Λόγος στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας

23072018 1Ἐπειδὴ ὁ κόσμος ποῦ παρακολουθοῦσε τὰ κηρύγματα τοῦ Χριστοῦ, ἔλεγαν ἄλλοι πὼς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι πὼς ὁ Ἱερεμίας ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους προφῆτες, κάλεσε στο Ὅρος τῆς Μεταμόρφωσής Του ὁ Χριστὸς τοὺς κορυφαίους, ὥστε νὰ γίνει ξεκάθαρη διάκριση ἀνάμεσα στοὺς δούλους καὶ τοῦ ἀφέντη. Κι ἀκόμα εἶναι σκόπιμο νὰ ἐκθέσουμε καὶ μία ἄλλη ἑρμηνεία. Οἱ  Ἑβραῖοι συνεχῶς κατηγοροῦσαν τὸν Κύριο ὅτι παραβαίνει τὸ νόμο, καὶ τὸν ὑπολόγιζαν ὡς ὑβριστή τοῦ Θεοῦ καὶ σφετεριστή δόξας ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκε, ἐκείνης τοῦ Θεοῦ-Πατρός, κι ἔλεγαν «Οὗτος οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ἰω. 9,16) ἤ «Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι, ἄνθρωπος ὧν, ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν» (Ἰω. 10,33). Συγκαλεῖ, λοιπόν, στὸ πλευρὸ Του τὸν Μωυσὴ καὶ τὸν Ἠλία, δυὸ ἄνδρες ποὺ διακρίθηκαν στὸ διαφέντεμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ κατηγορίες καὶ γιὰ τὰ δυὸ ἐγκλήματα πηγάζουν μόνο ἀπὸ κακὴ πρόθεση· κι ἀκόμα ὅτι εἶναι ἀνεύθυνος καὶ γιὰ τὰ δυό, μιὰ καὶ ὅσα ἐνεργεῖ οὔτε παράβαση τοῦ νόμου συνιστοῦν, οὔτε σφετερισμὸ ἀνάρμοστης δόξας ἀποτελεῖ ὁ ἰσχυρισμός Του ὅτι εἶναι ἰσότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Γιατί ὁ Μωυσῆς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ παρέδωσε τὸ νόμο, καὶ μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι πὼς δὲ θὰ παρέβλεπε τὴν, καθὼς νόμιζαν, παράβασή του. Κι ὁ Ἠλίας πάλι ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲ θὰ παρίστατο καὶ δὲ θὰ ὑπάκουε σ’ ἕναν ἀντίθεο ποὺ ὀνόμαζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἰσότιμο Θεό, χωρὶς νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἰσχυριζόταν καὶ χωρὶς νὰ τοῦ ταιριάζει αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Εἶναι καὶ μία ἄλλη αἰτία ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ συνάφεια πρέπει νὰ εἰπωθεῖ. Ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε ἔτσι γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι ὅτι ἐξουσιάζει ἐξίσου τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει καὶ τὸ ζωντανό, τὸν Ἠλία ποὺ ξέρουμε ὅτι ἀνελήφθη, καὶ τὸ νεκρό, τὸν Μωυσή. Ἄλλωστε οἱ δυὸ ἄνδρες ποὺ ἐμφανίστηκαν δὲν ἔμειναν σιωπηλοί, σὰν φαντάσματα, ἀλλὰ μιλοῦσαν μεταξὺ τοὺς γιὰ τὴν ἔνδοξη πορεία τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ γιὰ τὸ πάθος, τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περιγραφὴ οἱ μακάριοι μαθητές, ὅση ὥρα ὁ Χριστὸς ἦταν ἀφοσιωμένος στὴν προσευχή, νύσταξαν καὶ τοὺς πῆρε ὁ ὕπνος — πόση συγκατάβαση στὶς ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Ὑστέρα, ὅμως, ξύπνησαν καὶ παρακολούθησαν τὴ σεβάσμια καὶ παράδοξη Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ θεσπέσιος Πέτρος νόμισε τότε πὼς ἔφτασε ἴσως ἡ ὥρα τῆς ἐπικράτησης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκδηλώνοντας τὴν προτίμησή του γιὰ διαμονὴ πάνω στὰ βουνὰ τὴν ὥρα τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου, προτείνει, χωρὶς νὰ καταλαβαίνει τὶς συνέπειες, νὰ στηθοῦν τρεῖς σκηνές. Ἀλλὰ δὲν εἶχε φτάσει ἡ στιγμὴ τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ κύκλου τῶν αἰώνων, κι οὔτε ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ ἀπολαύσουν οἱ διαλεχτοὶ τὴ συμμετοχή τους στὴν ἐπαγγελμένη ἐλπίδα. Ἄλλωστε ὁ Παῦλος λέει· «Ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φιλιππ. 