«Ἕως πότε, Πανακήρατε Κόρη»
Ἕως πότε, Πανακήρατε Κόρη, τὸ τρισάθλιον γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὐρίσκηται εἰς τὰ δεσμὰ μιὰ ἀνυποφέρτου δουλείας; Ἕως πότε νὰ τοῦ πατῆ τὸν εὐγενικὸν λαιμὸν ὁ βάρβαρος Θράξ; Ἕως πότε ἔχουσι νὰ βασιλεύωνται ἀπὸ ἠμισὸν φεγγάρι αἱ χώραι ἐκείναι εἰς τὰ ὁποίας ἀνέτειλεν εἰς ἀνθρώπινη μορφὴν ἀπὸ τὴν ἠγιασμένην σου γαστέρα ὁ μυστικός της δικαιοσύνης ἥλιος; Αχ Παρθένε! Ἐνθυμίσου πὼς εἰς τὴν Ἑλλάδα πρότερον παρὰ εἰς ἄλλον τόπον, ἔλαμψε τὸ ζωηφόρον φῶς τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Τό ἑλληνικὸν γένος ἐστάθη τὸ πρῶτον ὅπου ἄνοιξε τὰ ἀγκάλας καὶ ἐδέχθη τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τὸ πρῶτον ὅπου σὲ ἐγνώρισε διὰ τὴν ἀληθινὴν μητέρα τοῦ θεανθρώπου λόγου, τὸ πρῶτον ποὺ ἀντεστάθη τῶν τυράννων, ὅπου μὲ μύρια βάσανα ἐγύρευσαν νὰ ἐξεριζώσωσιν ἀπὸ τὰ καρδίας τῶν πιστῶν τὸ σεβάσμιόν σου ὄνομα. Τοῦτο ἔδωσεν εἰς τὸν κόσμον τούς διδασκάλους οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας των, ἐφώτισαν τᾶς ἠμαυρωμένας διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων. Ἐτοῦτο τοὺς ποιμένας ποὺ μὲ τὴν ποιμαντικὴν ράβδον ἐξώρισαν τοὺς αἱμοβόρους λύκους ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸν ποίμνιον. Ἐτοῦτο τοὺς γεωργούς, ὅπου μὲ τὸ ἄρορτρον τοῦ Σταυροῦ, καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου ἐγεώργησαν τὰ καρδίας, καὶ σπέρνοντες τὸν εὐαγγελικὸν σπόρον, ἐθέρισαν τὰ ψυχᾶς διὰ τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. Ἐτοῦτο τοὺς Μάρτυρας, ὅπου μὲ ἴδιον αἷμα των ἔβαψαν τὴν πορφύραν τῆς Ἐκκλησίας.
Λοιπὸν εὔσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλοῦμεν σε, διὰ τὸ χαῖρε ἐκεῖνο ὁποῦ μᾶς ἐπροξένησε τὴν χαράν, διὰ τὸν Ἀγγελικὸν ἐκεῖνον εὐαγγελισμόν, ὀποῦ ἐστάθη τῆς σωτηρίας μας τὸ προοίμιον, Χάρισαί του τὴν προτέραν του τιμήν! Σήκωσαι τὸ ἀπὸ τὴν κοπριὰν τῆς δουλείας εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος ἀπὸ τὰ δεσμὰ εἰς τὸν σκῆπτρον, ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὸ βασίλειον.
Καὶ ἂν ἐτοῦται μας αἱ φωναὶ δὲν σὲ παρακινοῦσιν εἰς σπλάγχνος, ἄς σὲ παρακηνώσιν ἐτοῦτα τὰ πικρὰ δάκρυα, ὅπου μᾶς πέφτουσιν ἀπὸ τὰ ὀμμάτια. Ἀλλ’ἀνίσως καὶ τοῦτα δὲν φθάνουσιν, ἄς σὲ παρακινησώσιν αἱ φωναὶ καὶ ἡ παρακάλεσαις τῶν Ἁγίων σου, ὅπου ἀκαταπαύστως φωνάζουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς τρισαθλίου Ἑλλάδος. Φωνάζει ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ τὴν Κρήτην, φωνάζει ὁ Σπυρίδων ἀπὸ τὴν Κύπρον, φωνάζει ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, φωνάζει ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὰ Ἀθήνας, φωνάζει ὁ Πολύκαρπος ἀπὸ τὴν Σμύρνην, φωνάζει ἡ Αἰκατερίνα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, φωνάζει ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν βασιλεύουσαν Πόλιν, καὶ δείχνωντάς σου τὴν σκληρότατην τυραννίδα τῶν ἀθέων Ἀγαρινῶν, ἐλπίζουσιν ἀπὸ τὴν ἄκραν σου εὐσπλαγχνίαν τοῦ ἑλληνικοῦ γένους τὴν ἀπολύτρωσιν. Ἀποδέξου λοιπὸν Παναγία Παρθένε, τὰ δάκρυά μας, τὰ ὁποία σημαδεύουσι τὸ μυστήριον ὀποῦ εἰς σὲ ἐτελειώθη διατὶ καθὼς τὰ δάκρυα τρέχουσι χωρὶς βλάψιμον τῶν ὀμμάτων ἔτζι καὶ ὁ θεῖος Λόγος ἔτρεξεν ἀπὸ τὴν καθαράν σου μήτραν δίχως φθορὰν τῆς παρθενίας σου. Δόσαι τόσην δύναμιν τοῦ εὐσεβεστάτου ἡμῶν δουκὸς τῶν Ἐνετῶν ἐναντίον τῶν ἀνθρωποκτόνων καὶ αἱμοβόρων βαρβάρων, ὥστε ὀποῦ νὰ σβεσθῆ τελείως τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, νὰ λάμψη περισσότερον τοῦ μυστικοῦ Ἡλίου ἡ ζωοποιὸς ἀκτίνα, νὰ ἐξαπλωθῆ εἰς τὸν κόσμον ὅλον ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ καὶ νὰ δοξασθῆ ἀπὸ ὅλους τὸ ἅγιόν σου ὄνομα. Ἀμήν»
Ἠλίας Μηνιάτης, Διδαχαὶ εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Τεσσαρακοστήν.
