Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος
Ἡ αἰτία ποὺ πάσχει καὶ καταστρέφεται ἡ πίστη μέσα μας, εἶναι τὰ ἀνθρώπινα ἔργα. Τὰ ἔργα μας κονταίνουν τὸ βλέμμα μας καὶ ἐμεῖς σταματᾶμε μόνο σ’ αὐτὰ καὶ δὲν κοιτᾶμε πιὸ πέρα. Βλέπουμε τὴν ἐπιστήμη μας, τὸ ἔργο τοῦ μυαλοῦ μας, καὶ κοιτάζοντάς το τὰ μάτια μας τόσο ὑγραίνουν, ὥστε γίνονται ἀνίκανα νὰ δοῦν ἕναν εὐρύτερο καὶ φωτεινότερο ὁρίζοντα. Κοιτᾶμε τὶς μεγάλες πόλεις, ἔργο τῶν χεριῶν μας, καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ γίνονται ἀόρατα γιὰ μᾶς. Ἡ κουλτούρα μας κατέχει τὰ μάτια περισσότερο ἀπὸ τὴ φύση, ἀφοῦ τὴ φύση στὶς πόλεις σχεδὸν δὲν τὴ βλέπουμε. Ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργὸς τῶν πολιτισμικῶν δημιουργημάτων, μᾶς φαίνεται ὡς ὁ μόνος δημιουργὸς μέσα στὸ σύμπαν. Ἀπὸ τὰ ψηλὰ σπίτια μας δὲν βλέπουμε τὸ συμπαντικὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ σκόνη τῶν ἀνθρώπινων μυρμηγκοφωλιῶν μας δὲν βλέπουμε τὸν οὐρανό. Ἐμεῖς συχνὰ μέσα στὴν ἀδικία μας ἐκτιμοῦμε περισσότερο τὸ ἔργο ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἐργολάβο. Κοιτάζουμε μὲ θαυμασμὸ ἕνα μεσαιωνικὸ καθεδρικὸ ναό, καὶ ταυτόχρονα βλέπουμε μὲ περιφρόνηση τοὺς ἀνθρώπους. Σὰν νὰ εἶναι ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἄξιος μεγαλύτερου θαυμασμοῦ ἀπ’ ὅ,τι οἱ δημιουργοί του, οἱ ἄνθρωποι.
Ἐξίσου συχνὰ κοιτάζουμε μὲ θαυμασμὸ τὴ φύση, ἀλλὰ τὸ δημιουργό της οὔτε ποὺ τὸν θυμόμαστε. Σὰν νὰ εἶναι ἡ ὕλη ἀξιότερη ἀπὸ τὸ δημιουργό της! Ἢ κοιτᾶμε τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ ρόλο του σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν θαυμάζουμε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔβαλε σ’ αὐτὸ τὸ ρόλο. Ἀπ’ αὐτὴν τὴν πλάνη προέρχεται ἡ φοβερὴ τραγῳδία τῆς πίστης στὶς ψυχές μας.
Ἡ πίστη εἶναι πάντα μία αὐστηρὴ παρατήρηση τοῦ δημιουργοῦ πίσω ἀπὸ τὸ δημιούργημα καὶ τοῦ ἐργολάβου πίσω ἀπὸ τὸ ἔργο. Ἡ πίστη κρατᾶ πάντα τὴν ἀπόλυτη ἀξία γιὰ κάτι ἀκριβότερο ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὰ μάτια μποροῦν νὰ δοῦν, τὰ αὐτιὰ νὰ ἀκούσουν καὶ τὰ ἀνθρώπινα χέρια νὰ φτιάξουν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πίστη στέκει σὲ ἀντιπαλότητα μ’ ὅλες τὶς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ θέλουν νὰ προσθέσουν στὸ σχετικὸ τὴν ἄξια του ἀπολύτου. Ἡ μέγιστη καὶ ἡ φοβερότατη τραγῳδία τῆς ζωῆς γεννιέται ἐκεῖ ὅπου, νικημένη ἡ πίστη, πεθαίνει.
Ἄλλη αἰτία τῆς τραγῳδίας τῆς πίστης σὲ πολλούς, ἐγὼ τονίζω τὶς πλάνες τῶν ἐκπροσώπων τῆς πίστης. Ὁ καθένας ἐκτιμᾶ τὸ σπόρο κατὰ τὸν καρπό. Ἐὰν ὁ καρπὸς εἶναι πικρός, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸ σπόρο; Ὁ καλύτερος καρπὸς τῆς πίστης πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βάλανε τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἐξολοκλήρου στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης.
Ἡ πίστη εἶναι σπόρος, ὁ ἄνθρωπος ἀγρός. Ὅταν σπείρετε ἴδια σπορὰ σὲ διαφορετικοὺς ἀγρούς, διαφορετικοὺς καρποὺς θὰ φέρει.
