Κυριακή του Ασώτου: Ο Άγιος Άσωτος και ο Εύσπλαχνος Πατέρας

paravolh asotou

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου: Ὁ ἅγιος ἄσωτος καὶ ὁ εὔσπλαχνος πατέρας

 +Μωϋσέως  Μοναχοῦ Ἁγιορείτη

Ὁ σκανδαλώδης σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας

Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ὁ Θεὸς πατέρας σέβεται καταπληκτικὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ βούληση. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δὲν νοιάζεται γιὰ τὸ κῦρος του, γιὰ τὸ τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος, ὅτι θὰ χάσει τὸ στήριγμα, τὸν βοηθὸ τοῦ τὸ παιδί του.

Λυπᾶται γιὰ τὴ φυγὴ μὰ δὲν θέλει νὰ τὴν ἀποτρέψει ἐνῷ μπορεῖ. Σκανδαλίζει μερικὲς φορὲς αὐτὴ ἡ μεγάλη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Θὰ θέλαμε νὰ μᾶς εἶχε πιὸ περιορισμένους. Δὲν ξέρουμε νὰ ἐκτιμοῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε τὴν ἐλευθερία.

Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα εἶναι πολύ ἀρχοντική. Θέλει πλησίον του ἀγαπητὰ παιδιὰ καὶ ὄχι σκλάβους καὶ δούλους ἀνελεύθερους, φοβισμένους, τρομαγμένους. Τὸν ἀφήνει νὰ καταχρασθεῖ τὴν ἐλευθερία του, παιχνίδι πολὺ ἐπικίνδυνο. Τὰ ξυλοκέρατα εἶναι γλυκὰ στὴν ἀρχὴ καὶ στυφὰ στὸ τέλος ὅπως καὶ ἁμαρτία. Δίχως Θεὸ ὁ ἄνθρωπος πεινᾶ, διψᾶ καὶ εἶναι μόνος. Πεῖνα καὶ δίψα ἀκόρεστη, μοναξιὰ φοβερή.

Τὸ κυνηγητὸ τῆς ἡδονῆς ἔφερε ἀνυπόφορη ὀδύνη. Ὅμως ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ πατέρα τὸν συνόδευε πάντοτε. Δὲν τὸν ἔκανε νὰ τὴ λησμονήσει καὶ νὰ ἀπογοητευθεῖ. Ἦταν ἀπόλυτα βέβαιος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα του καὶ αὐτὸ τὸν ἔσωσε. Τὸν ἔσωσε ἀκόμη ἡ μὴ ἀργοπορία καὶ ἡ μὴ ἀναβολή. Ἡ σωτήρια σκέψη ἔγινε ἀμέσως πράξη.

Ὁ πατέρας τὸν περιμένει, τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του. Ἔτσι λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες: ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπή μόνο ἂν σῳζόταν ἀπὸ ὅλο τὸ εὐαγγέλιο, ἀρκοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δὲ παραβολὴ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ λέγεται τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ἀλλὰ τοῦ εὔσπλαγχνου πατέρα.

Ὁ δεύτερος ἄσωτος

Ὅμως στὴ συνέχεια τῆς παραβολῆς ὑπάρχει καὶ ὁ πρεσβύτερος υἱός. Ζητᾶ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν ἐργασία του, καυχιέται γιὰ τὴν ἠθική του μεγαλοσύνη καὶ αἰσθάνεται ἀσύγκριτα καλύτερος τοῦ ἀδελφοῦ του. Δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση νὰ συμμετάσχει στὴ χαρὰ τοῦ πατέρα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ χαμένου ἀδελφοῦ. Τὰ γεγονότα τὸν ξεμασκάρεψαν, τὸν παρουσίασαν γυμνὸ ἀπὸ κάθε ἀρετή. Ἔχουμε δυὸ ἀσώτους υἱοὺς τελικά. Ὁ πρῶτος ὁ νεώτερος, μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει μὲ δάκρυα στὸ σπίτι του. Ὁ δεύτερος, ἀπρόσμενα, καταφαίνεται ἄσωτος δίχως νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἀσωτεύει στὴν αὐλὴ καὶ τὸν λογισμό του, κάνει σπήλαιο λῃστῶν τὴν καρδιά του. Οὔτε κἄν μπαίνει στὸ σπίτι του, εἶναι ἕνας στυγνὸς καὶ ἀκέραιος Φαρισαῖος ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ δικαιώνει τοὺς ἴδιους. Δάκρυσε καὶ ὁ τελώνης καὶ ὁ ἄσωτος, ὅμως ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς δὲν δάκρυσαν καθόλου γιατί εἶχαν ἐγωισμὸ ποὺ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ δακρύσεις.

Χρειάζεται προσοχὴ καὶ προσευχὴ νὰ μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ διακρίνουμε τὴν κατάστασή μας, γιατί τὸ τραγικὸ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ εἶναι ἐκτὸς ὅπως ὁ πρεσβύτερος υἱός.

Οἱ πατέρες καὶ οἰκογενειάρχες, οἱ γονεῖς καὶ οἱ δάσκαλοι νὰ ἀνέχονται τὰ παιδιά, νὰ τὰ διδάσκουν νὰ τὰ ρίχνουν στὸ φιλότιμο, νὰ τὰ διδάσκουν μὲ τὸ φωτεινό τους παράδειγμα, νὰ ὑπομένουν, νὰ ἐλπίζουν, νὰ προσεύχονται.

Τελικὰ ὁ ὅσιος τελώνης καὶ ὁ ἅγιος ἄσωτος αὐτὸ κάνουν, ἀφοῦ μιλοῦν μὲ ἔργα γιὰ πραγματικὴ μετάνοια, ἐνῷ ἀντίθετα ὁ «δίκαιος» πρεσβύτερος υἱὸς καὶ ὁ Φαρισαῖος ἀπαιτοῦν ἀναγνώριση καὶ σεβασμό, εἶναι ἀμετανόητοι καὶ ὑποκριτές, δὲν μετέχουν στὴ χαρὰ τῶν ἄλλων, εἶναι τρομερὰ ἐγωπαθεῖς. Ἄς μιμηθοῦμε λοιπὸν τὸν τελώνη καὶ τὸν ἄσωτο στὴ μετάνοιά τους γιὰ νὰ ζήσουμε τὸν παράδεισο ἀπὸ τώρα.


Εκτύπωση   Email