Το κλειδί του χαμένου Παραδείσου

kyriakityrinis        ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ

Ἡ τέταρτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου ἤ Κυριακή τῆς Τυρινῆς ὅπως ὀνομάζεται, εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐνθύμηση τῆς ἐξόδου τῶν Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Στὴν πικρὴ ἀνάμνηση τοῦ πιὸ τραγικοῦ γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς τὸ τελειότερο καὶ ἐκλεκτότερο Πλάστηκε νὰ ζεῖ αἰώνια μέσα στὴ χάρη καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, ἀτέρμονο βίο ἄπαυτης εὐδαιμονίας. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει ἡ βιβλικὴ διήγηση περὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδὲμ (Γεν.2ο κεφ.). Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔκαμε κακὴ χρήση τῆς ἐλεύθερης βούλησής του καὶ προτίμησε τὸ κακό. Ὁ ἀρχέκακος διάβολος τὸν παρέσυρε στὴν πτώση καὶ τὴν καταστροφή. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ στέρησε τὸν Παράδεισο, δηλαδὴ τὴν ἀέναη καὶ ζωοποιὸ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴ στέρηση τῶν ἀκένωτων εὐλογιῶν Του.

Μέγα χάσμα ἀνοίχτηκε ἀνάμεσά τους (Ἐφ.2,13). Ἡ ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει συμβολικὰ πὼς οἱ πρωτόπλαστοι διώχτηκαν ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ καὶ δυὸ ἀγγελικὰ ὄντα τάχθηκαν νὰ φυλάγουν μὲ πύρινες ρομφαῖες τὴν πύλη του, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὴν παραβιάσουν αὐτοί. Τὸ ἀτέλειωτο δρᾶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἄρχισε! Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα τότε κάθισαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς τρυφῆς καὶ θρηνοῦσαν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ἀναλογίζονταν τὴν πρότερη εὐδαιμονία τους, τὴν σύγκριναν μὲ τὴν τωρινὴ δυστυχία τους, προβλέποντας τὸ μέλλον ζοφερὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἔκλαιγαν γοερά. Τὰ καυτά τους δάκρυα πότιζαν τὴν ἄνυδρη γῆ καὶ οἱ σπαραχτικὲς κραυγὲς τοὺς ἔσπαζαν τὴν ἠρεμία τῆς ἔξω τοῦ παραδείσου ἐρήμου, ὅπου ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ ζήσουν. Ὅμως δυστυχῶς ὁ θρῆνος τους δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μεταμέλειας γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὴν ἀνταρσία τοὺς κατὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν πράξη μετάνοιας καὶ αἴτημα συγνώμης πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ὠφελιμιστικὸς σπαραγμός. Δὲ θρηνοῦσαν γιὰ τὴ χαμένη ἀθῳότητα καὶ ἁγιότητα, ἀλλὰ γιὰ τὴ χαμένη ὑλικὴ εὐμάρεια τοῦ παραδείσου. Οὔτε ἕνας λόγος μετάνοιας δὲν ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ χείλη τους! Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λένε πὼς ἂν ἐκείνη τὴν τραγικὴ στιγμὴ οἱ προπάτορές μας μετανοοῦσαν εἰλικρινὰ καὶ ζητοῦσαν ταπεινὰ συγνώμη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θὰ εἶχαν ἀποκατασταθεῖ στὴν πρότερή της πτώσεως κατάστασή τους. 

Ἀλλὰ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ σωθεῖ διὰ τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν πρῶτο χοϊκὸ Ἀδάμ, χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ λυτρώσει «παγγενὴ τὸν Ἀδάμ», δηλαδὴ ὁλόκληρο τὸ γένος ἐκείνου. Διά τοῦ ἐπὶ γῆς σωτηρίου ἔργου Τοῦ ἐπιτέλεσε τὴ σωτηρία ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα «ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοὶ ἶνα ποιήσω» (Ἰωάν.17,4), «γενόμένος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ.2,8). Ἂν ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ἔφερε τὴν συμφορὰ καὶ τὴν καταστροφὴ στὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία, ἡ ὑπακοὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ ἔφερε τὴν εὐλογία, τὴν καταλλαγὴ καὶ τὴν ἀπολύτρωση. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔκλεισε τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου καὶ ὁ δεύτερος τὴν ἄνοιξε διάπλατα, νὰ εἰσέρχονται, δι’ Αὐτοῦ, ὅσοι τὸ ἐπιθυμοῦν καὶ ἔχουν διάθεση νὰ ἀγωνισθοῦν.

Τὴν ἡμέρα αὐτή μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μιμηθοῦμε τὸ Χριστό μας συγχορώντας τὰ παραπτώματα τῶν συνανθρώπων μας. Ὅπως Ἐκεῖνος πῆρε ἐπάνω Τοῦ τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί «τὸ καθ’ ἡμῶν ἐξαλείψας χειρόγραφον…προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῷ» (Κόλ.2,14), ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ συγχωροῦμε τὰ παραπτώματα τῶν ἀδελφῶν μας, ἀφοῦ ἡ συγχώρηση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν ἀπὸ τὸ Θεό, προϋποθέτει τὴν συγχώρηση τῶν παραπτωμάτων ἐναντίον μας, σταυρώνοντας τὸν ἐγωισμό μας καὶ τὸ μῖσος μας γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας.

