Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

PalamasἍγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

                                                                 Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου

Μέγας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Ἡ διδασκαλία του γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μετοχή του στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὴν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκκοσμικευμένη θεολογία τῆς ἐποχῆς του, ποὺ διαμορφώθηκε μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ σχολαστικιστικοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτελεῖ σπάνια περίπτωση στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ θεολόγο θεόπτη, ποὺ ἐκφράζει τὴν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς μὲ μοναδικὸ συνθετικὸ τρόπο. Ἔχει ὡς θεμέλιό της πνευματικῆς του καταρτίσεως τὴ βίωση τῆς θείας χάριτος καί, τὴ θέωση μέσα στὸ φῶς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Προικισμένος μὲ ὀξὺ νοῦ μπόρεσε νὰ κινηθεῖ ἄνετα στὸν χῶρο τῆς θεολογίας καὶ νὰ ἐκφράσει ἀκραιφνῆ τριαδολογία μὲ τὰ σημαντικὰ ἔργα του.

Γεννήθηκε τὸ 1296 στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ὁ πατέρας του Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς προερχόμενος ἀπὸ τὴ βαθύτερη Μικρὰ Ἀσία ἦταν συγκλητικὸς καὶ μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τοῦ Ἀνδρονίκου Β’. Ὁ αὐτοκράτορας τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνατροφὴ τοῦ Ἀνδρονίκου Γ, ἐγγονοῦ καὶ διαδόχου του. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν τὸν ἀπορροφοῦσαν τόσο τὰ πολιτικὰ ἔργα ὅσο τὰ πνευματικά, ἀφοῦ κάποτε σὲ συνεδρίαση τῆς συγκλήτου, θέλοντας ὁ αὐτοκράτορας νὰ τοῦ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ τὸν βρῆκε ἀφοσιωμένο στὴν προσευχὴ καὶ δὲν τὸν διέκοψε, πιστεύοντας ὅτι βοηθεῖ περισσότερο μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ παρὰ μὲ τὶς σκέψεις του. Ὁ πατέρας του, ἀφοῦ πρόλαβε νὰ φορέσει τὸ ράσο τοῦ μοναχοῦ καὶ νὰ λάβει τὸ ὄνομα Κωνστάντιος, ἐκοιμήθη σχετικὰ νέος, ὅταν ὁ Γρηγόριος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν. Τὴν προστασία του ἀνέλαβε ὁ αὐτοκράτορας.

Ἡ μητέρα του Καλὴ καὶ οἱ ἀδελφές του Ἐπίχαρις καὶ Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, ὅπως καὶ οἱ ἀδελφοί του Μακάριος καὶ Θεοδόσιος, ποὺ τὸν ἀκολούθησαν στὸν μοναχικὸ βίο. Ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλὴ μόρφωση στὸ πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ διευθυντὴ τὸν διάσημο θεολόγο καὶ φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ἰδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ἐτῶν, ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρόνικου Β’ καὶ πολλῶν σοφῶν στὰ ἀνάκτορα, σὲ ὁμιλία του γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη κατέπληξε ὅλους τους ἀκροατές του. Ὁ παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης εἶπε θαυμάζοντας στὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὸν νεαρὸ ὁμιλητή: Ἂν ἦταν παρὼν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης θὰ τὸν ἐπαινοῦσε.

Ἐκτὸς τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικῆς καὶ ρητορικῆς. Νωρὶς ὅμως ἀφιερώθηκε στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Συναξαριστῆ. Τὴν πνευματικὴ ζωὴ διδάχθηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ συναναστρεφόταν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ πρώην Ἁγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ποὺ τὸν μύησε στὴν καθαρὴ προσευχή. Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ ἤλπιζε ὅτι θὰ τὸν ἔχει σύμβουλο, στὴ θέση τοῦ πατέρα του, ἔβλεπε νὰ τὸν χάνει. Εἰκοσάχρονος ὁ Γρηγόριος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Παπίκιο ὅρος, σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ὅπου ἀντέκρουσε ἐκεῖ νεώτερους Μασσαλιανούς, καὶ στὴ συνέχεια γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος ᾖλθε μὲ τοὺς δυὸ ἀδελφούς του. Ὁ ἴδιος ὑποτάχθηκε στὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἡσυχαστή, ποὺ ἠσκεῖτο σὲ Κελλὶ τῆς μονῆς Βατοπαιδίου, καὶ ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλους τους Ἁγιορεῖτες γιὰ τὴ σοφία του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκανε ὑπακοὴ «τῷ γενναίῳ ἀνδρί, θαυμαστῶ κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν» κατὰ τὸν ἅγιο Φιλόθεο τὸν Κόκκινο. Ἀπὸ τὸν Νικόδημο ὁ Γρηγόριος ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Τὰ πρῶτα μοναχικά του ἔτη τὰ ἔζησε ὁ ἅγιος στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ κοντὰ στὴ μονὴ Βατοπαιδίου μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος ἐπανελάμβανε συνεχῶς τὸ «φώτισόν μου τὸ σκότος». Κάποτε εἶδε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τοῦ εἶπε πὼς τὸν ἔστειλε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι ἡ Θεοτόκος καὶ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ εἶναι πάντα βοηθοί! Τρία ἔτη παρέμεινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴν ὑπακοὴ τοῦ ὁσίου Γέροντός του Νικοδήμου καὶ πολλὰ διδάχθηκε κοντά του.

