι­πὸν ὅ­τι δὲν θὰ ἀ­πο­φύ­γης τὴν πά­λη πρὸς τὸν ἀ­πο­στά­την, οὔ­τε θὰ ἠμ­πο­ρέ­σης νὰ τὸν νι­κή­σεις χω­ρὶς νὰ κο­πιά­σης πο­λὺ γιὰ τὴν τή­ρη­ση τῶν εὐ­αγ­γε­λι­κῶν ἐν­το­λῶν. Δι­ό­τι πῶς θὰ ἀρ­νη­θῆς τὴν μά­χη πρὸς τὸν ἐ­χθρόν, ἐ­νῶ ζῆς μέ­σα στὸ σκάμ­μα τῆς μά­χης;

Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρος ἡ γῆ, στὴν ὁ­ποί­αν ὁ ἐ­χθρός, ὅ­πως δι­δα­σκό­με­θα ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ον τοῦ Ἰ­ώβ, πε­ρι­φέ­ρε­ται καὶ πε­ρι­πα­τεῖ ὡς λυσ­σα­σμέ­νος σκύ­λος, ἀ­να­ζη­τών­τας ποῖ­ον νὰ κα­τα­πί­η. Ἐ­ὰν λοι­πὸν ἀρ­νῆ­σαι τὴν μά­χη πρὸς τὸν ἀν­τα­γω­νι­στήν, νὰ με­τα­βῆς σὲ ἄλ­λον κό­σμον, ὅ­που αὐ­τὸς δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἐ­ὰν ὅ­μως τοῦ­το εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον, σπεῦ­σε νὰ μά­θης πῶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­σαι ἐ­ναν­τί­ον του, δι­δα­σκό­με­νος τὴν τέ­χνη τῆς πά­λης ἀ­πὸ τὶς Γρα­φές, ὥ­στε νὰ μὴν ἡτ­τη­θῆς ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἐξ ἀ­γνοί­ας, καὶ πα­ρα­δο­θῆς στὸ αἰ­ώ­νι­ον πῦρ.

Καὶ αὐ­τὰ μὲν ἐ­λέ­χθη­σαν πρὸς τοὺς ἐγ­γά­μους, ἐ­κεί­νους ποὺ δὲν ἔ­χουν ἀ­γω­νι­στι­κὸν φρό­νη­μα καὶ ἀ­με­λοῦν ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ.

Σὺ ὅ­μως, ὁ ἐ­ρα­στὴς τοῦ οὐ­ρα­νί­ου πο­λι­τεύ­μα­τος καὶ πραγ­μα­τευ­τὴς τῆς ἀγ­γε­λι­κῆς δι­α­γω­γῆς, σὺ ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖς νὰ γί­νης συ­στρα­τι­ώ­της τῶν ἁ­γί­ων μα­θη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ, τό­νω­σε τὸν ἑ­αυ­τόν σου πρὸς ὑ­πο­μο­νὴν τῶν θλί­ψε­ων καὶ προ­σελ­θε ἀν­δρεί­ως στὴν σύγ­κλη­το τῶν μο­να­χῶν.

Στὴν ἀρ­χὴ τῆς ἀ­πο­τα­γῆς σου νὰ φερ­θῆς μὲ γεν­ναι­ό­τη­τα ὥ­στε νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θῆς ἀ­πὸ τὴν σφο­δρὰ συμ­πά­θει­α πρὸς τοὺς κα­τὰ σάρ­κα συγ­γε­νεῖς, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νος ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι θὰ ἀν­ταλ­λά­ξης τὰ θνη­τὰ μὲ τὰ ἀ­θά­να­τα. Καὶ ὅ­ταν ἐγ­κα­τα­λεί­πης τὰ πράγ­μα­τα πού σου ἀ­νῆ­καν, νὰ εἶ­σαι ἄ­καμ­πτος καὶ βέ­βαι­ος ὅ­τι τὰ ἀ­πο­στέλ­λεις στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀ­φοῦ μὲ τὸ νὰ τὰ ἀ­πο­κρύ­πτης στοὺς κόλ­πους τῶν πτω­χῶν, τὰ εὑ­ρί­σκεις πο­λὺ ἐ­πηυ­ξη­μέ­να κον­τὰ στὸν Θε­όν.

Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἰ­δι­κή μου ζω­ήν, καὶ ἐ­γὼ ἐ­δα­πά­νη­σα πο­λὺν χρό­νον στὴν μα­ται­ό­τη­τα καὶ ἠ­φά­νι­σα ὅ­λην σχε­δὸν τὴν νε­ό­τη­τά μου στὴν μα­ται­ο­πο­νί­α, στὴν ἀ­δι­ά­κο­πο δη­λα­δὴ μέ­ρι­μνα μὲ τὴν πρόσ­λη­ψη τῶν μα­θη­μά­των τῆς «ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ μω­ραν­θεί­σης σο­φί­ας».

Ὅ­ταν ὅ­μως κά­πο­τε, σὰν νὰ ἐ­ξύ­πνη­σα ἀ­πὸ βα­θὺν ὕ­πνον, ἔ­στρε­ψα τὴν προ­σο­χή μου πρὸς τὸ θαυ­μα­στὸν φῶς τῆς ἀ­λη­θεί­ας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ συγ­χρό­νως κα­τε­νό­η­σα τὸ ἄ­χρη­στόν «της σο­φί­ας τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του τῶν κα­ταρ­γου­μέ­νων», ἐ­θρή­νη­σα πο­λὺ γιὰ τὴν ἐ­λε­ει­νήν μου ζω­ὴ καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­σα νὰ μοῦ δο­θῆ χει­ρα­γω­γί­α γιὰ νὰ εἰ­σα­χθῶ στὰ δόγ­μα­τα τῆς εὐ­σε­βεί­ας.

Καὶ μά­λι­στα πρὶν ἀ­πὸ ὅ­λα, ἐ­φρόν­τι­σα νὰ δι­ορ­θώ­σω κά­πως τὸ ἦ­θος μου, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­πὸ τὴν μα­κρο­χρό­νι­ο συ­να­να­στρο­φή μου μὲ τοὺς φαύ­λους εἶ­χε δι­α­στρα­φῆ. Δι­α­βά­ζον­τας λοι­πὸν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον, εἶ­δα ἐ­κεῖ ὅ­τι τὸ με­γα­λύ­τε­ρον ἐ­φό­δι­ο πρὸς τε­λεί­ω­σιν εἶ­ναι ἡ πώ­λη­σις τῶν ὑ­παρ­χόν­των καὶ ἡ δι­ά­θε­σις τῶν πρὸς τοὺς πτω­χοὺς ἀ­δελ­φούς, καὶ γε­νι­κῶς ἡ ἀ­με­ρι­μνη­σί­α γιὰ τὴν ζω­ὴν αὐ­τὴν καὶ τὸ νὰ μὴν ἐ­πι­στρέ­φη ἡ ψυ­χὴ πρὸς καμ­μί­αν συμ­πά­θει­α πρὸς τὰ πα­ρόν­τα. 

Πράγ­μα­τι, αὐ­τὸς ποὺ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν σφο­δρᾶν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ ἀ­κο­λου­θή­ση τὸν Χρι­στόν, δὲν ἠμ­πο­ρεῖ πλέ­ον νὰ ἐ­πι­στρέ­ψη σὲ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ ἐγ­κό­σμι­α οὔ­τε στὴν ἀ­γά­πη τῶν γο­νέ­ων ἢ τῶν οἰ­κεί­ων. Ὅ­ταν αὐ­τὴ ἀν­τι­τί­θε­ται στὰ προ­στάγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου, τό­τε ἔ­χει θέ­ση καὶ τὸ «εἰ τὶς ἔρ­χε­ται πρὸς μὲ καὶ οὐ μι­σεῖ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα» καὶ τὰ λοι­πά-. Οὔ­τε νὰ ὑ­πο­χω­ρή­ση στὸν ἀν­θρώ­πι­νον φό­βον, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ τὸ συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς, πράγ­μα ποὺ κα­τώρ­θω­σαν οἱ ἅ­γι­οι, οὔ­τε νὰ δει­λι­ά­ση ἀ­πὸ τὸν χλευ­α­σμὸν τῶν κα­λῶν ἔρ­γων ἐκ μέ­ρους τῶν ἐ­κτός της Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε νὰ νι­κη­θῆ ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση τῶν.

Ἐ­ὰν ὅ­μως θέ­λη νὰ γνω­ρί­ση ἀ­κρι­βέ­στε­ρα καὶ σα­φέ­στε­ρα τὸ σθέ­νος καὶ τὸν πό­θον αὐ­τῶν ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν τὸν Κύ­ρι­ον, ἂς ἐν­θυ­μη­θῆ τὸν Ἀ­πό­στο­λον, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὸν ἑ­αυ­τόν του καὶ πρὸς ἰ­δι­κὴν μας δι­δα­σκα­λί­α λέ­γει: «Εἰ τὶς δο­κεῖ πε­ποι­θέ­ναι ἐν σαρ­κὶ (νὰ βα­σι­σθῆ δη­λα­δὴ στὰ νο­μι­κά, τὰ σω­μα­τι­κά), ἐ­γὼ μᾶλ­λον.

Πε­ρι­το­μὴ ὀ­κτα­ή­με­ρος, ἐκ γέ­νους Ἰσ­ρα­ήλ., φυ­λῆς Βε­νι­α­μίν, Ἑ­βραῖ­ος ἐξ Ἑ­βραί­ων, κα­τὰ νό­μον φα­ρι­σαῖ­ος, κα­τὰ ζῆ­λον δι­ώ­κων τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν, κα­τὰ δι­και­ο­σύ­νην τὴν ἐν νό­μω γε­νό­με­νος ἄ­μεμ­πτος. Ἀλ­λὰ ἄ­τι­να ἢν μοὶ κέρ­δη, ταῦ­τα ἤ­γη­μαι δι­ὰ τὸν Χρι­στὸν ζη­μί­αν. Ἀλ­λὰ μὲν οὒν καὶ θε­ω­ρῶ πάν­τα ζη­μί­αν εἶ­ναι δι­ὰ τὸ ὑ­πε­ρέ­χον τῆς γνώ­σε­ως Χρι­στοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Κυ­ρί­ου ἠ­μῶν δι’ ὂν τὰ πάν­τα ἐ­ζη­μι­ώ­θην, καὶ ἡ­γοῦ­μαι σκύ­βα­λα εἶ­ναι, ἴ­να Χρι­στὸν κερ­δί­σω».

Καὶ πράγ­μα­τι, γιὰ νὰ εἴ­πω κά­τι τολ­μη­ρὸν μέν, ὅ­μως ἀ­λη­θι­νόν, ἐ­ὰν ὁ Ἀ­πό­στο­λος πα­ρο­μοί­α­σε τὰ ἴ­δια τὰ προ­νό­μι­α τοῦ νό­μου, τὰ ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς εἶ­χε δώ­σει γιὰ κά­ποιαν ἐ­πο­χήν, πρὸς τὰ ἀ­πο­πτυ­στα πε­ριτ­τώ­μα­τα τοῦ σώ­μα­τος, τὰ ὁ­ποί­α ἐ­πει­γό­με­θα ἑ­ξαι­ρε­τι­κῶς νὰ ἀ­πο­βά­λω­με, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς τὰ ἔ­κρι­νεν ὡς ἐμ­πό­δι­α γιὰ τὴν γνώ­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ καὶ γιὰ τὴν συμ­μόρ­φω­σή μας πρὸς τὸν θά­να­τον αὐ­τοῦ, τί θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς γιὰ ἐ­κεῖ­να ποῦ ἀ­πο­τε­λοῦν κα­νο­νι­σμοὺς ἀν­θρω­πί­νους;

Καὶ για­τί χρει­ά­ζε­ται νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σω­με τὸν λό­γο μὲ ἰ­δι­κοὺς μᾶς συλ­λο­γι­σμοὺς καὶ μὲ τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων; Ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­της νὰ πα­ρα­θέ­σω­με τὰ ἴ­δια τὰ λό­γι­α του Κυ­ρί­ου καὶ μὲ αὐ­τὰ νὰ πεί­σω­με τὴν φο­βι­σμέ­νην ψυ­χήν, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος δι­α­κη­ρύσ­σει σα­φῶς καὶ ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως: «Οὕ­τως οὒν πᾶς ἐξ ὑ­μῶν, ὃς οὐκ ἀ­πο­τάσ­σε­ται πά­σι τοῖς ἑ­αυ­τοῦ ὑ­πάρ­χου­σι, οὐ δύ­να­ταί μου εἶ­ναι μα­θη­τής», καὶ πρὸς τὸν πλού­σι­ο νέ­ο, με­τὰ τό: «εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι», πρῶ­τα εἶ­πε: «Ὕ­πα­γε, πώ­λη­σόν σου τὰ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς» καὶ ἔ­πει­τα προ­σέ­θε­σε τό: «Δεῦ­ρο, ἀ­κο­λού­θει μοι».

