Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου
Μελετῶντας προσεκτικὰ τὴν κοινωνικὴ ζωή πού μᾶς περιβάλλει, καταλήγουμε ἀναπόφευκτα στό συμπέρασμα, ὅτι στίς μέρες μας τὸ καθῆκον καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχουν χάσει τὴν παλιὰ τους αἴγλη. Ἐκεῖνο πού φαίνεταί πώς μετράει σήμερα εἶναι ἡ δύναμη καὶ ὁ ἀριθμός. Αὐτὸ γίνεται ἰδιαίτερα ἀντιληπτὸ στήν πολιτική, κοινωνικὴ καὶ ἰδιωτικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ κάθε εἴδους πιέσεις καὶ ἀδικίες εὔκολα συγχωροῦνται στούς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας. Ἡ διατυμπανιζόμενη πρόοδος καὶ ἐξέλιξη σκεπάζει καὶ δικαιολογεῖ πολλά. Συχνὰ καὶ ἡ πιὸ δειλὴ ἀντίρρηση γιά κάποιο ἐπίμεμπτο γεγονὸς χαρακτηρίζεται ὡς ἔλλειψη λεπτότητας. Ἐπίσης καταπληκτικὴ ἐπιρροὴ στήν ἀνθρωπίνη σκέψῃ ἀσκεῖ ἡ γνώμη τοῦ πλήθους. Καθετί πού σκέφτεται, ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ τὸ σύνολο, γίνεται νόμος, στόν ὁποῖο ὑποτάσσονται ὅλοι καὶ στον ὁποῖο πρέπει νά ὑποκύπτει ἡ ἴδια ἡ συνείδηση. Φυσικά, τὸ σύνολο μπορεῖ κάποτε νά ἔχει δίκιο. Εἶναι πολλοί, ὡστόσο, ποὺ ἔχουν τὴν ἐντύπωση -καὶ ἴσως δέν κάνουν λάθος- ὅτι τίς περισσότερες φορὲς τὸ πλῆθος, ὁ ὄχλος, πέφτει ἔξω.
«Ἀλλά τί μᾶς ἐνδιαφέρει;», σκέφτονται πολλοί. «Εἶναι πιὸ συνετὸ νά φέρεσαι ὅπως ὅλοι∙ ἤ, τουλάχιστον, δέν εἶναι ἀσυγχώρητο τὸ νά μὴν τηρεῖται τόσο αὐστηρὰ τὸ καθῆκον, ἀφοῦ καὶ ἄλλοι δέν τὸ τηροῦν. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους!».
Αὐτὸς ὁ κανόνας, ὅμως, εἶναι ὀλέθριος, γιατί, κι ἂν ἄκομα σὲ μερικὲς περιπτώσεις φαίνεται νά μᾶς διευκολύνει, πληρώνουμε αὐτὴ τή διευκόλυνση μὲ τριπλῇ θυσίᾳ: τῶν πεποιθήσεων μας, τῆς ἐλευθερίας μας καὶ τῆς τιμῆς μας.
1. Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ
Ὅσοι ἀκολουθοῦν αὐτὸν τὸν κανόνα, συχνὰ πρέπει νά θυσιάσουν πρώτ’ ἀπ’ ὅλα τίς πεποιθήσεις τους. Βέβαια κανεὶς δέν ἔχει ἀντίρρηση, ὅτι εἶναι συνήθως ἀναγκαῖο νά προσαρμοζόμαστε στίς καθημερινὲς βιοτικὲς ἀπαιτήσεις καὶ συνθῆκες, ὅταν αὐτὲς δέν προσβάλλουν οὔτε τὴν πίστη οὔτε τὰ χριστιανικὰ ἤθη. Ὁ χριστιανός πού ἐμπνέεται ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο εἶναι πάντα πρόσχαρος πρὸς ὅλους, εὐγενικός, ἐξυπηρετικός, περιποιητικὸς καὶ πρόθυμος νά ὑπομείνει ὅλα ὅσα δέν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πιστεύω του.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς σταματάει ἡ μεγαλόψυχη διάθεσή του να συμμορφώνεται μὲ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου: Ἂς μὴν παραδέχονται οἱ γύρῳ του οὔτε τή θείᾳ Ἀποκάλυψη οὔτε τή διδασκαλίᾳ τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς παρασύρονται στίς προκλητικὲς ἐνέργειες τους ἀπὸ τή γνώμῃ τοῦ ὄχλου. Ἂς καταπατοῦν χωρὶς τύψεις τὸν Θεῖο καὶ ἀνθρώπινο ἠθικὸ νόμο. Ἂς περιφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση μας. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς θὰ θρηνεῖ τὴν πνευματικὴ ἀναπηρία τῶν συνανθρώπων του, ἀλλὰ φυσικά ποτέ δέν θὰ τοὺς μιμηθεῖ. Ἡ προσωπικὴ τοῦ συνείδηση, φωτιζόμενη καὶ παιδαγωγούμενη ἀπὸ τὴν πίστη, στέκει γι’ αὐτὸν μοναδικὸς ὁδηγός.
Μὰ καὶ πῶς μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά; Μήπως ἡ πλάνη παύει νά εἶναι πλάνη, ὅταν γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο; Καὶ τὸ κακὸ ποῦ ἐνεργείται σὲ εὐρεῖα κλίμακα, δέν παραμένει ἐξίσου κακό; Καὶ τὸ ἠθικὸ χρέος, ἔστω ξεχασμένο καὶ ἀπαράδεκτο ἀπὸ τοὺς πολλούς, χάνει ἄραγε γι’ αὐτὸν τὴν ὑπέρχρονη καὶ καθολικὴ του ἰσχύ;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στούς ἀσταθεῖς καὶ ἀμφιταλαντευόμενους χριστιανοὺς ὅλων αὐτῶν τῶν ἐποχῶν: «Μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζει τι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. 12, 2).
Ἔτσι, ἂν ὅλος ὁ κόσμος λησμόνησε τίς θεῖες ἀλήθειες καί βυθίστηκε στό κακὸ -«Ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Ἀ’ Ἴῳ. 5, 19)- γιά νά ὑλοποιηθεῖ ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ νά πρωτεύσει σὲ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ συχνὰ καὶ ἀπαραίτητο καὶ φυσικὸ νά ξεχωρίζουμε ἀκριβῶς ἀπὸ ἐκείνους πού τὸ θέλημα τους δέν συμφωνεῖ μὲ τὸν θεῖο νόμο καὶ ἡ ζωὴ τους δέν χαρακτηρίζεται ἀπὸ χριστιανικὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Στό θέμα αὐτὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μᾶς προβάλλει ἕνα ἐντυπωσιακὸ παράδειγμα στό πρόσωπο τοῦ Τωβίτ.
Ζοῦσε στήν ἐποχή πού οἱ Ἑβραῖοι, ξεχνώντας τίς ἀμέτρητες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ξέπεσαν στην εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Ἡ ἀποστασία γενικεύθηκε τόσο, ποὺ θὰ μπορούσαν νά ἰσχύσουν γιά τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ λόγια τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ: «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὔκ ἐστι ποίων χρηστότητα, οὔκ ἐστιν ἕως ἐνός» (Ψαλμ. 13, 3).