Περὶ τὸ 1320, μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ γηραιοῦ Γέροντός του ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπου παρέμεινε γιὰ μία τριετία. Ἡ φήμη του τὸν εἶχε προφθάσει καὶ οἱ πατέρες τὸν ὑποδέχθηκαν θερμά. Ὑπακούοντας διακόνησε στὴν τράπεζα καὶ στὸ Ναό. Ὅλοι ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀγρυπνία, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσε ὑπέρμετρα. Ὁ πόθος του γιὰ τὴν ἱερὰ ἡσυχία τὸν ἔκανε νὰ ἀναχωρήσει καὶ ἀπὸ ἐκεῖ.

Οἱ Λαυριῶτες πατέρες λυπήθηκαν γιὰ τὴν ἀναχώρησή του ἐνῷ οἱ μοναχοί της σκήτης τῆς Γλωσσίας, σημερινὴ Προβάτα, στὴν ὁποία κατευθύνθηκε ὁ ἅγιος, χαιρόμενοι τὸν ὑποδέχθηκαν, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ τὸν ὅσιο Γρηγόριο τὸν Βυζάντιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος, «μέγας καὶ περιβόητος εἰς τὴν ἡσυχίαν, καὶ εἰς τὴν νηφὶν καὶ θεωρίαν κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους».

Ἀπὸ αὐτὸν διδάχθηκε ὁ ἅγιος πολλὰ περὶ τῶν μυστηρίων τῆς νοερᾶς ἐνεργείας καὶ τῆς ἀκροτάτης θεωρίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε πολλῶν χαρισμάτων, ὅπως τῆς συνεχοῦς κατανύξεως καὶ τῶν καρδιακῶν δακρύων. Λόγω ἐπιδρομῆς Τούρκων πειρατῶν, μετὰ διετῆ παραμονή, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήσει καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ μεταβεῖ μὲ δώδεκα μαθητές του στὴ Θεσσαλονίκη. Κατὰ μία παράδοση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλαβε τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα στὸ Κελλίον Παναγίας Κρανιᾶς ἀπὸ τὸν Γέροντά του ὅσιο Νικηφόρο τὸν Ἡσυχαστὴ τὸν Ἰταλό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὕψος νηπτικῆς θεωρίας.

Στὴ Θεσσαλονίκη δὲν ἔπαυσε τὴν ἄσκησή του μετὰ τῆς συνοδείας του. Οἱ κινήσεις του πραγματοποιοῦνταν κατόπιν προσευχῆς καὶ θείας πληροφορίας. Ἔτσι δέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στὴ σκήτη τῆς Βεροίας, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τὴ μεγάλη του ἄσκηση. Ἐκεῖ κατὰ τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἔμενε ἔγκλειστος καὶ σιωπῶν καὶ μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ἐξήρχετο τοῦ κελλιοῦ του, γιὰ νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ διδάσκει τοὺς ἀδελφούς του. Ἡ συνεχὴς νήψη καὶ προσευχὴ τοῦ εἶχε δώσει τὴν καλὴ ἀλλοίωση καὶ εἶχε γίνει ὅλος φῶς καὶ γιὰ ὅλους φωτεινὸ παράδειγμα. Ὁ θάνατος τῆς μοναχῆς μητέρας τοῦ Καλλίστης τὸν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέλαβε τὶς ἀδελφές του, τὶς τοποθέτησε σὲ γυναικεῖο ἡσυχαστήριο καὶ τοὺς δίδαξε τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ ἐνάρετη ἀδελφὴ του Ἐπίχαρις, ἡ κοσμημένη μὲ πλούσιο προορατικὸ χάρισμα, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Πειρατικὲς ἐπιδρομὲς στὴν περιοχὴ ἀνάγκασαν τὸν θεῖο Γρηγόριο νὰ ἀναχωρήσει ξανὰ καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ ἀγαπητό του Ἅγιον Ὅρος.

