Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως ὅμως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητος, ἀλλὰ καὶ ἀνέπτυξε θεολογικὰ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς καὶ στὴν συνέχεια ἐντόπισε τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς στοχαστικῆς θεολογίας καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Ἡ στοχαστικὴ θεολογία συνδέεται μὲ τὴν μεταφυσική, ἐνῷ ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία συνδέεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ δυτικῆς καὶ ὀρθοδόξου θεολογίας καί, βεβαίως, ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν στοχαστῶν – μεταφυσικῶν καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἡσυχαστῶν Πατέρων.
Ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ βεβαίως γνωρίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ἡ κτίση, καὶ ἄλλο εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἐνυπόστατη, ἀφοῦ «ἐνεργῶν ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις» (ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ἡ μετοχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατὰ διαφόρους βαθμοὺς μέθεξη καὶ κοινωνία μας μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας γευόμαστε ὡς μέλη ὄχι τοῦ λεγομένου μυστικοῦ ἀλλὰ τοῦ πραγματικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε δοξάζεται, κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ’, 26), διότι ὁ δοξασμὸς ἑνὸς μέλους τῆς Ἐκκλησίας ἔχει συνέπειες σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Προφήτης Μωϋσῆς δοξάστηκε, εἰσῆλθε στὸν θεῖο γνόφο, καὶ στὴν συνέχεια καθοδήγησε τὸν λαὸ μὲ τοὺς νόμους, τὶς συμβουλὲς καὶ τὴν ὅλη του ἀναστροφή.
Ἡ θεολογία τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν μέθοδο ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴν βίωση αὐτοῦ τοῦ μεγάλου φωτός, ἡ ὀρθόδοξη πίστη συνδέεται μὲ τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, γιατί ὅταν τὸ ἕνα ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὸ ἄλλο, τότε καταλήγουμε ἢ στὴν μεταφυσικὴ ἢ στὴν ἐξωτερικὴ καθηκοντολογία, ποὺ δὲν σῴζουν τὸν ἄνθρωπο.
Πολλὲς φορὲς σκέπτομαι ὅτι ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Χριστιανοὶ ψάλλουμε τὰ ὡραῖα τροπάρια τῆς Μεταμορφώσως τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, παρακαλοῦμε τὸν Θεό: «λάμψον καὶ ἡμῖν τοὶς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον» ἢ προσευχόμαστε μὲ τὴν εὐχὴ τῆς πρώτης ὥρας «σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου ἶνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον», ἀλλὰ ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική μας ζωὴ κινεῖται σὲ μία τροχιὰ ἐκτὸς τῆς πορείας πρὸς τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ὑφίσταται, δηλαδή, μιὰ κρίση ταυτότητος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δὲν συντονίζονται στὴν βίωση τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, ὅταν δὲν νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, γίνεται καταστροφὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἁπτὸ παράδειγμα εἶναι αὐτὸ ποὺ συνέβη στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1945 στὴν Χιροσίμα. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία ἑόρταζε τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑμνοῦσε τὸ φῶς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ ποὺ σκορπᾶ εἰρήνη, χαρὰ καὶ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, στὴν Χιροσίμα ἔλαμψε ἕνα ἄλλο φῶς, τὸ φῶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἡ ἀτομικὴ βόμβα, ποὺ δημιούργησε καταστροφή, πόνο, θλίψη, θάνατο. Δυὸ φῶτα, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, δυὸ διαφορετικοὶ κόσμοι μὲ ἀντίθετα ἀποτελέσματα.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Μαθητὲς ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δείχνουν τὸν σκοπὸ καὶ τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δυστυχῶς ἐμεῖς παραμένουμε μακρυὰ ἀπὸ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ζοῦμε μέσα στὴν παραμόρφωση τῆς εἰκόνος μας. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ κατατριβόμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν ἀπανθρωποποίηση.
«…Χριστὲ ὁ Θεός,… λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβεῖαις τῆς Θεοτόκου φωτοδότα δόξα σοι».