Καὶ ὅμως, μέσα στόν πλανεμένο ὄχλο ὁ Τωβὶτ παραμένει ἀκλόνητος στήν πιστὴ καὶ στίς παραδόσεις τῶν προγόνων του καὶ στόν θεοδίδακτο νόμο τοῦ ὅρους Σινά. Ὅταν ὅλοι ἔτρεχαν νά προσκυνήσουν τὸ χρυσὸ μοσχάρι, ὁ Τωβὶτ πήγαινε στό Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιά νά λατρεύσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, προσφέροντας τίς ἀπαρχὲς τῶν ἀγρῶν του καὶ τὸ δέκατο ὅλων τῶν εἰσοδημάτων του. Ἤρθαν ἔπειτα τὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς φορτωμένα δοκιμασίες -αἰχμάλωτος στή χώρα τῶν Ἀσσυρίων-, ἀλλὰ οὔτε τώρα προδίνει τὴν ὀδὸ τῆς ἀληθείας. Παραμένει σταθερὰ προσηλωμένος στόν πατροπαράδοτο νόμο. Ἔτσι, ἐνῶ ὅλοι ἔτρωγαν τὰ ἀπαγορευμένα ἀπὸ τὸν θεῖο νόμο σφάγια τῶν εἰδωλολατρικὼν θυσιῶν, τὰ εἰδωλόθυτα, αὐτὸς οὔτε μιά φορά δεν κάνει «ὅ,τι κανοῦν ὅλοι».
Ἀλλὰ ἐκεῖ πού κορυφώνεται ἡ μαρτυρία πίστεως τοῦ Τωβίτ, μέσα στό εἰδωλοκρατούμενο γένος του, εἶναι ῥιψοκίνδυνη καὶ διαμετρικὰ ἀντιθέτη τακτική πού ἀκολουθεῖ -συγκρητικὰ μὲ τοὺς δειλοὺς συμπατριῶτες του- στό καίριο γιά τὴν ἰσραηλιτικὴ συνείδηση θέμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν: Ἀψηφώντας ὄχι πιὰ ἁπλῶς κοινὴ γνώμη, σχόλια καὶ εἰρωνεῖες, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ἄκομα τήν διαταγή τῶν τυράννων, ποὺ ἀπαγόρευε μὲ ποινὴ θανάτου τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐγκατέλειπε κάθε σούρουπο τὸ φτωχικὸ του, γιά νά ἐπιτελέσει -μόνος αὐτός- τὸ ὕστατο ἱερὸ χρέος, κηδεύοντας ὅσα ἄταφα πτώματα τῶν δύστυχων σκλάβων ὁμοφύλων του ἔβρισκε. Εἶναι γνωστὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ εὐλογίες μὲ τις ὁποῖες τὸν ἀντάμειψε ὁ Κύριος -ὄχι πάντως ἀμέσως, ἀλλ’ ἀφοῦ πρῶτα δοκίμασε ἐπὶ πολὺ τὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνδρεία ἐμμονὴ του στον θεῖο νόμο καὶ κάτω ἀπό τίς πιὸ ἀπελπιστικὰ ἀντίξοες περιστάσεις.
Παρόμοια καλούμαστε κι ἐμεῖς, μέσ’ ἀπό τίς (θεληματικὰ ἤ, συνήθως, ἀθέλητα) στρατευμένες κατὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐπιβλητικὲς σὲ ὄγκο μάζες, νά ξεμακρύνουμε -θαρραλέες μονάδες-, νά ξεχωρίσουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. «Ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β’ Κορ. 6,17). Καὶ σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂς δεχθοῦμε τή συμβουλή τοῦ δασκάλου τῆς οἰκουμένης καὶ ἂς σκεφθοῦμε ποῖοι θέλει νά εἶναι οἱ χριστιανοί∙ πώς θέλει νά εἶναι ξένοι πρὸς τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι για να κατοικήσουν κάπου ἔξω καὶ μακριὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλά, ἐνῶ θὰ ζοῦν μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ θὰ τὸν συναναστρέφονται, δέν θὰ ζοῦν ὅπως ζεῖ ὁ κόσμος, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ λάμπουν σὰν τὰ ἀστερία καὶ θὰ δείχνουν στούς ἀπίστους μὲ τὰ ἔργα τους ὅτι μετατόπισαν τὸν ἑαυτὸ τους σὲ ἄλλη πολιτεία, καὶ ὅτι δέν ἔχουν τίποτε τὸ κοινὸ πρὸς τή γῆ καὶ τὰ ἐγκόσμια πράγματα». Δέν θὰ θυσιάσουμε, λοιπόν, οἱ χριστιανοί, γιά μιά ταπεινή εὐαρέσκεια ἐκείνων πού παρανομοῦν, καμιὰ ἀπό τις ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις μας, οὔτε τὸ «γιώτα» ἢ τὴν «κεραία» τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
2. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι τὸν ἐπιζήμιο κανόνα «δέν πρέπει νά ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους» τὸν ἀκολουθοῦν συνηθέστερα, ἄνθρωποι, ποὺ πολὺ τοὺς ἀρέσει νά ὀνομάζονται «φιλελεύθεροι», χωρὶς νά συνειδητοποιοῦν ὅτι μὲ τὴν ἐντάξῃ τοὺς σ’ αὐτὸ τὸ μαζικὸ καλούπι ἀρνοῦνται τὴν προσωπικὴ τους ἐλευθερία καὶ αὐτοπαραδίνονται σὲ μιά ταπεινωτική σκλαβιά.
