"ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ."
«Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος»
Ἡ Ἱστορικὴ Προκήρυξη τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη
Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος
Ἡ ὥρα ἦλθεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες!
Οἱ ἀδελφοί μας καὶ φίλοι εἶναι πανταχοῦ ἕτοιμοι· οἱ Σέρβοι, οἱ Σουλιῶται, καὶ ὅλη ἡ Ἤπειρος ὁπλοφοροῦντες μᾶς περιμένουν· ἂς ἑνωθῶμεν λοιπὸν μὲ ἐνθουσιασμόν! Ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ! Ἡ Εὐρώπη προσηλώνουσα τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς ἡμᾶς, ἀπορεῖ διὰ τὴν ἀκινησίαν μας· ἂς ἀντηχήσωσι λοιπὸν ὅλα τὰ ὄρη τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν ἦχον τῆς πολεμικῆς μας σάλπιγγος καὶ αἱ κοιλάδες ἀπὸ τὴν τρομερὰν κλαγγὴν τῶν ἁρμάτων μας. Ἡ Εὐρώπη θέλει θαυμάσει τὰς ἀνδραγαθίας μας οἱ δὲ τύραννοι ἡμῶν τρέμοντες καὶ ὠχροὶ θέλουσι φύγῃ ἀπ᾿ ἔμπροσθέν μας.
Οἱ φωτισμένοι λαοὶ τῆς Εὐρώπης ἀσχολοῦνται εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας καὶ πλήρεις εὐγνωμοσύνης διὰ τὰς πρὸς αὐτοὺς τῶν προπατόρων μας εὐεργεσίας, ἐπιθυμοῦσι τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος.
Ἡμεῖς φαινόμενοι ἄξιoι τῆς προπατορικῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος εἴμεθα εὐέλπιδες, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν ὑπεράσπισιν αὐτῶν καὶ εἰς βοήθειαν πολλοὶ ἐκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν ἔλθῃ, διὰ νὰ συναγωνισθῶσι μὲ ἡμᾶς. Κινηθεῖτε, ὦ φίλοι, καὶ θέλετε ἰδῇ μίαν κραταιὰν δύναμιν νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαιά μας! Θέλετε ἰδῇ καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν μας πολλοὺς οἵτινες παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν δικαίαν μας αἰτίαν, νὰ στρέψωσι τὰ νῶτα πρὸς τὸν ἐχθρὸν καὶ νὰ ἑνωθῶσι μὲ ἡμᾶς· ἂς παρρησιασθῶσι μὲ εἰλικρινὲς φρόνημα, ἡ Πατρὶς θέλει τοὺς ἐγκολπωθῇ! Ποῖος λοιπὸν ἐμποδίζει τοὺς ἀνδρικούς σας βραχίονας; Ὁ ἄνανδρος ἐχθρός μας εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος. Οἱ στρατηγοί μας ἔμπειροι, καὶ ὅλοι οἱ ὁμογενεῖς γέμουσιν ἐνθουσιασμοῦ! Ἑνωθῆτε λοιπόν, οἱ ἀνδρεῖοι καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες! Ἂς σχηματισθῶσι φάλαγγες ἐθνικαί, ἂς ἐμφανισθῶσι πατριωτικαὶ λεγεῶνες, καὶ θέλετε ἰδῇ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους κολοσσοὺς τοῦ δεσποτισμοῦ νὰ πέσωσιν ἐξ ἰδίων, ἀπέναντι τῶν θριαμβευτικῶν μας σημαιῶν. Εἰς τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγός μας ὅλα τὰ παράλια τοῦ Ἰoνίoυ καὶ Αἰγαίoυ πελάγους θέλουσιν ἀντηχήσῃ· τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἐν καιρῷ εἰρήνης ἤξευραν νὰ ἐμπορεύωνται καὶ νὰ πολεμῶσι, θέλουσι σπείρῃ εἰς ὅλους τοὺς λιμένας τοῦ τυράννου με τὸ πῦρ καὶ τὴν μαχαίραν τὴν φρίκην καὶ τὸν θάνατον. Ποία ἑλληνικὴ ψυχὴ θέλει ἀδιαφορήσῃ εἰς τὴν πρόσκλησιν τῆς Πατρίδος; Εἰς τὴν Ῥώμην ἕνας τοῦ Καίσαρος φίλος σείων τὴν αἱματωμένην χλαμύδα τοῦ τυράννου ἐγείρει τὸν λαόν. Τί θέλετε κάμῃ σεῖς ὦ Ἕλληνες, πρὸς τοὺς ὁποίους ἡ Πατρὶς γυμνὴ δεικνύει μὲν τὰς πληγάς της καὶ μὲ διακεκομμένην φωνὴν ἐπικαλεῖται τὴν βοήθειαν τῶν τέκνων της; Ἡ θεία πρόνοια, ὦ φίλοι συμπατριῶται, εὐσπλαγχνισθεῖσα πλέον τὰς δυστυχίας μας ηὐδόκησεν οὕτω τὰ πράγματα, ὥστε μὲ μικρὸν κόπον θέλομεν ἀπολαύσῃ μὲ τὴν ἐλευθερίαν πᾶσαν εὐδαιμονίαν. Ἂν λοιπὸν ἀπὸ ἀξιόμεμπτον ἀβελτηρίαν ἀδιαφορήσωμεν, ὁ τύραννος γενόμενος ἀγριώτερος θέλει πολλαπλασιάσῃ τὰ δεινά μας, καὶ θέλομεν καταντήσῃ διὰ παντὸς τὸ δυστυχέστερον πάντων τῶν ἐθνῶν. Στρέψατε τοὺς ὀφθαλμούς σας, ὦ συμπατριῶται! καὶ ἴδετε τὴν ἐλεεινήν μας κατάστασιν· ἴδετε ἐδῶ τοὺς Ναοὺς καπατημένους· ἐκεῖ τὰ τέκνα μας ἁρπαζόμενα, διὰ χρῆσιν ἀναιδεστάτην τῆς ἀναιδοῦς φιληδονίας τῶν βαρβάρων τυράννων μας· τοὺς οἴκους μας γεγυμνωμένους· τοὺς ἀγρούς μας λεηλατισμένους καὶ ἡμᾶς αὐτοὺς ἐλεεινὰ ἀνδράποδα. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἠμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν Πατρίδα, καὶ τὴν Ὁρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀφρόνησιν.
