Περί φιλανθρωπίας

«Ποιήσατε ἐαυτοῖς βαλλάντια μή παλαιούμενα, θησαυρόν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδέ σής διαφθείρει…»

Γιά τούς πιστούς ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἡ ἄμεση ὑλοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «ἀγαθοποιεῖτε καί δανίζετε μηδέν ἀπελπίζοντες καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς καί ἔσεσθε υἱοί ὑψίστου ὅτι αὐτός χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς. Γίνεσθε οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν» . Εὐεργετῶ (κάνω καλό) καί εὐχαριστῶ (χαρίζω καλό) εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες. Ὁ Χριστός λέει: «Μακάριον ἐστιν μᾶλλόν διδόναι ἤ λαμβάνειν».

Ὅλες οἱ διδασκαλίες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλες οἱ ἐντολές Του καθώς καί τό παράδειγμά Του νά ὑπηρετεῖ τό λαό εἶναι διαποτισμένα μέ τήν ἰδέα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί τῆς ἀδελφικῆς μέριμνας γιά αὐτόν. Ὁ χριστιανισμός ἔχει μπροστά του τήν εἰκόνα τοῦ ἐλέους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ἴνα ὑμεῖς τή ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε» πού ἐνσαρκώθηκε καί ὑπέστη γιά μας θλίψη καί ἀσθένειες γιά νά πλουτιστοῦμε μέ τήν κληρονομιά τῆς Θεότητας», λέει ὁ Γρηγόριος Θεολόγος.

Ἡ ἀνώτατη ἔκφραση τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἁγία προσευχή του στόν σταυρό γιά τούς ἐχθρούς του. . Ἀπό διάφορα θαύματα πού διέπραξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τά ὁποία ἀποτυπώθηκαν ἀπό τούς ἱερούς Ἀποστόλους-εὐαγγελιστές, ξεχωρίζουν τά θαύματα πού ἄμεσα συνδέονται μέ τό θέμα τῆς φιλανθρωπίας. Ἀναμφισβήτητα μεταξύ αὐτῶν εἶναι ὅλες οἱ διαπραχθεῖσες ἀπό τόν Χριστό ἰάσεις, ἡ θαυματουργική σίτιση ἀνθρώπων μέ ἄρτο, καθώς καί τό πρῶτο θαῦμα στό γάμο ἐν Κανά τῆς Γαλιλαίας.

Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διαβάζουμε στό Βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἀχώριστες ἀπό τήν ἀρχή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «ἕκαστος ὑμῶν παρ' ἐαυτῶ τιθέτω θησαυρίζων ὅ,τι ἄν εὐοδῶται» (Πρός Κορινθίους Ἅ΄ 16, 2), ἔτσι ὥστε, ἄν χρειαστεῖ, νά εἶναι ἕτοιμοι νά στερηθοῦν χάριν τῆς φιλανθρωπίας.

Στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν μία φτωχή χήρα, ἡ ὁποία ὅταν ἦρθε ἔβαλε δύο λεπτά – τά πιό μικρά κέρματα, καί ὁ Κύριός μας τῆς δίνει ὑψηλό ἔπαινο: «προσκαλεσάμενος τούς μαθητᾶς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς, ἀμήν λέγω ὑμίν ὅτι ἡ χήρα αὔτη ἡ πτωχή πλεῖον πάντων ἔβαλεν τῶν βαλλόντων».

Ὁ Κύριος θεωρεῖ τήν ἐλεημοσύνη τῆς χήρας πιό πολύτιμη ἀπ’ αὐτή πού ἔβαλαν ὅλοι μαζί καί ἀπ’ αὐτή πού ἔβαλαν οἱ πλούσιοι, ἐπειδή «πάντες γάρ ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον, αὔτη δέ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τόν βίον αὐτῆς»

Οἱ πλούσιοι πού ἦρθαν στό ναό, δώρισαν τεράστια ποσά, ἀλλά τό δῶρο τούς ἦταν μικρό, προσεκτικό. Δέν κινδύνευαν μέ τίποτα. Ρίχνοντας χρυσά κέρματα στό θησαυροφυλάκιο δέν ξεχνοῦσαν νά μετρήσουν προσεκτικά πόσο τους θά μείνει γιά καλή ζωή. Ἀλλά ὁ Θεός λέει: «ὅς γάρ ἐάν θέλη τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν: ὅς δ' ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου σώσει αὐτήν» (Τά κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον 8, 35).

Ἦταν τέτοια καί ἡ ἄλλη φτωχή χήρα ἀπό τήν Σαρέπτα τῆς Σιδῶνος ἡ ὁποία εἶπε: «Ἔχω μία χούφτα ἀλεύρι καί λίγο λάδι στήν κανάτα. Θά πάω νά μαγειρέψω γιά τό γιό μου. Θά τό φᾶμε καί θά πεθάνουμε», καί χάρισε στόν Προφήτη ὅλα ὅσα εἶχε. Εἶναι δῶρο πού ὁδηγεῖ στό θάνατο, δωρεά ὅλων ὅσα κανείς κατέχει, δῶρο τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ. Περί αὐτοῦ πρόκειται. Οἱ δύο χῆρες, διακινδυνεύοντας τίς ζωές τους, τόλμησαν νά ἐμπιστευτοῦν ἐντελῶς στόν Θεό. Ἡ πρώτη ἐπιβραβεύτηκε θαυμαστά. Τό ἀλεύρι στό κάδο δέν ἑξαντλούταν καί τό λάδι στήν κανάτα δέν τελείωνε. Ἡ ἄλλη χήρα ἐπίσης ἐπιβραβεύθηκε τό ἴδιο θαυμαστά, κέρδισε τόν ἔπαινο τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν βλέπουμε τίς δύο γυναῖκες αὐτές, πῶς νά μήν σκεφτόμαστε γιά αὐτά ποῦ κάνει ὁ Θεός; Ἐπίσης δίνει ἐλεύθερα ὅλα ὅσα ἔχει, ὅλη του τήν ζωή. «οὐδείς αἴρει αὐτήν ἀπ' ἐμοῦ, ἀλλ' ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ' ἐμαυτοῦ», λέει Αὐτός. (Τά κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον 10, 18). Στό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον ἡ συνάντηση αὐτή μέ τήν φτωχή χήρα δίπλα στό θησαυροφυλάκιο, εἶναι τό τελευταῖο συμβάν στό Ναό πρίν τά βάσανα τοῦ Σταυροῦ. Τό δῶρο τῶν δύο φτωχῶν χηρῶν διακηρύσσει γιά τό δῶρο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ποιά θυσία γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό; Σ’ αὐτή τήν ἐρώτηση βρίσκουμε τήν ἀπάντηση στόν ἀββᾶ Δωρόθεο. «Γιά τό κτίσιμο καί ἁρμολόγημα τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς» . Παρομοιάζοντας τήν ἀνέγερση τέτοιου οἴκου μέ τό ἔργο τοῦ ἔμπειρου καί ὑπομονετικοῦ οἰκοδόμου, ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος προειδοποιεῖ γιά τόν κίνδυνο τῆς ἰδιόχειρης καταστροφῆς τοῦ προσεκτικά κτισμένου οἴκου.

Λέει γιά τήν καταστροφική ἐπίδραση τῆς φιλοδοξίας καί τήν ἔλλειψη τῆς ταπεινοφροσύνης κατά τήν πραγματοποίηση καλῶν πράξεων: «Νά, τί ἐννοῶ. Ἔρχεται ἕνας ἀδελφός καί σού λέει ἕνα λόγο πού σέ στενοχωρεῖ καί σέ πληγώνει καί σύ σιωπᾶς καί βάζεις μετάνοια. Νά, ἔβαλες κιόλας ἕνα λιθάρι. Μετά πᾶς καί λές σ’ ἄλλον ἀδελφό: «Μ’ ἔβρισε ὁ τάδε. Αὐτό καί αὐτό μου εἶπε. Καί ἐγώ ὄχι μόνον δέν μίλησα, ἀλλά τοῦ ἔβαλα καί μετάνοια». Δές, ἔβαλες ἕνα λιθάρι καί ἔβγαλες δυό. Πάλι συμβαίνει νά βάζει κανείς μετάνοια, θέλοντας νά δοξαστεῖ καί ἔτσι νοθεύεται ἡ ταπείνωση μέ τήν κενοδοξία. Αὐτό σημαίνει τό νά βάζει κανείς ἔλα λιθάρι καί νά τό ξαναβγάζει».