Πολὺ σωστὰ γράφει καὶ πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὁ ὄχλος εἶναι,δυστυχῶς, κύριός μας καὶ φοβερὸς τύραννος… Ὁ πολὺς ὄχλος, ὁ ἄτακτος καὶ τιποτένιος, δέν ἔχει ἀνάγκη νά δώσει διαταγές, ἀλλὰ ἀρκεῖ μόνο νά μᾶς δείξει τίς προτιμήσεις του καὶ ἀμέσως ὑπακούομε σὲ ὅλα. Καὶ πῶς, λένε, μπορεῖ νά ἀποφύγει κανεὶς αὐτοὺς τοὺς δυνάστες; Ἂν ἀποκτήσει φρόνημα ἀνώτερο ἀπ’ αὐτούς, ἂν ἐξετάσει προσεκτικὰ τή φύση τῶν πραγμάτων, ἂν περιφρονήσει τήν γνώμη τῶν πολλῶν, ἂν πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀσκήσει τὸν ἑαυτὸ του, ὥστε, προκειμένου γιά θέματα πού εἶναι πραγματικὰ αἰσχρά, νά μὴ φοβάται τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ, καὶ προκειμένου γιά ἀγαθὰ θέματα νά ἐπιδιώκει καὶ πάλι τὰ στεφάνια πού δίνει Ἐκεῖνος».
Ἀπροκάλυπτα ἂς ἀναρωτηθεὶ καθένας μας: Ἕνας ἄνθρωπος ποῦ φοβάται νά ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ποῦ δέν τολμάει νά φανερώνει ἔμπρακτα τίς πεποιθήσεις του, εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος; Θὰ ἦταν εὐτυχής, ἂν μποροῦσε νά ἐκδηλωθεῖ ἀδίσταχτα, σύμφωνα μὲ τήν φωνή τῆς συνειδήσεώς του, ἀλλὰ δέν τολμάει. Δέν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι δέσμιος στήν «κοινὴ γνώμη» . Καὶ μόνη ἡ ἁπλή παρουσία προσώπων μὲ ἀντίθετες ἀπόψεις τὸν παραλύει.
Εἶναι πολὺ τολμηρὸς καὶ φέρεται ὅπως τοῦ ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή του, ὅταν εἶναι μόνος ἢ σὲ περιβάλλον που συμμερίζεται τὰ πιστεύματά του. Ἀλλὰ ῥίξτε μιᾷ ματίᾳ, ὅταν βρίσκεται μέσα στο ἀνερμάτιστο πλῆθος. Δεν τὸν ἀναγνωρίζετε! Εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος: Σκέφτεται καὶ ζει ὅπως ὅλοι. Ἀρνεῖται τὴν προσωπικότητά του, τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψεως καὶ συνειδήσεώς του. Εἶναι ἔνας δοῦλος καὶ μάλιστα ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἀπὸ τοὺς δούλους.