Ἡ πίστη εἶναι σπόρος, ὁ ἱερέας εἶναι ἄνθρωπος. Πῶς ὁ ἴδιος σπόρος στὴ διαφορετικὴ γῆ θὰ δώσει ἴδιους καρπούς; Πράγματι, ὁ καθένας περιμένει ὁ ἱερέας μιᾶς πίστης νὰ εἶναι ὁ καλύτερος καρπὸς αὐτῆς τῆς πίστης, καὶ κατὰ τὸν καρπὸ ἐκτιμᾶ καὶ τὸν σπόρο. Ὅμως, ὅλος ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ ξεγελαστεῖ σὲ μία τέτοια ἐκτίμηση. Ἀφοῦ ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ὁ χειρότερος καρπὸς ἐκείνης τῆς πίστης τὴν ὁποία ὑπηρετεῖ. Ἀπὸ τὸν ἴδιο σπόρο φυτρώνει σ’ ἕναν ἀγρὸ τὸ λουλούδι, ἐνῷ στὸν ἄλλο ζιζάνιο. Πρέπει νὰ ἐκτιμᾶται ὁ σπόρος κατὰ τὸν καλύτερο καὶ ὄχι κατὰ τὸ χειρότερο καρπὸ ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει. Ὅταν ὁ καλύτερος σπόρος πέσει στὰ ἀγκάθια, τὰ ἀγκάθια τὸν πνίγουν. Μόνο ὁ καλὸς σπόρος στὴν καλὴ γῆ ἀποδίδει, κατὰ τὰ λόγια του Σωτῆρα, ἑκατονταπλάσιο καρπὸ καὶ καλὸ καρπό. Ἡ χριστιανικὴ πίστη, σπαρμένη στὸν καλὸ ἀγρό, δίνει τοὺς καλύτερους καρποὺς τοὺς ὁποίους μπορεῖ ἡ πίστη νὰ δώσει. Ὅμως, ἡ χριστιανικὴ πίστη σπάρθηκε καὶ στὰ ἀγκάθια καὶ στὶς πέτρες, στὰ ζιζάνια καὶ στὸ δρόμο, ὅπου δὲν φυτρώνει ἢ ἐὰν φυτρώνει δὲν μεγαλώνει ἢ ἐὰν μεγαλώνει δὲν φέρνει καρπὸ ἢ φέρνει πικρὸ καρπό. Ἔδωσε ἀνθρώπους μεγάλους κατὰ τὸ χαρακτῆρα, Τιτᾶνες στὴν ἀρετὴ καὶ στὸ νοῦ, ὅμως βρίσκεται καὶ σὰν μπόλιασμα ποὺ δὲν ἔπιασε στὰ πολλὰ στυφὰ καὶ ἀγκαθωτὰ δέντρα. Εἶναι τὸ πεταμένο μαργαριτάρι μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ γουρούνια. Οἱ ἄνθρωποι μάζεψαν τὸ μαργαριτάρι καὶ τὸ φύλαξαν μ’ ὅλη τὴ λάμψη του. Τὰ γουρούνια ἀνακάτεψαν τὸ μαργαριτάρι μὲ τὸ καλαμπόκι, τὸ καλαμπόκι τὸ ἔφαγαν, ἐνῷ τὸ μαργαριτάρι τὸ ποδοπάτησαν μέσα στὴ λάσπη καὶ μὲ τὴ μουσοῦδα τὸ ἔριξαν μακριὰ τους σὰν πρᾶγμα ποὺ δὲν τρώγεται. Εἶναι ἄφρονες ἐκεῖνοι ποὺ ποδοπατοῦν τὸ μαργαριτάρι μέσα στὴ λάσπη, ὅμως εἶναι ἀκόμα πιὸ ἄφρονες ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὸ μαργαριτάρι μπροστὰ στὰ γουρούνια, λερωμένο στὴ λάσπη, καὶ νομίζουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἄμμος καὶ ὄχι μαργαριτάρι. Κάθε ἐπάγγελμα ἔχει τοὺς Ἰοῦδες του. Κάθε δουλειὰ ἔχει αὐτοὺς ποὺ τὴν ντροπιάζουν.
Ὅμως, πολλοὶ δὲν συλλογίζονται ἔτσι. Πολλοὶ βλέπουν ἕναν ἄθεο ἱερέα καὶ ἡ πίστη μέσα τους νεκρώνεται. Πολλοὶ βλέπουν ἕναν κυνικὸ ἐξομολόγο καὶ ἡ πίστη μέσα τους αἰωρεῖται σὰν φλόγα τοῦ κεριοῦ μπροστὰ στὸν ἄνεμο. Πολλοὶ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἄθεη συμπεριφορὰ ὑψηλῶν χριστιανικῶν ἐκπροσώπων καὶ ἡ αἰωρούμενη φλόγα τῆς πίστης στὴν ψυχὴ τους νεκρώνεται. Καὶ ὅταν στὴ μάχη μὲ τὸν κρύο ἄνεμο σβήσει αὐτὴ ἡ φλόγα, ἡ τραγῳδία τῆς πίστης εἶναι πλήρης.
Πηγή: Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ἀργὰ Βαδίζει Ὁ Χριστός», Ἐν Πλῷ.