Ἡ συγχώρηση αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἔμπρακτα ἔργα ἀγάπης. Καλούμαστε νὰ ἀνοίξουμε τὶς ἀποθήκες  τῆς ψυχῆς μας καὶ συνάμα τὶς ἀποθῆκες τῶν ὑλικῶν θησαυρῶν μας καὶ νὰ μοιράσουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ ὅσους τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μίαν τυπικὴ ἐντολή, ἀλλὰ τρόπος  ζωῆς γιὰ τὸν πιστό, διότι ἡ «ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὔτη ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν» (Τωβίτ12,9). Ἡ ἐλεημοσύνη θὰ πρέπει νὰ ἐξαλείψει τὸ ἁμαρτωλὸ πάθος μας γιὰ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν πλεονεξία μας. Καλούμαστε νὰ πάψουμε νὰ ἀποθηκεύουμε στὶς γήινες ἀποθῆκες, ἀλλὰ στὶς οὐράνιες, μὲ τὴν ἀγαθοεργία μας. Μόνο ποὺ αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ μὴν ἔχει ὑποκριτικὸ καὶ ἐγωιστικὸ χαρακτῆρα, νὰ γίνεται «ἐν τῷ κρυπτῷ», χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἐπίδειξη τῆς φιλανθρωπίας μας.

Ἀκόμη μᾶς συμβουλεύει ἡ Ἐκκλησία μας πὼς ἡ νηστεία καὶ γενικὰ ὁ πνευματικός μας ἀγῶνας αὐτὴ τὴν ἱερὴ περίοδο μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει ὑπὸ μία προϋπόθεση. Ὁ Κύριος, ἔχοντας ὑπόψη του τὴν ὑποκριτικὴ νηστεία τῶν φαρισαίων τῆς ἐποχῆς Του, μᾶς συμβουλεύει νὰ νηστεύουμε μὲ διακριτικότητα καὶ ταπείνωση, κρυφὰ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὴν ἐγείρεται στὴν ψυχή μας ἴχνος ἐγωπάθειας γιὰ τὸ «κατόρθωμά» μας. Ἡ νηστεία εἶναι ἄλλωστε τὸ πολύτιμο μέσο γιὰ τὴν  ψυχοσωματικὴ κάθαρση, διότι, ὅπως μας διαβεβαίωσε ὁ Κύριος «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰμὴ ἐν ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία» (Μάρκ.9,29). Δία τῆς ἡδονῆς, τῆς λαιμαργίας καὶ τῆς ἀκράτειας γίναμε ξένοι του Θεοῦ καὶ ἀπομακρυνθήκαμε, σὰν τὸν Ἄσωτο, τῆς πατρικῆς οἰκίας. Δία τῆς νηστείας ἐπιστρέφουμε καὶ πάλι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ στὴν πατρική μας ἑστία.             

Ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀδαμιαίου θρήνου αὐτὴ τὴν ἡμέρα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, διότι ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀρχίζει ἡ αὐστηρὴ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὁ ἀγῶνας κατὰ τῶν ψυχοκτόνων παθῶν μας, «τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται», «ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, πάνοπλος ἐγκράτεια», «ὁ καλός της νηστείας ἀγών», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Οἱ προπάτορές μας ἀποτελοῦν ἰδανικὸ παράδειγμα συνετισμοῦ μας. Ἡ λαιμαργία τους, τοὺς ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια. Ἡ ψυχοσωματικὴ νηστεία ἡ δική μας καὶ ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν μας φέρνει στὴν οὐρανοδρόμο πορεία γιὰ νὰ συναντήσουμε ξανὰ τὸ Θεό. Μόνο ποὺ ὁ θρῆνος μας δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὠφελιμιστικός, ὅπως τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλὰ ὀντολογικὴ συντριβὴ καὶ μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Εἶναι τὸ μόνο ἀντίδοτο γιὰ τὴν ὕβρη μας ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ ὁ μόνος τρόπος τῆς σωτηρίας μας.

Ἡ Ἐδὲμ βρίσκεται δίπλα μας, κλεισμένη. Ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεός μᾶς ἔδωσε τὸ κλειδὶ νὰ ἀνοίξουμε τὴ θύρα καὶ νὰ εἰσέλθουμε, μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μας καὶ τὴν προσαρμογὴ τῆς ζωῆς μας στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, «ἄχρις οὐ μορφωθῆ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ.4,19). Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι μία καλῆ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς ἐν Χριστῷ μορφοποίησής μας, μὲ προσευχή, νηστεία, ἐκκλησιασμό, μετάνοια,  ἐξομολόγηση,  Θεία Κοινωνία, μελέτη τῆς Ἁγία Γραφῆς καὶ ἄλλων πνευματικῶν καὶ ψυχωφελῶν ἀναγνωσμάτων. Ἃς ἀρχίσουμε ἀπὸ αὔριο τὸν καλὸ ἀγῶνα μας γιὰ προσωπικὴ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ τὶς ἁμαρτωλές μας ἕξεις, «εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὤρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναί∙ νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτήρία ἢ ὄτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὄπλα τοῦ φωτός. Ὡς ἐν ἡμέρα εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκός πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ρωμ.13,11-14). Ἄς πάρουμε λοιπὸν τὴ μεγάλη ἀπόφαση, νὰ βροῦμε τὸ χαμένο Παράδεισο καὶ νὰ τὸν ἀνοίξουμε, ξεκλειδώνοντας τον  μὲ τὴ σῴζουσα χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δική μας συντριβὴ


Εκτύπωση   Email