Ἐκεῖνός πού κρατιέται δέσμιος ἀπὸ τέτοια ψυχολογικὰ συμπλέγματα, συχνὰ ἀναγκάζεται νά ταπεινωθεῖ παρὰ πολύ. Ὁ φόβος «μὴν ξεχωρίσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους» πιεστικὰ τὸν ἀναγκάζει νά συμμετέχει κάποτε σὲ ψυχοφθόρες συζητήσεις ἢ νά χαμογελάει ἄλλοτε σὲ βλάσφημα καὶ αἰσχρὰ ἀστεῖα κατὰ τῆς πίστεως. Μιά τέτοια τακτική, ὅμως, δέν εἶναι μόνο ἀνελευθέρῃ, ἀλλὰ φτάνει σὲ πλήρη ἐξευτελισμὸ τῆς προσωπικότητας.
Τελείως διαφορετικὰ συμπεριφέρονταν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ καὶ οἱ μάρτυρες. Μπροστὰ στό βῆμα τῶν αἱμοχαρῶν δικαστῶν καὶ μπροστὰ στά ὀργισμένα ἐχθρικὰ πλήθη δέν δίσταζαν νά ὁμολογοῦν θαρραλέα τὴν πιστὴ τοὺς στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ῥωτούσαν τὸ χριστιανό:
― Πῶς ὀνομάζεσαι;
― Χριστιανός! ἀπαντοῦσε.
― Ποιο εἶναι τὸ ἐπάγγελμά σου;
― Χριστιανός!
― Ἡ πατρίδα σου;
― Χριστιανός!...
Πάντα ἡ ἴδια μεγαλειώδης καὶ ἀνδρεία ἀπαντήση, ποὺ συχνὰ ἔφερνε σὲ δύσκολη θέση τοὺς διῶκτες, κάποτε τοὺς προβλημάτιζε καὶ ὄχι σπάνια τοὺς ὁδηγοῦσε στόν Χριστό.
Αὐτὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα: Πνεῦμα εἰλικρινείας, σταθερότητας, ἀληθινῆς ἐλευθερίας, πνεῦμα διαμετρικὰ ἀντίθετο πρὸς τὴν ταπεινωτικὴ θεωρία τοῦ «δεν ὑπάρχει λόγος νά ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους». Ὁ Θεὸς δέν «ἔδωκεν ἡμῖν πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β’ Τιμ. 1, 7).
3. ΘΥΣΙΑ ΤΙΜΗΣ
Ἀλλά, ἄραγε, αὐτὴ ἡ τακτικὴ τοῦ χαμαιλεοντισμοῦ, ἀπογυμνώνοντας τὸ χριστιανὸ ἀπό τίς ἀρχὲς του κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν αὐτοελευθερία, τοῦ ἐξασφαλίζει τουλάχιστον τὴν ἐκτιμήσῃ καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν ἄλλων, ὅπου καὶ ἀποβλέπει κυρίως; Θὰ ἤταν τελείως ἀψυχολόγητο νά ὑποθέσουμε κάτι τέτοιο. Ἡ κοινὴ γνώμη στά πνευματικὰ θέματα -τὸ εἴπαμε ἤδη- πέφτει πολὺ ἔξω. Ποτέ, ὡστόσο, δέν ἀμείβει μὲ τὴν ὑπολήψη της χαρακτῆρες ἀμφιταλαντευόμενους. Οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν καὶ μάλιστα θαυμάζουν, ἔστω ἐνδόμυχα, τὶς σταθερὲς καὶ ξεκαθαρισμένες πεποιθήσεις, καὶ ὁ σεβασμὸς τοὺς εἶναι βαθὺς γιά κείνους πού στέκουν ἀσάλευτοι στίς ἀρχὲς τους.