3,21), δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ὅμως καὶ ἡ πορεία τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν ἀκόμα στὴν ἀρχή της καὶ καθόλου δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, πῶς θὰ ’ταν δυνατὸ ὁ Χριστὸς ποῦ ᾖρθε στὴ γῆ ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ πρὸς τὸν κόσμο, νὰ ἔχει σταματήσει νὰ θέλει νὰ θυσιαστεῖ γιὰ χάρη του; Γιατί ἔσωσε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ὑπομένοντας τὸ σαρκικὸ θάνατο καὶ παράλληλα καταργώντας τὸν μὲ τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Εἶναι ὁλοφάνερο, λοιπόν, ὅτι ὁ Πέτρος δὲν εἶχε ἀκριβὴ συνείδηση αὐτοῦ ποὺ εἶπε. Ἐντούτοις, συγχρόνως μὲ τὴν παράδοξη καὶ ἀπερίγραπτη θέα τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, συνέβη καὶ κάτι ἀκόμα, χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο στὴν ἐνίσχυση τῆς πίστης σ’ αὐτόν, τόσο τῶν μαθητῶν, ὅσο καὶ τῶν κατοπινῶν χριστιανῶν. Ἀκούστηκε, δηλαδή, ἀπὸ ψηλὰ φωνὴ τοῦ Θεοῦ-Πατρὸς νὰ λέει: «Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὢ εὐδόκησα, αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάτθ. 17,5). Καὶ καθὼς ἀκουγόταν ἡ φωνή, λέει ὁ εὐαγγελιστής, ἐγκαταλείφθηκε μόνος ὁ Χριστός. Τί ἔχει νὰ πεῖ σ’ αὐτὰ ὁ σκληροτράχηλος Ἰουδαῖος, ποῦ δύσκολα καταλαβαίνει κι ἀκόμα πιὸ δύσκολα πείθεται, ποῦ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς του δὲν ἀφήνει περιθώρια νουθεσίας; Νά! ἐνῷ παρίσταται ὁ Μωυσῆς, ὁ Πατὴρ δίνει ἐντολὴ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους νὰ ὑπακούουν σ’ αὐτόν· ἀλλ’ ἂν ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς ἦταν νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωυσῆ, θὰ τοὺς ἔλεγε νὰ ὑπακούουν στὸν Μωυσῆ, νὰ μένουν πιστοὶ στὸ νόμο. Τώρα ὅμως λέει τέτοιο πρᾶγμα ὁ Θεός-Πατήρ· ἀντίθετα, μπροστὰ στὸν Μωυσῆ καὶ τὸν προφήτη Ἠλία τοὺς διατάσσει νὰ ὑπακούουν στὸ Χριστό. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει περίπτωση παρεξήγησης ἀπὸ κανέναν ποὺ θὰ νόμιζε ὅτι τοὺς πρόσταξε ὁ Πατὴρ νὰ ὑπακούουν στὸν Μωυσῆ καὶ ὄχι στὸ σωτῆρα ὅλων μας τὸ Χριστό, ὁ εὐαγγελιστὴς ξεκαθάρισε τὰ πράγματα πέρα γιὰ πέρα λέγοντας ὅτι ὅταν ἀκούστηκε ἡ φωνή, ὁ Ἰησοῦς ἦταν πιὰ μόνος πάνω στὴ βουνοκορφή. Πράγματι, ὅταν ὁ Θεός-Πατὴρ ἔδωσε σὰν μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα τὴν ἐντολὴ στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους λέγοντας “Αὐτοῦ ἀκούετε”, ὁ Μωυσῆς ἦταν φευγάτος κι ὁ Ἠλίας δὲν ἦταν, ἐπίσης, ἐκεῖ· μόνο ὁ Χριστὸς ἦταν μπροστά. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τοὺς διέταξε νὰ ὑπακούουν σ’ αὐτόν. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ σκοπὸς κι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε βροντοφωνήσει στὸν Ἰουδαϊκὸ λαό: «Εἰ ἐπιστεύετε Μωσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ἰω. 5.46). Καὶ ἐπειδὴ οἱ  Ἰουδαῖοι, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ πάνσοφου Μωυσῆ, καὶ ἀθετώντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς μεταδόθηκε μὲ τοὺς ἁγίους προφῆτες, ἔμειναν ὡς τὸ τέλος προσηλωμένοι στὴν πλάνη τους, στερήθηκαν μιὰ γιὰ πάντα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προγόνους τους. «Υπακοή γὰρ ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθή, καὶ ἡ ἐπακρόασις, ὑπὲρ στέαρ ἀρνῶν» (Α’ Βάσ. 15,22), ὅπως ἔχει γραφτεῖ. Ἄσχετα ὅμως μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἐμεῖς ποὺ ἀποδεχτήκαμε ἀνεπιφύλακτα τὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, μακάρι μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀπολαύσουμε ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ προξενήθηκαν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο· διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἂς δοξάζεται κι ἐπικρατεῖ ὁ Θεός-Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.


Εκτύπωση   Email