Στή θεολογική συζήτηση πού εἶχε ὁ Χριστός μέ τόν Φαρισαῖο Νικόδημο, πού τότε ἦταν κρυφός μαθητής Του, ἀναφέρθηκε στό μεγάλο θέμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς συζητήσεως ὁ Χριστός εἶπε στόν Νικόδημο: «ἀμήν ἀμήν λέγω σοί, ἐάν μή τίς γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. γ’, 3). Ἐδῶ γίνεται διάκριση μεταξύ τῆς κάτωθεν γεννήσεως καί τῆς ἄνωθεν γεννήσεως. Ἡ πρώτη σαφῶς ἀναφέρεται στήν βιολογική γέννηση πού γίνεται διά τοῦ γάμου, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀναφέρεται στήν πνευματική γέννηση, πού εἶναι ἀναγέννηση καί γίνεται μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται πνευματικά, τά μέλη τοῦ σώματός του γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τούς ἐρμηνευτᾶς τῶν Γραφῶν, «ἡ διά τοῦ βαπτίσματος γέννησις φωτισμόν ἐμποιοῦσα τῇ ψυχῇ, τήν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν ἤτοι τόν μονογενῆ Υἱόν αὐτοῦ βλέπειν, τουτέστι,νοεῖν, δίδωσιν». Ἔτσι, διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος λαμβάνουμε τό φῶς τῆς θείας Χάριτος καί δί‘ αὐτῆς βλέπουμε τόν Θεάνθρωπο, γινόμαστε μέλη Του, εἰσερχόμαστε στήν Βασιλεία Του καί ἐκπληρώνουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας.
Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ἡ γέννηση «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος» ἔχει δύο ἑρμηνεῖες. Ἡ μία ὅτι, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί ψυχή, τό «ὕδωρ ὀρατῶς λαμβανόμενον εἰς τήν τοῦ σώματος κάθαρσιν νοεῖται» τό δέ Πνεῦμα «ἀοράτως συντρέχον, εἰς τήν τῆς ἀοράτου ψυχῆς ἀναγέννησιν» ἐνεργεῖ. Ἔτσι, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο δρᾶ καί ἐνεργεῖ μέ τό ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, ἀναγεννᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ψυχή τέ καί σώματι. Ἡ ἄλλη ἑρμηνεία δηλώνει τήν βάπτιση διά τοῦ ὕδατος καί τήν βάπτιση διά τοῦ Πνεύματος. Δηλαδή τό βάπτισμα πού λαμβάνουμε στήν ἱερά κολυμβήθρα πρέπει, ὁπωσδήποτε, νά συνδεθεῖ μέ τό βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά, ὅποτε ἀρχίζει ἡ νοερά-καρδιακή προσευχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε αὐτομάτως ἔχει ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ.
Γιά ὅλα αὐτά τό ἅγιο Βάπτισμα εἶναι «εἰσαγωγικό μυστήριο», εἶναι πολύ μεγάλο μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο συνιστᾶ μία ὑπεύθυνη καί σοβαρή πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει ὅμως μέ τό Βάπτισμα τοῦ ὕδατος νά συνδεθεῖ ὁπωσδήποτε καί τό βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση.
Σήμερα παρατηρεῖται τό φαινόμενο ὅτι πολλοί ζητοῦν νά βαπτισθοῦν καί νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι πολύ εὐχάριστο, γιατί δέν εἶναι μικρό πράγμα κάποιος νά ἐπιθυμεῖ νά γίνει μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀξιώνεται νά κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως τό ἔργο αὐτό πρέπει νά γίνεται μέ σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα.
Ὅποιος ἤθελε νά βαπτισθεῖ, τήν πρώτη ἡμέρα γινόταν Χριστιανός. Αὐτό σημαίνει ὅτι διαβαζόταν μία εἰδική εὐχή γιά νά ἀρχίσει ἡ Κατήχηση. Ὑπάρχει ἡ ὑποψία, πού φαίνεται νά εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἡ εὐχή αὐτή πού διαβαζόταν τήν πρώτη μέρα εἶναι μᾶλλον ἡ εὐχή πού διαβάζεται σήμερα «εἰς τό κατασφραγίσαι παιδίον λαμβάνον τό ὄνομα τῃ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀπό τῆς γεννήσεως αὐτοῦ». Ἡ εὐχή αὐτή, κατά τήν ὁποία παρακαλεῖται ὁ Θεός νά σημειωθεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Του, ὁ Σταυρός τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στήν καρδία καί στούς διαλογισμούς τοῦ «εἰς τό φυγεῖν τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί πάσαν τήν πονηρᾶν ἐπιβουλήν τοῦ ἐχθροῦ, ἀκολουθεῖν δέ τοῖς προστάγμασί σου», καθώς ἐπίσης καί ἡ προσευχή πρός τόν Θεό νά μείνει ἐπάνω στόν προσελθόντα τό ἅγιο ὄνομά Του καί νά ἀξιωθεῖ νά συναφθεῖ «ἐν καιρῶ εὐθέτω τή ἁγία (σου) Ἐκκλησία καί τελειούμενον διά τῶν φρικτῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ (σου)...»
Τήν τρίτη ἡμέρα ἄρχιζαν οἱ ἐξορκισμοί, οἱ εὐχές, δηλαδή, γιά νά φύγουν τά δαιμόνια ἀπό τήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά δαιμονιζομένους, στούς ὁποίους τό δαιμόνιο καταλαμβάνει καί τήν ἀκρόπολη τοῦ ἀνθρώπου, τή λογική, ἀλλά γιά τούς Κατηχουμένους πού διακατέχονται ἀπό ποικίλα πάθη καί ἐπιθυμίες αἰσχρές. Σύμφωνα μέ τήν ὅλη παράδοση αὐτά εἶναι ἐπιδράσεις τῶν δαιμονίων.
Μέ τούς ἐξορκισμούς γινόταν καί ἡ Κατήχηση γιά νά μάθουν τά τῆς πίστεως. Ἡ διδασκαλία διαρκοῦσε τρεῖς ὧρες τήν ἡμέρα κατά τή διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ Κατήχηση ὅμως δέν περιοριζόταν μόνον σέ εὐχές καί σέ θεωρητική διδασκαλία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ἀλλά συνδεόταν καί μέ τήν λατρευτική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό ὅλη τή διεργασία, πού ἀπαιτοῦσε πολύ χρονικό διάστημα ἕως τρία χρόνια ἀνάλογα καί μέ τήν κάθε περίπτωση, καθοριζόταν ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ ἡμέρα τῆς βαπτίσεως τῶν Κατηχουμένων. Ἀλλά καί τότε ὑπῆρχε ἀνάλογη προετοιμασία.
Ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται ὅτι ἡἘκκλησία προετοίμαζε πολύ καλά κάποιον πού ἤθελε νά γίνει μέλος της.