Προσῆλθε στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ παρὰ τὴν προθυμία τῶν πατέρων της δὲν ἔμεινε ἐντὸς τῶν τειχῶν της, ἀλλὰ ἀποσύρθηκε στὸ ἡσυχαστικὸ Κελλί τοῦ Ἁγίου Σάββα. Συνέχιζε καὶ ἐδῶ τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα. Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος παρέμενε ἔγκλειστος, σιωπῶν καὶ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος καὶ μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ μετέβαινε στὴν πλησιόχωρη Λαύρα γιὰ νὰ λειτουργήσει. Ἡ ἔνθεη ζωὴ του ἦταν γεμάτη ἀπὸ θεῖες ὀπτασίες καὶ ὁράματα, πότε κατὰ τὶς λειτουργίες στὴ Λαύρα καὶ πότε στὶς ἀγρυπνίες στὸ κελλί του, ὅπου τοῦ παρουσιάσθηκε ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος. Ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ ἦταν συνήθης, ὅπου κατὰ τὸν βιογράφο του «τῷ θείῳ φωτὶ πλουσίως ὅλως περιλαμπόμενος».Ἡ θεολογία του δόθηκε θαυμαστὰ ἄνωθεν, κατόπιν ἐξαισίου ὁράματος, καὶ τότε ἄρχισε νὰ γράφει ἁγιοπνευματικὰ τοὺς θαυμάσιους δογματικοὺς λόγους του.

Τὸ 1335 ψηφίσθηκε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἐσφιγμένου, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη καὶ ἐπέστρεψε στὴν ἐράσμια ἡσυχία του. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου ἦταν διακόσιοι πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν μάρτυρες τῶν θαυμάτων του.

Συνεχίζοντας τὴ μυστικὴ ἀσκητικὴ βιοτὴ τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὸ Λαυριώτικο ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Σάββα, τὴν Πεντηκοστή τοῦ 1337 ἀνέγνωσε τὶς πραγματεῖες τοῦ Καλαβροῦ μοναχοῦ Βαρλαάμ, οἱ ὁποῖες εἶχαν λανθασμένες θεολογικὲς θέσεις περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ὁ Βαρλαὰμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴ Θεσσαλονίκη κατηγοροῦσε καὶ διέβαλλε τοὺς ἡσυχαστὲς ὡς πλανεμένους καὶ ὀμφαλοσκόπους. Ὁ μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Ἰσίδωρος Βουχειρᾶς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στέλνει στὸ ἐρημητήριο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τὰ λάθη τους καὶ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμὰ καὶ προσκαλούμενος ἔμπιστα, προβλέποντας ὅτι νέα αἵρεση θὰ συγκλονίσει τὴν Ἐκκλησία. Ἐξῆλθε τοῦ φίλτατου Ἁγίου Ὅρους στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου συνέχισε τὴ μελέτη τῶν βαρλααμικῶν συγγραμάτων καὶ μὲ ἐπιστολὴ τοῦ προσπάθησε νὰ συνετίσει τὸν ἀταπείνωτο συγγραφέα τους, ὁ ὁποῖος ὑποκρινόμενος ἀπέφευγε τὸν δίκαιο καὶ ὀρθὸ ἔλεγχο. Ὁ φίλος τῆς εἰρήνης Γρηγόριος συνέχισε τοὺς ἀγῶνες του μὲ τὸ σπουδαῖο ἔργο του « Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», στὸ ὁποῖο ὁ Βαρλαὰμ ἀπάντησε μὲ τὸ ἀντιησυχαστικὸ τοῦ ἔργο «Κατὰ Μασσαλιανῶν». Οἱ ἅγιοι Γρηγόριος καὶ Ἰσίδωρος συνήργησαν γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ περίφημου Ἁγιορειτικοῦ Τόμου (1340), τοῦ ὁποίου συντάκτης ἦταν ὁ θεῖος Γρηγόριος καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέγραψαν οἱ πρόκριτοι τῶν Ἁγιορειτῶν καταδικάζοντας τὸν βαρλααμισμό. Στὴ Θεσσαλονίκη ἀναπαύθηκε ἡ ὁσία ἀδελφὴ τοῦ Θεοδότη κι ὁ ἅγιος προσκαλούμενος ἀπὸ τὴ Σύνοδο μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ τολμηροῦ Βαρλαάμ.

Οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου ἐπιδοκιμάσθηκαν καὶ ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1341. Ὁ Βαρλαὰμ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Δύση. Ὁ ἐμφύλιος ποὺ ἀκολούθησε δημιούργησε ταραχὲς καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἔργο τοῦ Βαρλαὰμ συνέχισε ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος προστατευόταν ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴν προσπάθειά του νὰ εἰρηνεύσει τοὺς ἀντιμαχόμενους ἔπεσε σὲ περιπέτειες καὶ μάλιστα διώχθηκε καὶ φυλακίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ 1344. Ἡ ἄνοδος στὸν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Κατακουζηνοῦ καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰσιδώρου Βουχειρᾶ καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1347 δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ μάλιστα ἐκλέχθηκε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω τῶν ἐκεῖ ὅμως ἀκόμη πολιτικῶν ταραχῶν στὸ θρόνο τοῦ ἐπίσημα ἀνῆλθε τὸ 1350.