Ἀλ­λὰ καὶ στὴ πα­ρα­βο­λὴ τοῦ ἐμ­πό­ρου εἶ­ναι, γιὰ κά­θε συ­νε­τὸν ἄν­θρω­πο, σα­φὲς ὅ­τι στὸ ἴ­διο μας ὁ­δη­γεῖ: «Ὁ­μοί­α ἐ­στι», λέ­γει «ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἀν­θρώ­πω ἐμ­πό­ρω ζη­τούν­τι κα­λοὺς μαρ­γα­ρί­τας, ὃς εὐ­ρῶν ἕ­να πο­λύ­τι­μον μαρ­γα­ρί­την, ἀ­πελ­θῶν ἐ­πώ­λη­σε πάν­τα ὅ­σα εἶ­χε καὶ ἠ­γό­ρα­σεν αὐ­τόν».

Εἶ­ναι πράγ­μα­τι φα­νε­ρόν, ὅ­τι ὁ πο­λύ­τι­μος μαρ­γα­ρί­της ἔ­χει τε­θῆ ἐ­δῶ ὡς πα­ρο­μοί­ω­σις τῆς ἐ­που­ρα­νί­ου βα­σι­λεί­ας, τὴν ὁ­ποί­αν ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς δει­κνύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­πι­τύ­χω­με ἐ­ὰν δὲν θυ­σι­ά­σω­με ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα ὅ­λα τὰ ὑ­πάρ­χον­τά μας, καὶ πλοῦ­τον καὶ δό­ξαν καὶ οἰ­κο­γέ­νει­αν καὶ ὅ,­τι ἄλ­λο θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς σπου­δαῖ­ο.

Ἔ­πει­τα ὁ Κύ­ρι­ος δι­ε­κή­ρυ­ξε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τορ­θω­θῆ τὸ ἐ­πι­ζη­τού­με­νον, ὅ­ταν ὁ νοῦς δι­α­σκορ­πί­ζε­ται σὲ δι­ά­φο­ρες φρον­τί­δες: «Οὐ­δεὶς δύ­να­ται», εἶ­πε «δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λεύ­ειν», καὶ πά­λιν, «Οὐ δύ­να­σθε Θε­ῶ δου­λεύ­ειν καὶ μα­μω­νά».

Ἕ­ναν θη­σαυ­ρὸ λοι­πὸν πρέ­πει νὰ ἐ­κλέ­ξω­με, τὸν ἐ­που­ρά­νι­ον, ὥ­στε σ’ αὐ­τὸν νὰ ἔ­χω­με τὴν καρ­δί­α μας. «Ὅ­που γὰρ ἐ­στὶν ὁ θη­σαυ­ρός σου, ἐ­κεῖ καὶ ἡ καρ­δί­α σου ἔ­σται», λέ­γει ὁ Κύ­ρι­ος.

Ἐ­ὰν λοι­πὸν ἀ­φή­σω­με γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τοὺς μᾶς κά­ποιο κτῆ­μα γή­ι­νον καὶ φθαρ­τὴν πε­ρι­ου­σί­αν, ἐ­πει­δὴ ὁ νοῦς θά­πτε­ται σ’ αὐ­τὰ ὡ­σὰν σὲ βόρ­βο­ρον, ἡ ψυ­χὴ κατ’ ἀ­νάγ­κη δὲν θὰ ἠμ­πο­ρῆ νὰ ἰ­δῆ τὸν Θε­ὸν οὔ­τε νὰ κι­νη­θῆ πρὸς ἐ­πι­θυ­μί­αν τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου κάλ­λους καὶ τῶν ἀ­γα­θῶν ποὺ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ἔ­χουν ἑ­τοι­μα­σθῆ γιὰ ἐ­μᾶς. Τὴν ἀ­πό­κτη­σιν αὐ­τῶν μας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ τὴν ἐ­πι­τύ­χω­με, ἐ­ὰν ἕ­νας ἀ­πε­ρί­σπα­στος καὶ σφο­δρό­τε­ρος πό­θος δὲν μᾶς ὁ­δη­γῆ νὰ τὰ ζη­τοῦ­με καὶ δὲν ἀ­να­κου­φί­ζη τὸν κό­πο ποὺ τὰ συ­νο­δεύ­ει.

Ἡ ἀ­πο­τα­γὴ λοι­πόν, ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξεν ὁ λό­γος, εἶ­ναι λύ­σις τῶν δε­σμῶν τῆς ὑ­λι­κῆς αὐ­τῆς καὶ προ­σκαί­ρου ζω­ῆς, καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πὸ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς κα­θι­στὰ ἰ­κα­νω­τέ­ρους νὰ πά­ρω­με τὸν δρό­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὸν Θε­όν.

