Γεωργίου Ζαραβέλα, ΜΑ Ἱστορικῆς Θεολογίας-Λειτουργικῆς ΕΚΠΑ
Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι ἡ ἀρχαιότερη Θεία Λειτουργία, ἐπάνω στὴν ὁποία βασίστηκαν ὅλες οἱ ἄλλες. Τελεῖται κάθε χρόνο στὶς 23 Ὀκτωβρίου (τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου) καὶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα.
Ἡ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀδελφοθέου Θεία Λειτουργία συναντᾶται στὸν Δυτικὸ Συριακὸ ἢ Ἀντιοχειανὸ λειτουργικὸ τύπο. Ἡ ἀπόδοση τῆς συγγραφῆς της στὸν Ἀπόστολο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο καὶ πρῶτο ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων θεμελιώνεται στὴ διαμόρφωσή της στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ἐκπροσωπεῖ τὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἁγίας Πόλης.
Ὁ πυρῆνας τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι σαφῶς Ἀποστολικός, ἀλλὰ ἡ ἑνιαία, πρώτη μορφή της δὲν εἶναι παλαιότερη τοῦ Δ’ αἰῶνα.
Τὸ κείμενο τῆς Λειτουργίας μαρτυρεῖ τὴν ἀρχαιότητά της, καθὼς σὲ αἰτήσεις ἀναφέρονται οἱ κακοπάθειες τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, οἱ ἐξορίες, οἱ φυλακίσεις καὶ ἡ καταναγκαστικὴ ἐργασία σὲ μεταλλεῖα.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου γράφηκε πρωτότυπα στὰ ἑλληνικά. Ἀργότερα μεταφράστηκε στὰ συριακὰ καὶ ἄλλες γλῶσσες.
Ἡ ἀποστολικὴ καταβολὴ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου, πέραν τοῦ κεντρικοῦ πυρῆνα της, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἀδύνατη. Κατὰ τὸν Π. Τρεμπέλα, ἐὰν ἦταν προϊόν τῆς συγγραφικῆς πένας τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου, θὰ βρισκόταν στὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ἀρχαιότητά της. Ἀντιθέτως, ὑπάρχουν βάσιμα ἐπιχειρήματα ἐνισχυτικά τῆς ἀρχαιότητας τῆς Λειτουργίας. Ἀφενός, τελεῖται ἔως σήμερα σὲ συριακὴ μετάφραση ἀπὸ τὶς Προχαλκηδόνιες Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἑξῆς. Ἀφετέρου, ὁ λειτουργικὸς τύπος τοῦ Ἰακώβου περιγράφεται ἐπακριβῶς στὴν Ε’ Μυσταγωγικὴ Κατήχηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Ἀκόμη, εἰδικὰ σημεῖα τοῦ κειμένου τῆς Λειτουργίας συναινοῦν στὴν ἀρχαϊκὴ καταγωγή της. Ἐξ αὐτῶν σημειώνουμε τὴν γενικὴ ἁπλότητα λεξιλογίου καὶ ὕφους τῶν εὐχῶν, τὴν διάταξη τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, τὶς ἀναφορὲς στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους χωρὶς κοσμητικὰ ἐπίθετα, τὸ ἀνεπιτήδευτο καὶ βαρὺ τυπικὸ καὶ λεκτικὸ σὲ σύγκριση μὲ τὶς Λειτουργίες Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὴν Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου συναντοῦμε διαχρονικὰ στὴν πατερικὴ συγγραφικὴ παράδοση. Πρώτη ἀναφορὰ ὑπάρχει στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές. Ἀναφορὲς συναντοῦμε στὸν ψεύδο- Πρόκλο, τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο, ὁ ὁποῖος ἔζησε γιὰ ἱκανὸ χρόνο στὴ Βηθλεὲμ – ἐπαρχία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Κωνσταντινουπόλεως τὸν Νηστευτή, τὸν Ἰάκωβο Ἐδέσσης, τὸν Νικόλαο Μεθώνης, τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Ἐπίσης, ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου μαρτυρεῖται στὸν λβ’ κανόνα τῆς Πενθέκτης «ἐν Τρούλλῳ» Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ κανονολόγου Ἀριστηνοῦ. Ἀμφιβολίες σχετικὰ μὲ τὴν γνησιότητα προβάλουν ὁ καθολικὸς τῶν Ἀρμενίων Νερσὲς ὁ Χαρίεις καὶ ὁ κανονολόγος Βαλσαμῶν.
Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου διαδόθηκε ἤδη ἀπὸ τὸν Δ’ αἰῶνα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Τὴ διάδοσή της εὐνόησαν οἱ προσκυνηματικὲς περιηγήσεις πιστῶν στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ λειτουργικὴ ἀκτινοβολία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τὸ κῦρος τοῦ ἀποστολικοῦ ὀνόματος ὑπὸ τὸ ὁποῖο φέρεται συνετέλεσαν ἀποτελεσματικὰ στὴν ταχεῖα διάδοσή της ἐκτὸς Ἱεροσολύμων. Ἀπὸ νωρὶς υἱοθετήθηκε στὸ λειτουργικὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας.
Ἡ υἱοθέτηση ἀπὸ τὴν ἀντιοχειανὴ λειτουργικὴ παράδοση μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ στὸν Ε’ αἰῶνα, μεταξὺ 397, ὁπότε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μεταβαίνει ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ 431, ὁπότε οἱ σχέσεις Ἱεροσολύμων καὶ Ἀντιοχείας εἶχαν διαρραγεῖ λόγω τοῦ αἰτήματος ἀναγνώρισης τῆς πατριαρχικῆς περιωπῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Κατὰ τὸν Dix ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου γίνεται ὁ κυρίαρχος λειτουργικὸς τύπος τῆς Ἀντιοχείας μεταξὺ 400 καὶ 430.