Ἡ ὁμιλία του αὐτὴ «Εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου» ἐκηρύχθη εἰς Βενετίαν, 1688 Μαρτίῳ 25 )
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Ἔφθασε καιρὸς, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχὴ, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία˙ δι΄αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γενόμενος τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτων, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο, Κύριε, δι΄αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δευτέρα τῆς Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρὰ Δευτέρα–Καθαρὰ Ἑβδομὰς) καὶ τελειώνει τὴν Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ Ἑβδομάδος (πρὸ τῶν Βαΐων). Τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στὸ «Τριώδιο», φανερώνουν «τὴν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοῦς Τεσσαρακοστῆς» καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς «ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους». Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς, ἐγκράτειας, περισυλλογῆς ποῦ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζεται Τεσσαρακοστὴ γιατί θεσμοθετήθηκε κατὰ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. δ΄, 2), ὡς καὶ τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωϋσέως ( Ἐξοδ. λδ΄, 28) καὶ Ἡλιοῦ (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8). Ἐπίσης λέγεται Μεγάλη γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καί μαζὶ μὲ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καὶ μόνες νηστεῖες, ποῦ ἐπικυρώθηκαν μὲ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ Ἁγ. Ἀποστ., ε΄ τῆς Α΄, β΄, κθ΄ καὶ πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως «οἴνου καὶ ἐλαίου». Λάδι καὶ κρασὶ καταλύουμε μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς.
Ψάρι καταλύουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τὰ ἀπογεύματα, τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, ποῦ περιέχει ψαλμούς, τροπάρια καὶ εὐχές. Γνωστὸ εἶναι τὸ τροπάριο «Κύριε τῶν Δυνάμεων».
Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆ τελεῖται Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Ὀνομάζεται ἔτσι γιατί τὰ Τίμια Δῶρα, ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἴνος ἔχουν προαγιαστεῖ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς πού προηγήθηκε καὶ εἶναι πιὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τὰ ὁποία προσφέρονται πρὸς μετάληψη. Κάθε Παρασκευὴ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία. Ψάλλονται κάθε φορά ἕξι οἶκοι καὶ τὴ πέμπτη Παρασκευὴ ὅλοι μαζί.
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Λέγεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδέχοντο νὰ τιμοῦν τὶς ἅγιες Εἰκόνες. Τὸ «Ὡρολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας γράφει: Γιὰ ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια διαταράχθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ διωγμοὺς ἀπὸ κακοδόξους εἰκονομάχους. Πρῶτος ὑπῆρξε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος καὶ τελευταῖος ὁ Θεόφιλος, ἄνδρας τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία καὶ στερέωσε πάλι τὴν Ὀρθοδοξία μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο. Ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ὅτι ἀσπαζόμεθα τὶς Εἰκόνες, ὄχι λατρευτικά, οὔτε ὡς Θεούς, ἀλλὰ ὡς εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τὸ ἔτος 843, ἡ Θεοδώρα μαζὶ μὲ τὸ γιὸ της αὐτοκράτωρα Μιχαήλ, λιτάνευσαν καὶ ἀνεστήλωσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό. Ἀπὸ τότε ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος γιατί καθωρίσθηκε ὁριστικὰ ὅτι δὲν λατρεύουμε τὶς Εἰκόνες, ἀλλὰ τιμοῦμε καὶ δοξάζουμε ὅλους τούς Ἁγίους ποὺ εἰκονίζουν καὶ λατρεύουμε μόνο τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κανένα ἄλλο εἴτε Ἅγιο εἴτε Ἄγγελο.