Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ γιαγιὰ κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί, κόρη τοῦ ἱερέα Ματθᾶν καὶ τῆς γυναίκας του Μαρίας. Ὁ Ματθᾶν ἱεράτευε ἐπὶ τῆς βασιλείας Κλεοπάτρας καὶ Σαπώρου ἢ Σαβωρίου, βασιλιὰ τῶν Περσῶν, καὶ τῆς βασιλείας Ηρωδου του Ἀντιπάτρου. Ὁ Ματθᾶν εἶχε τρεῖς κόρες, τὴ Μαρία, τὴ Σοβῆ καὶ τὴν Ἄννα. Παντρεύτηκε ἡ πρώτη στὴ Βηθλεὲμ καὶ γέννησε τὴ Σαλώμη, τὴ μαῖα. Παντρεύτηκε ἡ δεύτερη, κι αὐτὴ στὴ Βηθλεέμ, καὶ γέννησε τὴν Ἐλισάβετ (τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου). Παντρεύτηκε δὲ καὶ ἡ τρίτη, ἡ Ἄννα, στὴ γῆ τῆς Γαλιλαίας, καὶ γέννησε Μαρία τὴ Θεοτόκο, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Σαλώμη, ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος, ἤσαν κόρες τριῶν ἀδελφῶν καὶ μεταξὺ τους πρωτεξαδέλφες. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Ἄννα, ἀφοῦ γέννησε τὴ σωτηρία ὄλου τοῦ κόσμου, τὴν Παναγία, καὶ τὴν ἀπογαλάκτισε, τὴν ἀνάθεσε στό Ναό, ὡς ἄμωμο δῶρο στὸν παντοκράτορα Θεό, καὶ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό τῆς ζωῆς της, μέχρις ὅτου ἐξεδήμησε ἐν εἰρήνῃ πρὸς τὸν Κύριο, μὲ νηστεῖες καὶ εὐεργεσίες πρὸς αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη.
Ὅλη ἡ ἀκολουθία τῆς ἡμέρας, ἑσπερινοῦ καὶ ὄρθρου, ὑπέρλαμπρη καὶ φωτοφόρος, εἶναι γεμάτη ἀπὸ ὡραιότατα ἐγκώμια πρὸς τὴν Ἁγία Ἄννα, στὰ ὁποῖα καλεῖται νὰ μετάσχει «ἐν κυμβάλοις ψαλμικοῖς», κατὰ τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, «πᾶσα ἡ κτίσις». «Μετ’ ἐγκωμίων ἐκτελεῖται ἡ ἔνδοξος μνήμη σου…Ἄννα θεόκλητε». Ὁ ἐγκωμιασμὸς ὅμως δὲν εἶναι μόνον γιὰ τὴν ἁγία Ἄννα. Μετέχει σ’ αὐτὸν καὶ ὁ σύζυγός της, ὁ δίκαιος Ἰωακείμ, γιατί αὐτὸς εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ὁ ἥλιος, ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὴ σελήνη, τὴν ἁγία Ἄννα, γιὰ νὰ προέλθει ἡ ἀκτίνα τῆς Παρθενίας, ἡ Παναγία Μαριάμ, ἡ κόρη τους. «Ἥλιος ὥσπερ τὴ σελήνη τὴ Ἄννη ἐνούμενος, ὁ κλεινὸς Ἰωακείμ, τῆς παρθενίας ἀκτίνα γεννᾶ». «Ὦ, μακαρία δυάς, ὑμεῖς πάντων γεννητόρων ὑπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, ποὺ ξεπεράσατε ὅλους τούς γονεῖς. Αἰτία βεβαίως γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν ἐγκωμίων εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ καθένας κατανοεῖ: ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, γεννήθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία ἔφερε στὸν κόσμο, μέσα στὸ βάθος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία αὐτοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἐν σαρκί, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. «Διά τῆς Παναγίας, τῆς Θεότητος αὐγὴ ἐπέλαμψε». Μὲ τὴν Παναγία ἔλαμψε στὸν κόσμο τὸ φῶς τῆς Θεότητος. Καὶ βεβαίως ἔτσι τιμῶνται ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου μας. «Μνήμην τελοῦντες Δικαίων, τῶν Προπατόρων Χριστοῦ…».
Ἡ τιμὴ ἀσφαλῶς γιὰ τὴν ἁγία Ἄννα καὶ τὸν ἅγιο Ἰωακεὶμ δὲν εἶναι μία εὔνοια τοῦ Θεοῦ χωρὶς λόγο. Γιὰ νὰ χαριτωθοῦν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο – νὰ γεννήσουν τὸ καλύτερο ἄνθος τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν καὶ οἱ ἴδιοι, μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή τους, γεγονὸς ποὺ προβάλλει ἐξίσου πολλαπλῶς ἡ ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. «…Ἡ νοητὴ χελιδών (ἡ Ἄννα)…ἀμέμπτως ἐν σωφροσύνῃ βιωσαμένη καλῶς». Μὲ σωφροσύνη καὶ μὲ ἄμεμπτο τρόπο ἔζησε ἡ ἁγία Ἄννα. «Τάς νόμου ἐντολᾶς, θεαρέστως τηροῦσα, μητέρας Ἰσραήλ, ὑπερήρας ἁπάσας…ἁγιόλεκτε Ἄννα, προμῆτορ Κυρίου». Τήρησες τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, μὲ θεάρεστο τρόπο, ἁγιόλεκτε Ἄννα, καὶ ξεπέρασες ὅλες τὶς μητέρες τοῦ Ἰσραήλ. Μὲ τὴν προϋπόθεση αὐτή, νὰ τηρεῖ δηλαδὴ πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀναδείχτηκε ἡ Ἄννα σ’ αὐτὸ τὸ ὑψηλὸ σημεῖο, νὰ γίνει Μητέρα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ὕμνοι στὴ συνέχεια δὲν παύουν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα: νὰ μετατεθεῖ στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εἶναι συνόμιλος τῶν ἀγγέλων. Ὁ Χριστὸς «σὲ μεταθέμενος πρὸς τὰ ἐπουράνια, μετὰ δόξης, Ἄννα ἔνδοξε». «Σήμερον ἐκ τῆς προσκαίρου μεταστάσα ζωῆς, ἐν τοὶς ἐπουρανίοις μετὰ χαρᾶς τὴν πορείαν ποιουμένη ἀγάλλεται». Τὸ ἔνδοξο τέλος τῆς ἁγίας Ἄννης, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, περιμένει βεβαίως καὶ ἐμᾶς, ἐφόσον ἀγωνιζόμαστε στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ τηροῦμε τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προγόνων Χριστοῦ, τὴν μνήμην ἑορτάζομεν, τὴν τούτων πιστῶς, αἰτούμενοι βοήθειαν, τοῦ ῥυσθῆναι ἅπαντας, ἀπὸ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας, ὁ Θεὸς γενοῦ μεθ᾽ ἡμῶν, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησας.