Στὸ μέτωπο τοῦ 1940

stratiwtes40

Στὸ μέτωπο τοῦ 1940

 «Τὸ κρύο ἦταν φοβερό, ἀφάνταστο» Καθόμασταν ἐκεῖ, δίπλα στ' ἀπομεινάρια τῆς παγωμένης χτεσινῆς φωτιᾶς καὶ περιμέναμε ν' ἀκούσουμε τὸ σάλπισμα. [...] Τὸ κρύο ἦταν φοβερό, ἀφάνταστο. Ἀπὸ τὸ κρύο αὐτὲς τὶς ὧρες σου πονοῦσε κυριολεκτικὰ ἡ ψυχὴ καὶ σοῦ 'ρχόταν, σά μωρό, νὰ μπήξεις τὰ κλάματα, ἔτσι χωρὶς νὰ ξέρεις κι ἐσὺ τί ζητᾶς καὶ τί θὰ βγάλεις μ' αὐτό. Ἀπ' τὸ περιορισμένο τοῦ χώρου δὲν μποροῦσες νὰ κάνεις δυὸ βήματα καὶ καθόσουν ἐκεῖ ἀκίνητος, ξυλιασμένος, ἔτσι σὰ νὰ 'χει παγώσει κι αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυαλό σου, χτυπώντας μόνο ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ τὸ 'να σου χέρι μὲ τ' ἄλλο, ἔτσι σὰν στὸ στίχο τῆς ἀπελπισίας τοῦ Σολωμοῦ. Ἂν πεῖς πιὰ γιὰ τὰ πόδια σου ἐκεῖνα δὲν ἤξερες ἂν τὰ 'χεις πιά. (Γ. Μπεράτης, Τὸ πλατὺ ποτάμι, Ἀθῆνα, Ἑρμῆς, 1992, σ. 145)

 «Τὸ χέρι ἔσπασε σὰν γυάλινο» Μιὰ βραδιὰ ἕνας φαντάρος, γιὸς στρατηγοῦ, πέθανε ἀπὸ τὸ κρύο. Ἤτανε φρουρός, ἀποναρκώθηκε στὴν παγωνιὰ κι ὅταν πῆγαν ν' ἀλλάξουν βάρδια τὸν βρῆκαν πετρωμένο. Τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι νὰ τὸν ἀνασηκώσουν, μὰ τὸ χέρι του ἔκανε κρὰκ καὶ ξεκόλλησε σὰ γυάλινο. Ὁ ταγματάρχης φοβήθηκε μήπως ξεψυχήσουν κι ἄλλα παιδιὰ τὶς νύχτες κι ἀποφάσισε ν' ἀραιώσει τὶς φρουρές, νὰ κρατήσει τὶς προφυλακὲς μόνο μὲ ὁπλοπολυβόλα, ὥστε νὰ μὴν ἐκθέτωνται πολλοὶ στρατιῶτες στὴ χιονοθύελλα... Κάποιο ξημέρωμα ὁ ταγματάρχης ἄκουσε τὰ ὀπλοπολυβόλλα νὰ βάλλουν καὶ πετάχτηκε νὰ δεῖ τί τρέχει. Δὲ γινόταν ἰταλικὴ ἐπίθεση, ὅπως νόμισε, παρὰ ἕνας φαντάρος εἶχε πάλι παγώσει κι ἔριχναν οἱ σύντροφοί του μὲ τὰ πολυβόλα γιὰ νὰ ζεσταθοῦν οἱ κάνες καὶ νὰ μπορέσουν μ' αὐτὲς νὰ θερμάνουν τὸ κοκκαλωμένο σῶμα του.

(Χρῆστος Ζαλόκωστας, ΠΙΝΔΟΣ, στὸ: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Ἀθῆνα, Κέδρος, 1982, σ. 216)

 Ἡ πορεία πρὸς τὸ μέτωπο. Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ' τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μὲ κόπο ξεκολλώντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου φορές, ἐκατοβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδὴ τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθὼς μὲς στὴν ψυχή μας. Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροὶ καὶ ἀμίλητοι, φέγγοντας μ' ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὦρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τί μᾶς εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτὸ πιὸ κι ἀπ' τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στὰ σκοτεινὰ ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβούσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καὶ μᾶς βάλουνε στόχο τ' ἀεροπλάνα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπὸ στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως τόχει συνήθειό του, στὴν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τὸ φῶς. Τότες, χωμένοι μὲς στὶς ρεματιές, γέρναμε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ μέρος τὸ βαρύ, ὅπου δὲ βγαίνουνε ὄνειρα. Καὶ τὰ πουλιά μας θύμωναν, ποὺ δὲ δίναμε τάχα σημασία στὰ λόγια τους -ἴσως καὶ ποὺ ἀσκημίζαμε χωρὶς αἰτία τὴν πλάση.

 (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, στὸ: Χατζηπατέρα-Φαφαλιοῦ, Μαρτυρίες 1940-1941, Ἀθῆνα, Κέδρος, 1982, σ. 168)