Ὁ ἄββας Δωρόθεος ἐκφράζει τήν ἐξίσου πολύτιμη σκέψη ὅτι ἡ φιλανθρωπία, σέ μεγάλο βαθμό, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς οἰκονομικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέροντας μεγάλη διαβάθμιση διαφορετικῶν πιθανῶν κλιμακώσεων τῆς φιλανθρωπίας: «Κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ: «Εἶμαι φτωχός καί δέν ἔχω νά δώσω ἐλεημοσύνη», γιατί ἐάν δέν μπορεῖς νά δώσεις τόσα, ὅσα μερικοί πλούσιοι ἔβαλαν σέ θησαυροφυλάκιο, τότε δῶσε δύο λεπτά, ὅπως ἐκείνη ἡ ἄθλια χήρα, καί ὁ Θεός θά τά πάρει ἀπό σένα καλύτερα ἀπό τά δῶρα ἀπό τούς πλούσιους. Ἐάν δέν ἔχεις οὔτε αὐτό, τότε ἔχεις τήν σωματική δύναμη καί μπορεῖς, ὑπηρετώντας, νά δείξεις συμπαράσταση στόν ἀδύναμο ἀδελφό σου. Οὔτε αὐτό δέν μπορεῖς; Μπορεῖς μέ τόν λόγο νά παρηγορήσεις τόν ἀδελφό σου, δῶσε τοῦ εὐσπλαχνία μέ λόγια καί νά ἀκούσεις τά λεχθέντα: οὐκ ἰδού λόγος ὑπέρ δόμα ἀγαθόν (Σοφία Σιράχ 18, 17). Ἐάν οὔτε μέ τόν λόγο δέν μπορεῖς νά τόν βοηθήσεις, τότε μπορεῖς, ἄν τυχόν προσβληθεῖ ἀπό σένα ὁ ἀδελφός σου, νά τοῦ δείξεις εὐσπλαχνία καί νά κάνεις ὑπομονή κατά τήν ταραχή του, ὅταν τόν βλέπεις νά πλήττεται ἀπό τόν κοινό ἐχθρό, καί ἀντί νά τοῦ πεῖς μία λέξη καί νά τόν ταράξεις, νά σωπαίνεις, καί μ’ αὐτό τόν τρόπο θά τοῦ δώσεις τήν εὐσπλαχνία, σώζοντας τήν ψυχή του ἀπό τόν ἐχθρό. Μπορεῖς ἐπίσης, ὅταν ἁμαρτήσει ἐναντίον σου ὁ ἀδελφός σου, νά τόν γεμίσεις χάρη καί νά συγχωρέσεις τήν ἁμαρτία του, ὥστε νά συγχωρεθεῖς καί ἐσύ ἀπό τόν Θεό, ἐπειδή ἔχει εἰπωθεῖ: «καί μή κρίνετε, καί οὐ μή κριθῆτε»

Κάνοντας ἔργα ἐλεημοσύνης στόν πλησίον μας, τά κάνουμε γιά τόν Ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός διδάσκει: «ἐπείνασα γάρ καί ἐδώκατε μοί φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατε μέ, ξένος ἤμην καί συνηγάγετε μέ, γυμνός καί περιεβάλετε μέ, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθε μέ, ἐν φυλακή ἤμην καί ἤλθατε πρός μέ. ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε».