Αὐτὸ ἴσχυε ἄκομα καὶ στόν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἔνας προχριστιανὸς σοφός, θέλοντας νά δώσει τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνάρετου ἀνθρώπου, τονίζει ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐκπληρώσῃ τοῦ καθήκοντος∙ οὔτε ἡ παντοδυναμία τῶν τυράννων, οὔτε ἡ πίεση τῆς κοινῆς γνώμης οὔτε ἄκομα ἡ καταστροφὴ ὁλοκλήρης τῆς… οἰκουμένης!
Πολὺ πειστικὴ για τὴν ἀλήθεια ὅσων ὑποστηρίζουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι μιά ἐνέργεια τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Κωνστάντιου τοῦ Χλωροῦ: Θέλοντας νά δοκιμάσει τοὺς χριστιανοὺς ἀξιωματικοὺς τῆς ἀκολουθίας του, τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ κρατήσει κοντὰ του μόνο αὐτούς πού θ’ ἀρνηθοῦν ἀμέσως τήν χριστιανικῇ τους πιστή. Μερικοὶ τότε, κάνοντας ἕνα βῆμα μπροστά, δήλωσαν ὅτι εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀρνηθοῦν. Καὶ τότε ὁ Κωνστάντιος, ῥίχνοντας τοὺς μιά περιφρονητική ματιά, τοὺς ἐδίωξε ὡς ἀναξίους τῆς ἐμπιστοσύνης του.
Τὸ ἴδιο ὑποτιμητικὸ βλέμμα, εἴτε ἔκδηλο εἴτε ὑποκριτικὰ καλυμμένο, εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῶν δειλῶν καὶ μικροψύχων, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι σ’ ἔνα εἰρωνικὸ μειδίαμα νά προδώσουν τίς ἀρχὲς τους. Οἱ ἄνθρωποι τοὺς περιφρονοῦν, ἐνῶ, ἀντίθετα, σέβονται ἐκείνους πού τίποτα δέν εἶναι ἰκανὸ νά τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν ἐπιλέξει. Κι ὄχι μόνο τοὺς σέβονται, ἀλλὰ κάποτε εἶναι ἕτοιμοι νά τοὺς μιμηθοῦν.
Ἕνα γεγονὸς πάνω σ’ αὐτό: Σὲ κάποιο πολυτελὲς ξενοδοχεῖο παρατέθηκε ἐπίσημο γεῦμα. Ἦταν περίοδος νηστείας. Ὅλοι ἔτρωγαν ἀρτύσιμα φαγητά. Κάποιος, ὅμως, παράγγειλε νηστίσιμο, μὲ συνέπεια νά εἰσπράξει πολλὰ εἰρωνικὰ χαμόγελα καὶ σχόλια προσβλητικά. Τὸ ἤρεμο, ὡστόσο, καὶ γεμάτο αὐτοπεποίθηση φέρσιμο τοῦ νηστευτή καὶ οἱ σοβαρὲς καὶ ἔξυπνες ἀπαντήσεις του πολὺ γρήγορα ἀναγκάσαν τοὺς ἐπιπόλαιους συνδαιτημόνες νά σωπάσουν. Ἕνας, μάλιστα, σηκώθηκε ἀπὸ τήν θέση του καί, ἐκφράζοντας τὸ θαυμασμὸ του γιά τή σταθερότητά πού εἶχε στίς ἀρχὲς του ὁ πρῶτος, πρόσθεσε: «Δέν ἐπιθυμῶ ἐσεῖς μόνο νά ἔχετε ἀπόψε νηστήσιμο φαγητό. Εἶμαι κι ἑγὼ ὀρθόδοξος χριστιανὸς καὶ ἀπὸ σήμερα θ’ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμά σας». Κι ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νά τοῦ σερβίρουν νηστήσιμο φαγητό.