Εἶ­ναι ἀ­φε­τη­ρί­α μί­ας ὁ­δοῦ ἄ­νευ ἐμ­πο­δί­ων πρὸς ἀ­πό­κτη­ση καὶ χρή­ση πραγ­μά­των πο­λυ­τί­μων «ὑ­πὲρ χρυ­σί­ον καὶ λί­θον τί­μι­ον πο­λὺν» καί, μὲ λί­γα λό­γι­α, με­τά­θε­σις τῆς ἀν­θρω­πί­νης καρ­δί­ας πρὸς τὴν οὐ­ρά­νι­ον πο­λι­τεί­αν, ὥ­στε νὰ ἠμ­πο­ροῦ­με νὰ λέ­γω­μεν ὅ­τι «τὸ πο­λί­τευ­μα ἠ­μῶν ἐν οὐ­ρα­νοῖς ὑ­πάρ­χει». Καὶ τὸ ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρον, εἶ­ναι ἀρ­χὴ τῆς ὁ­μοι­ώ­σε­ώς μας πρὸς τὸν Χρι­στόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος «δὶ’ ἠ­μᾶς ἐ­πτώ­χευ­σεν, πλού­σι­ος ὧν».

Ἐ­ὰν δὲν κα­τορ­θώ­σω­με αὐ­τὴ τὴν ὁ­μοί­ω­ση, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ φθά­σω­με στὸν κα­τὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον τοῦ Χρι­στοῦ τρό­πον ζω­ῆς. Δι­ό­τι πῶς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ κα­τορ­θω­θῆ ἡ συν­τρι­βὴ τῆς καρ­δί­ας, ἢ ἡ τα­πεί­νω­σις τοῦ φρο­νή­μα­τος, ἢ ἡ ἀ­παλ­λα­γὴ ἀ­πὸ τὸν θυ­μόν, ἀ­πὸ τὴν λύ­πην, ἀ­πὸ τὶς φρον­τί­δες, καὶ μὲ ἕ­να λό­γον, ἀ­πὸ τὰ ὀ­λέ­θρι­α πά­θη τῆς ψυ­χῆς, μέ­σα στὸν πλοῦ­το, στὶς βι­ο­τι­κὲς μέ­ρι­μνες καὶ στὴν προ­σκόλ­λη­ση καὶ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μὲ ὅ­λα αὐ­τά;

Πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ με­ρι­μνᾶ οὔ­τε γι’ αὐ­τὰ τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α, ὅ­πως γιὰ τὴν τρο­φὴ καὶ τὸ ἔν­δυ­μα, ποί­α λο­γι­κή του ἐ­πι­τρέ­πει νὰ συμ­πνί­γε­ται, ὡς ἀ­πὸ ἀ­κάν­θες, ἀ­πὸ τὶς πο­νη­ρὲς μέ­ρι­μνες τοῦ πλού­του, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐμ­πο­δί­ζουν τὴν καρ­πο­φο­ρί­α τοῦ σπό­ρου ποῦ σπεί­ρει ὁ γε­ωρ­γὸς τῶν ψυ­χῶν μας; Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ Κύ­ρι­ός μας εἶ­πε: «Οὗ­τοι εἰ­σὶν οἱ εἰς τὰς ἀ­κάν­θας σπα­ρέν­τες, οἱ ὑ­πὸ με­ρι­μνῶν καὶ πλού­του καὶ ἡ­δο­νῶν τοῦ βί­ου συμ­πνί­γον­ται, καὶ οὐ τε­λε­σφο­ρού­σιν». Συν­δέ­ει δη­λα­δὴ τὸν πλοῦ­το μὲ τὶς ἡ­δο­νές.

Πράγ­μα­τι, τὰ χρή­μα­τα εἶ­ναι τὸ ὄρ­γα­νον τοῦ ἀ­πο­λαυ­στι­κοῦ βί­ου. Κα­τάρ­γη­σε λοι­πὸν πρῶ­τα τὴν ἐμ­πα­θῆ σου τέ­χνην, δη­λα­δὴ τὴν γα­στρι­μαρ­γί­α καὶ τὴν κα­λο­πέ­ρα­ση, καὶ ἔ­τσι θὰ ἠμ­πο­ρέ­σης εὐ­κό­λως νὰ πε­ρι­κό­ψης τὸν ὄγ­κο τῶν χρη­μά­των σου.  


Εκτύπωση   Email