 Ἡ ἐκκλησία δημιουργημένη ἀπό τούς ἀποστόλους, μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἐμπνευσμένη ἀπό τήν ἀδελφική ἀγάπη, δραστήρια ἀκολουθοῦσε τίς ἐντολές Του. Στό θησαυροφυλάκιο πατερικῶν κειμένων ὑπάρχουν πολλές καταπληκτικές ἐκφράσεις πού ἀποκαλύπτουν τήν βασική σημασία τῆς εὐσπλαχνίας καί φιλανθρωπίας στήν χριστιανική ζωή. Ὁ Τερτουλιανός γράφει: «Φροντίδα γιά τούς ἀδύναμους, τήν ὁποία παρέχουμε, ἡ ἐνεργή ἀγάπη μας πρός τούς ἐχθρούς μας, ἔγινε τό σημάδι μας», καί στήν Ἐπιστολή Β΄ τοῦ Κλήμεντος ἀναφέρεται: «Καλή ἡ μετάνοια ἐν ἁμαρτίαις, καλύτερη ἡ νηστεία καί προσευχή, ἀλλά ὅλες τίς ὑπερβαίνει ἡ ἐλεημοσύνη».

Μέ τόν λόγο καί τό προσωπικό παράδειγμα ἑδραιώνει τήν φιλανθρωπία ὁ Ἅγιος Μέγας Βασίλειος. Θυσιάζει τήν περιουσία του σέ φτωχούς, συνεχῶς λέει στά κηρύγματά του γιά τά ὅρια κατοχῆς τῆς ἰδιοκτησίας, καυτηριάζοντας ὄχι μόνο τόν ἴδιο τόν πλοῦτο, ἀλλά τήν ἄδικη, ἐγωιστική κατοχή του: «Τό νά ἔχεις πέραν τῆς ἀνάγκης, σημαίνει νά στερεῖς ἀπό φτωχούς, ἤτοι νά κλέβεις».

Καλός γνώστης τῶν ἀνθρώπων ὁ Μέγας Βασίλειος καταλάβαινε καλά, ὅτι οἱ πλούσιοι μποροῦν νά εἶναι εὐσεβεῖς καί ἐγκρατεῖς, ἀλλά καμιά φορᾶ τούς λείπει ἡ συμπόνια πρός τίς δυστυχίες τῶν φτωχῶν, σημειώνοντας γι’ αὐτό: «Τήν ἀρετή, τήν ὁποία ἔπρεπε νά ἔχουν ὅλο καί περισσότερο, τήν ἀρετή τῆς φιλανθρωπίας, τήν πετυχαίνουν δυσκολοτέρα». Μήν θέλοντας νά περιορισθεῖ στό κήρυγμα κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί προσπαθώντας νά ἀποδείξει στήν πράξη τήν δυνατότητα τῆς ἐξάλειψης τῆς φτώχειας μέσω τῆς φιλανθρωπίας, ὁ Βασίλειος κτίζει κοντά στήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας μία νέα πόλη, τήν ὁποία ὁ εὐγνώμων λαός ὀνόμασε Βασιλειάδα. Ἐκτός ἀπό τόν καταπληκτικό ναό, ἐκεῖ ὑπῆρχαν πανδοχεῖο, γεροκομεῖο καί νοσοκομεῖο μέ ξεχωριστό χῶρο γιά μολυσματικούς ἀσθενεῖς, καί μεταγενέστερα δημιουργήθηκαν κατοικίες γιά τεχνίτες καί ὑπηρέτες. Ἦταν ὑποδειγματικό ἐργατικό νοικοκυριό ὅπου πρόσφεραν δωρεά σίτιση.

Στήν «Ἕκτη ὁμιλία τοῦ περί πλεονεξίας» ὁ Μέγας Βασίλειος, προτρέποντας στήν φιλανθρωπία ἔλεγε: «Ἄν ἔπαιρνε καθένας ὅ,τι τοῦ χρειαζόταν γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης του κι ἄφηνε σ’ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη ὅ,τι ἦταν γι’ αὐτόν περισσό, κανένας δέ θά ἦταν πλούσιος, κανένας δέ θά ἦταν φτωχός… Γιατί σύ πλουτεῖς κι ἐκεῖνος πένεται; Ἤ ὁπωσδήποτε καί σύ γιά νά λάβης μισθό ἀρετῆς καί πιστῆς διαχειρίσεως κι ἐκεῖνος γιά νά τιμηθῆ μέ τά μεγάλα βραβεῖα τῆς ὑπομονῆς». «Ὅπως τό σιτάρι, ὅταν πέση στή γῆ, - μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, - γίνεται κέρδος γι’ αὐτόν ποῦ τό ρίχει, ἔτσι καί τό ψωμί, ὅταν τό δώσουμε στόν πεινασμένο, πηγάζει ἄφθονη ἡ ὠφέλεια ἀργότερα. Ἄς γίνη λοιπόν γιά σένα τό τέλος τῆς καλλιέργειας τῆς γής, ἀρχή τῆς σπορᾶς σου στόν οὐρανό».