Ἀξίζει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης φιλόσοφος Πλάτων, τὸν 5ο π.Χ. αἰῶνα, ἐπισημαίνει αὐτὸν τὸν κίνδυνο γιά τὴν ἠθικὴ ζωὴ στό πρόσωπο τοῦ Σωκράτη. Στό διάλογο «Κρίτων» προσωποποιεῖ αὐτή τή μικρόψυχη ἔγνοια «μὴν τυχὸν ἔρθουμε σὲ ἀντίθεση μὲ τήν γνώμῃ τῶν πολλῶν» στή μορφὴ τοῦ μαθητῇ τοῦ Σωκράτη Κρίτωνα. Ἀλλὰ ὁ Σωκράτης τοῦ ἀπαντάει: «Οὔ… πάνυ ἠμῖν φροντιστέον τί ἐρούσιν οἱ πολλοὶ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὅ,τι ὁ ἐπαΐων περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων, ὁ εἰς καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια».
Δηλαδή: Δέν πρέπει καθόλου νά νοιαζόμαστε τί θὰ ποῦν γιά μᾶς οἱ πολλοί, ἀλλά τί θὰ πεῖ ὁ γνώστης τοῦ τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο, ὁ ἕνας, ὄχι οἱ πολλοί, καὶ αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια.
Ὅσοι ὅμως θεωροῦν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Πλάτωνα «ξεπερασμένους», καθὼς ἄκομα καὶ τὸν ἄλλο σοφό, ποὺ εἶπε «εἶς ἑμοὶ μυρίοι, ὅταν ἄριστος ἧ», ἂς ἀναπαύσουν τὴν πρωτοποριακὴ σκέψῃ τους στόν «πρωτοποριακό» Εὐγένιο Ἰονέσκο καὶ συγκεκριμένα στούς «Ῥινόκερούς» του, ποὺ μᾶς μεταφέρουν τὸ ἴδιο μήνυμα, τή δυσπιστίᾳ δηλαδὴ τοῦ Σωκράτη στή γνώμη τῶν πολλῶν καί, ἄκομα πιὸ κοντὰ μας, τὴν ἀποστολικὴ προτροπὴ «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ» (Ρωμ. 12, 2).
Θυμίζουμε ὅτι στό ἔργο του αὐτὸ ὁ διάσημος θεατρικὸς συγγραφέας παρουσιάζει ἀλληγορικὰ κάποιες μεμονωμένες στήν ἀρχὴ περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού, ἀκολουθώντας ἕναν ἀρκετὰ κτηνώδη τρόπο ζωῆς, ἔπαιρναν κι ἐξωτερικὰ τή μορφή τοῦ ῥινόκερου, ἐπισύροντας βέβαια τὸν ἀνατριχιαστικὸ ἀποτροπιασμὸ καὶ τή φρίκη τῆς «καλῆς κοινωνίας». Ἀργότερα, ὅμως, τὰ κρούσματα αὐτὰ τῶν μεταμορφώσεων πλήθαιναν, ὥσπου οἱ τελευταῖοι πού δέν μεταμορφώθηκαν κι ἀπόμειναν ἄνθρωποι, νά δέχονται τὰ βέλη τῆς… ῥινόκερης εἰρωνείας καὶ περιφρονήσεως καὶ νά νιώθουν κομπλεξικοὶ γιατὶ ἦταν «ἀλλιώτικοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους», γιατὶ δηλαδὴ δέν ἔγιναν κι αὐτοὶ ῥινόκεροι!
Ἀνάμεσα στή διδασκαλία τοῦ πλατωνικοῦ Κρίτωνα καὶ στό πρωτοποριακὸ μήνυμα τοῦ Ἰονέσκο, γιά μᾶς, τοὺς χριστιανούς, κεντρική, χρονικὰ καὶ ἀξιολογικά, θέση κατέχει μιά θαυμαστὴ προφητείᾳ τοῦ ἀγραμμάτου καθηγητῇ τῆς ἐρήμου Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ διαβάζουμε στό Γεροντικό:
«Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι ἔρχεται καιρὸς ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι, καὶ ἐπὰν ἴδωσί τινα μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες, ὅτι σὺ μαίνῃ, διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς».