Μεταξὺ ἡμῶν εὐγενέστερος εἶναι, ὅς τις ἀνδρειωτέρως ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαια τῆς Πατρίδος καὶ ὠφελιμωτέρως τὴν δουλεύσει. Τὸ ἔθνος συναθροιζόμενον θέλει ἐκλέξῃ τοὺς δημογέροντάς του, καὶ εἰς τὴν ὕψιστον ταύτην βουλὴν θέλουσιν ὑπέκει ὅλαι μας αἱ πράξεις.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Ἔφθασε καιρὸς, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχὴ, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία˙ δι΄αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γενόμενος τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτων, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο, Κύριε, δι΄αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δευτέρα τῆς Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρὰ Δευτέρα–Καθαρὰ Ἑβδομὰς) καὶ τελειώνει τὴν Παρασκευὴ τῆς ΣΤ΄ Ἑβδομάδος (πρὸ τῶν Βαΐων). Τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στὸ «Τριώδιο», φανερώνουν «τὴν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοῦς Τεσσαρακοστῆς» καὶ τὴν ἀναμονὴ τῆς «ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους». Εἶναι περίοδος νηστείας, προσευχῆς, ἐγκράτειας, περισυλλογῆς ποῦ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὀνομάζεται Τεσσαρακοστὴ γιατί θεσμοθετήθηκε κατὰ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. δ΄, 2), ὡς καὶ τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωϋσέως ( Ἐξοδ. λδ΄, 28) καὶ Ἡλιοῦ (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8). Ἐπίσης λέγεται Μεγάλη γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καί μαζὶ μὲ τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καὶ μόνες νηστεῖες, ποῦ ἐπικυρώθηκαν μὲ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ Ἁγ. Ἀποστ., ε΄ τῆς Α΄, β΄, κθ΄ καὶ πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως «οἴνου καὶ ἐλαίου». Λάδι καὶ κρασὶ καταλύουμε μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς.
Ψάρι καταλύουμε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τὰ ἀπογεύματα, τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, ποῦ περιέχει ψαλμούς, τροπάρια καὶ εὐχές. Γνωστὸ εἶναι τὸ τροπάριο «Κύριε τῶν Δυνάμεων».
Κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆ τελεῖται Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία. Ὀνομάζεται ἔτσι γιατί τὰ Τίμια Δῶρα, ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἴνος ἔχουν προαγιαστεῖ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς πού προηγήθηκε καὶ εἶναι πιὰ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, τὰ ὁποία προσφέρονται πρὸς μετάληψη. Κάθε Παρασκευὴ ψάλλεται ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία. Ψάλλονται κάθε φορά ἕξι οἶκοι καὶ τὴ πέμπτη Παρασκευὴ ὅλοι μαζί.
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Λέγεται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν Εἰκονομάχων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδέχοντο νὰ τιμοῦν τὶς ἅγιες Εἰκόνες. Τὸ «Ὡρολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας γράφει: Γιὰ ἑκατὸ καὶ πλέον χρόνια διαταράχθηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ διωγμοὺς ἀπὸ κακοδόξους εἰκονομάχους. Πρῶτος ὑπῆρξε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος καὶ τελευταῖος ὁ Θεόφιλος, ἄνδρας τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ἡ ὁποία μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου τῆς ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία καὶ στερέωσε πάλι τὴν Ὀρθοδοξία μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο. Ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ὅτι ἀσπαζόμεθα τὶς Εἰκόνες, ὄχι λατρευτικά, οὔτε ὡς Θεούς, ἀλλὰ ὡς εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν τὸ ἔτος 843, ἡ Θεοδώρα μαζὶ μὲ τὸ γιὸ της αὐτοκράτωρα Μιχαήλ, λιτάνευσαν καὶ ἀνεστήλωσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό. Ἀπὸ τότε ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τὴν ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος γιατί καθωρίσθηκε ὁριστικὰ ὅτι δὲν λατρεύουμε τὶς Εἰκόνες, ἀλλὰ τιμοῦμε καὶ δοξάζουμε ὅλους τούς Ἁγίους ποὺ εἰκονίζουν καὶ λατρεύουμε μόνο τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κανένα ἄλλο εἴτε Ἅγιο εἴτε Ἄγγελο.