Κυριακὴ τοῦ τυφλοῦ

 Φωτὸς χορηγός, ἐκ φάους πέλων φάος,
Τὸν ἐκ γενετῆς ὀμματοῖς Τυφλόν, Λόγε.

 

tyflouΤὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ, ἀποτελεῖ μιά ἀδιάψευστη ἀποδείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς δέν ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός. Ὅπως διαβάζουμε στό κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ὁ Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, συναντᾶ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Ὁ Κύριος, ἔκανε πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε στό χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ὁ τρόπος αὐτὸς θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στήν Παλαιὰ Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, τώρα ὁ Χριστός, πλάθει τὰ μάτια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ ἴδιος Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν στέλνει στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ζητᾶ τή δική του ἑκούσια καὶ ἐλεύθερη συμμετοχὴ του στό θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη, ὑπακούει στήν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει καὶ πλένεται καὶ ἐπιστρέφει βλέποντας.
Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲ ἔγινε εὐκολότερη. Γίνεται στόχος τῆς κακίας καὶ τοῦ μίσους τῶν Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού μὲ ζῆλο πίστευαν στό Θεὸ καὶ στήν τηρήσῃ τοῦ Νόμου Του. Ἀνακρίνουν τὸν τυφλὸ κι ἀντὶ νά πιστέψουν κι ἐκεῖνοι βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα μπροστὰ τους, κλείνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους. Ὁ θρησκευτικὸς φανατισμὸς τους, ὄχι μόνο τοὺς κλείνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους τή διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νά ὁμολογήσουν τὸ θαῦμα πού ἔγινε στό παιδὶ τους πού γεννήθηκε τυφλό, γιά νά μὴν γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τόση ἦταν ἡ πίστη τους καὶ ἡ χαρὰ τους πού ἀπέκρυψαν ἀποφεύγοντας μὲ μαεστρία νά ὁμολογήσουν ἕνα ἀληθινὸ γεγονός. «Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νά ῥωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νά τοὺς χάλασε τὰ σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς χάλασε τὴν ἡσυχία τους ἀφοῦ ἔπρεπε νά παρουσιαστοῦν στή συναγωγὴ καὶ νά ἀνακριθοῦν μὲ τὸν κίνδυνο νά γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πού εὐεργετούμαστε καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ντρεπόμαστε ἢ φοβόμαστε νά ὁμολογήσουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μας. Βάζουμε τὰ συμφέροντα μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό, πιστεύοντας ἐνδόμυχα πώς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει! Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη μας καί τίς προτεραιότητες πού ἔχουμε βάλλει στή ζωὴ μας. Θὰ δεῖ ποιούς θεοὺς ἔχουμε βάλλει στή θέση Του καὶ μὲ τὸ δικὸ Του τρόπο δὲ θὰ πάψει νά μᾶς ὑπενθυμίζει πῶς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.
Ὁ τυφλός, τελικὰ δὲ θεράπευσε μόνο τὰ μάτια τοῦ σώματός του ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του. Ἀναγνωρίζει καὶ προσκυνεῖ τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ διστάζει νά τὸ ὁμολογήσει στούς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες μὲ θάρρος πού θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς. Δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη, χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως γιά νά γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μπροστὰ στούς ἀνθρώπους, θὰ μᾶς ὁμολογήσει καὶ Ἐκεῖνος μπροστὰ στόν Πατέρα Του, μᾶς ἔχει ὑποσχεθεὶ ὁ Κύριος.

 

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς ψυχῆς τὰὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς
τὸὑπέρλαμπρον.

Μεγαλυνάριον
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦἐκ μήτρας,
ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ
τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.