Ἐπιπρέπει σοί, πῶς ἂν εἴποις, Μαρίνα,
Σῶν αἱμάτων ἔρευθος, ἃ ξίφει χέεις.
Ἐβδομάτη δεκάτη Μαρίναν κτᾶνε φάσγανον ὀξύ.
Χεὶρ δημίου τέμνει σὲ Μαρίνα ξίφει,
Χεὶρ Κυρίου χάριτι θεία δὲ στέφει.
Ἐβδομάτη δεκάτη Μαρίνα δειροτομήθη.
Ἡ Ἁγία Μαρίνα γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κλαυδίου τοῦ Β', τὸ 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετὰ τὴ γέννησή της, ἡ μητέρα της πέθανε, καὶ ὁ πατέρας της Αἰδέσιος, ποὺ ἦταν Ἱερέας τῶν εἰδώλων, τὴν ἀνέθεσε σὲ μία χριστιανὴ γυναίκα, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Μαρίνα διδάχθηκε τὸ Χριστό. Ὅταν ἔγινε 15 χρονῶν, ἀποκαλύπτει στὸν πατέρα της ὅτι εἶναι χριστιανή. Ἔκπληκτος αὐτὸς ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, μὲ μίσος τὴ διέγραψε ἀπὸ παιδί του.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, ἔμαθε γιὰ τὴ Μαρίνα καὶ ὁ ἔπαρχος Ὀλύμβριος, ποὺ διέταξε νὰ τὴ συλλάβουν γιὰ ἀνάκριση. Ὅταν τὴν εἶδε μπροστά του, θαύμασε τὴν ὀμορφιά της καὶ προσπάθησε νὰ τὴν πείσει μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνει σύζυγός του. Μάταια, ὅμως. Ἡ Ἁγία Μαρίνα σὲ κάθε προσπάθεια τοῦ Ὀλυμβρίου ἀντέτασσε τὴ φράση: «Εἶμαι χριστιανή». Τότε ὁ σκληρὸς ἔπαρχος διέταξε νὰ τὴν ξαπλώσουν στὴ γῆ, καὶ τὴν καταξέσχισε ἄσπλαχνα μὲ ραβδιὰ τόσο, ὥστε ἡ γῆ ἔγινε κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε. Ἔπειτα, ἐνῶ αἱμορραγοῦσε, τὴν κρέμασε γιὰ πολλὴ ὥρα καὶ μετὰ τὴ φυλάκισε.
Μέσα στὴν φυλακὴ μάλιστα συνέβη τὸ ἑξῆς: ὁ διάβολος μεταμορφωμένος σὲ ἄγριο δράκοντα, προσπάθησε νὰ κάνει τὴν ἁγία νὰ φοβηθεῖ. Αὐτὴ ὅμως προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ὁ δράκοντας ἄλλαξε μορφὴ καὶ ἔγινε ἕνας μαῦρος σκύλος καὶ τότε ἡ ἁγία ἅρπαξε ἕνα σφυρὶ καὶ χτυπώντας τὸν στὸ κεφάλι καὶ τὴν ράχη τὸν ταπείνωσε.
Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν ἐξέτασε καὶ διαπίστωσε ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἦταν ἀμετακίνητη στὸ Χριστό, τὴν ἔκαψε μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἀλλὰ οἱ πληγές της μὲ θαῦμα ἔκλεισαν, καὶ αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα πολλοὶ παρευρισκόμενοι νὰ γίνουν χριστιανοί. Μπροστὰ σ' αὖτον τὸν κίνδυνο ὁ ἔπαρχος τελικὰ ἀποκεφάλισε τὴ Μαρίνα, ποὺ ἔτσι πῆρε τὸ ἄφθαρτο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Τὰ ἅγια λείψανά της φυλάγονταν στὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὴν πρώτη ἅλωσή της ἀπὸ τοὺς Λατίνους, τὸ 1204 μ.Χ., ἐνῶ σύμφωνα μὲ ἄλλες πηγὲς βρίσκονταν μέχρι τὸ 908 μ.Χ. στὴν Ἀντιόχεια καὶ στὴν συνέχεια μεταφέρθηκαν στὴν Ἰταλία. Σήμερα, τὰ ἅγια λείψανα τῆς Ἁγίας Μαρίνας, φυλάγονται στὴν Ἀθήνα, σὲ Ναὸ ποὺ φέρει τὸ ὄνομά της ἐνῶ ἡ χείρα της ἔχει μεταφερθεῖ στὴ Μονὴ Βατοπεδίου στὸ Ἅγιο Ὅρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγω Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πάσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμω τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Μαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δὲ φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.
Ὁ Οἴκος
Τῷ νυμφίω Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψώσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τὴ ἀθλήσει σεαυτὴν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτω ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμω ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τὴν Λαμπάδα πάντες Τὴ φαεινήν, καὶ τῆς παρθενίας, τὸν ἀσύλλητον θυσαυρόν, τὴ νύμφη Κυρίου, καὶ Ἄσπιλον Ἀμνάδα, Μαρίναν τὴν ἁγίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.