Πρὶν τὴν ἐνθρόνισή του στὴ Θεσσαλονίκη μετέβη ξανὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ κατόπιν στὴ Λῆμνο, ποὺ ἦταν ἀποίμαντη ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ ἀνέλαβε ἔκτακτες ποιμαντικὲς μέριμνες. Ἡ εἴσοδος τοῦ Κατακουζηνοῦ στὴ Θεσσαλονίκη ἐπέτρεψε καὶ τὴν τοῦ Παλαμὰ στερέωση, τὸν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὁ πιστὸς λαὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ὡς πνευματοφόρο καὶ εἰρηνοδότη. Οἱ ὁμιλίες του ἔφεραν σὲ μετάνοια τοὺς ἀντιπάλους του. Ἐμψύχωσε κι ἐνδυνάμωσε μὲ συνάξεις τὸν ἱερὸ κλῆρο τῆς πόλεως. Λειτουργοῦσε συχνὰ καὶ κήρυτε πάντα ἄψογα. Οἱ σῳζόμενες ὁμιλίες του ἦταν παιδαγωγικὲς καὶ ψυχωφελεῖς, ἀφορμὲς μετανοίας, ἀναιρετικὲς ἁμαρτιῶν, διδαχὲς ἐναρέτου βίου. Σῴζονται ἀναφορὲς θαυματουργιῶν του τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἡ ἀρχιερατική του διακονία ἦταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες ἀπὸ ἐτεροδιδασκαλίες δὲν τὸν ἄφηναν ν’ ἀφοσιωθεῖ πλήρως στὸ πλούσιο ποιμαντικό του ἔργο ἀπέναντι στὸ ποίμνιό του.

Μεταβαίνοντας στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ εἰρηνευτικοὺς σκοπούς, πρὸς συμφιλίωση τῶν αὐτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνοῦ καὶ Ἰωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τὸν Μάρτιο τοῦ 1354, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στὴν Προῦσα καὶ τὴ Νίκαια καὶ ἐκμεταλλεύθηκε τὴν εὐκαιρία ὁ πολύσοφος νὰ ἔχει ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσες θεολογικὲς συνομιλίες μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1355, μὲ τὴν καταβολὴ λύτρων, ἀπελευθερώθηκε καὶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ συνεχίσει τοὺς ἀντιαιρετικοὺς ἀγῶνες, αὐτὴ τὴ φορὰ κατὰ τοῦ Νικηφόρου Γρήγορα.

Οἱ λόγοι τοῦ «Κατὰ Γρηγορᾶ» εἶναι τὰ τελευταῖα του γραπτὰ ἔργα. Ἐπιστρέφοντας στὴ Θεσσαλονίκη συνέχισε τὸ ποιμαντικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο ἐστέφθη μὲ πολλὲς θαυματουργίες. Τὰ τελευταῖα τοῦ λόγια «πυκνῶς καὶ πολλάκις» ἦταν «τὰ ἐπουράνια εἰς τὰ ἐπουράνια». Ἐκοιμήθη τὸ φθινόπωρο τοῦ 1359.

Ἡ μνήμη τοῦ ἐτιμάτο στὶς 13 Νοεμβρίου μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς νέος Χρυσόστομος. Ἔτσι ἀναφέρεται στὸ παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων της ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Τριῶν της Καστοριᾶς. Τὸ 1368 ἐπὶ τοῦ φίλου καὶ ἐξαίρετου ἐγκωμιαστοῦ καὶ βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε ἡ μνήμη του τὴ Β’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Αὐτὴ καθιερώθηκε ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί ὁ ἅγιος θεωρήθηκε προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀκραιφνὴς πρόμαχός της. Ἡ μνήμη του τιμᾶται καὶ στὶς 14 Νοεμβρίου.

Πρῶτος βιογράφος του, ὅπως ἀναφέραμε, στὸν ὁποῖο βασίζονται καὶ ὅλοι οἱ πολλοὶ κατοπινοί του εἶναι ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ὑμνογράφος του. Ἐγκώμιο ἔγραψε ὁ πατριάρχης Νεῖλος, ἐνῷ κανόνες συνέθεσαν ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καὶ ὁ Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη Ἀκολουθία συνέθεσε ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Ὑπάρχει πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὸν πολυτιμημένο ἅγιο μὲ βάση τὰ πολύτιμα ἔργα του.

Τὰ τίμια καὶ χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στὸν πρὸς τιμὴ τοῦ Μητροπολιτικὸ ἱερὸ Ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας εἶναι συμπολιοῦχος μὲ τὸν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τὸν Μυροβλήτη.


Εκτύπωση   Email