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θὰ ‘ῥθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θὰ τρελαθοῦν∙ κι ἂν δοῦν κανέναν γνωστικό, θὰ τὰ βάλουν μαζὶ του λέγοντας, «ἐσὺ τρελάθηκες», ἐπειδὴ δέν θὰ εἶναι ὅμοιος μ’ αὐτούς.
Ἂν δεν τὴν περπατάμε ἤδη αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῆς προφητείας, ὁπωσδήποτε εἴμαστε πολὺ κοντὰ τῆς. Καί, βέβαια, δεν πρέπει ν’ ἀποτελεῖ φιλοδοξία μας ἡ τρέλα, ἔστω καὶ ὁμαδική. Ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι ν’ ἀκούσουμε πολλὲς φορὲς μὲ φιλόσοφο ἀπάθεια τὸ «ἐσὺ τρελάθηκες».
Πάντως ἡ συλλογικὴ πεῖρα μας, ποὺ δεν εἶναι καὶ τόσο μικρή, πείθει ὅτι αὐτοὶ οἱ μεμονωμένοι καὶ λίγοι, ποὺ δεν παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸ ῥεῦμα τῆς μαζοποιήσεως τῶν ἰδεῶν -κοινωνικῶν, πολιτικῶν, θρησκευτικῶν-, δεν εἶναι καὶ τόσο λίγοι, ἀλλὰ εἶναι, ὁμολογουμένως, μεμονωμένοι.
Βέβαια, μιά πολὺ μεγάλῃ μερίδα τοῦ κόσμου -ὄχι «ὅλος ὁ κόσμος»- ἀδιαφορεῖ γιά τὶς πνευματικὲς ἀξίες, ἀγνοεῖ τή φωνή τῆς συνειδήσεως καὶ ποδοπατεῖ τὸν αἰώνιο νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν, ὅμως, παρὰ πολλοί, καὶ μάλιστα ἀνάμεσα στούς νέους, ὄσο δέν τὸ ὑποψιαζόμαστε, ποὺ δέν ὑποτάχθηκαν στή νοοτροπία τοῦ ὄχλου καὶ στήν ἰσοπέδωση τῆς προωθουμένης παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ δέν καταδέχτηκαν νά προδώσουν τίς ἀρχὲς τους γιά μιά ψεύτικη κοινωνικότητα, ποὺ δέν «ἔκλιναν γόνυ τῷ Βααλ», ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στήν λατρείᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀσυμβίβαστοι στό ἐκκλησιαστικὸ ἄθλημα τῆς ἀρετῆς. Μόνο πού, καθὼς εἴπαμε, ἐνῶ δέν εἶναι τόσο λίγοι, εἶναι «μεμονωμένοι» καὶ στούς πολλούς -πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια στηρίγματα- ἄγνωστοι.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τὸ καλὸ δέν κάνει θόρυβο». Συμφωνοῦμε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ «λεῖμμα Κυρίου», ποὺ δέν συσχηματίσθηκε «τῷ αἰῶνι τούτῳ» δέν εἶναι -δέν πρέπει νά εἶναι- ἐπιδεικτικό. Ἀλλά, ἐπιτελοῦς, ἂς μὴν εἶναι καί… ντροπαλό!
Τηρώντας σταθερά τίς φωτεινὲς ἐντολὲς τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας, χωρὶς τὴν ἐνόχη ντροπή, γεμάτοι θάρρος, εἶναι σίγουρο πώς σύντομα θ’ ἀπολαύσουμε τὴν ἐκτιμήσῃ, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν συνανθρώπων μας. Ἀλλά, καὶ ἂν αὐτὸ δεν γίνει, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μᾶς δώσει πλουσιοπάροχα τὴν ἀμοιβὴ τῆς σταθερότητας καὶ τῆς ἀνδρείας. Αὐτόν, λοιπόν, ἂς ὁμολογοῦμε παντοῦ καὶ πάντοτε, «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Ἀ’ Κορ. 1, 23-24).