Κατά τόν ἴδιο τρόπο σκέφτεται καί ὁ συνάδελφος καί φίλος του Ἁγίου Μεγάλου Βασιλείου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος: «Νά μιμηθεῖς τήν Θεία φιλανθρωπία. Αὐτό εἶναι τό πιό θεῖο στόν ἄνθρωπο – νά κάνει καλό… δάνεισε στόν Θεό τό ἔλεος, κανένας ἀκόμα δέν μετανίωσε ἀπ’ αὐτούς πού ἔφερε κάτι στόν Θεό».

Ὁμοίως βασανιζόταν γιά τήν φροντίδα πρός τούς πλησίον ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Πολλές φορές ὑπεράσπιζε τούς φτωχούς καί ἀδύνατους, βοηθοῦσε αὐτούς πού πέθαιναν ἀπό πείνα καί δίψα. Ἦταν ἀηδιασμένος ἀπό τήν φιλαργυρία τῶν πλουσίων. Ὑπενθυμίζοντας τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, βρίσκει θανατηφόρες λέξεις: «Τά μουλάρια σου εἶναι χορτάτα, καί ὁ Χριστός πεθαίνει ἀπό τήν πείνα στό κατώφλι σου». Περιγράφει τόν Χριστό μέ πρόσωπο ἑνός φτωχοῦ καί λέει μέ τό στόμα του: «Θά μποροῦσα νά θραφῶ μόνος μου, ἀλλά καλύτερα νά περιπλανιέμαι σάν ζητιάνος καί νά ἁπλώνω τό χέρι γιά ἐλεημοσύνη, γιά νά μέ τρέφεις. Καί κάνω ἔτσι ἀπό ἀγάπη πρός ἐσένα».

«Ἡ ἐλεημοσύνη ἀληθῶς εἶναι βασίλισσα πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι παρόμοιοι μέ τόν Θεό, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, - Εἶναι ἐλαφριά καί γρηγοροπετοῦσα, ἔχει χρυσά φτερά καί κάνει πτήση πού εὐφραίνει τούς ἀγγέλους. Πετᾶ σάν περιστέρι, χρυσό καί ζωντανό, πού ἔχει τρυφερό βλέμμα καί ἤπια μάτια. Δέν ὑπάρχει τίποτα πιό ὄμορφο ἀπ’ αὐτό τό μάτι». Καί στό ἄλλο μέρος: «Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι λύτρωση τῆς ψυχῆς… καί στή Θεία Δίκη ἡ ἐλεημοσύνη θά ἀναστηθεῖ καί θά σέ προστατέψει».

Ἡ φιλανθρωπία εἶναι κατάσταση ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἁπλά δέν μπορεῖς νά αἰσθάνεσαι ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα χωρίς νά βοηθᾶς στούς ἀνθρώπους μέ ὅλη τήν δύναμη καί χαρά, νά βοηθᾶς δωρεάν, κρυφά, χωρίς κανένα ὄφελος γιά τόν ἑαυτό σου, χωρίς τιμητικές διακρίσεις καί βραβεῖα. Καί καθόλου δέν ἔχει σημασία τό μέγεθος τοῦ ποσοῦ. Καί πόσο εὐχάριστο εἶναι νά ξοδεύεις χρήματα γιά τόν ἑαυτό σου, γιά τήν ἀνάπαυση γιά δημιουργικό χόμπι ὅταν μέ ὅλη τή δύναμη ἔδωσες τόν ἑαυτό σου, ὅταν βοηθοῦσες στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκη, ὅταν ἔχεις ἥσυχη τήν συνείδησή σου. Ὅποιος δέν ἔχει νιώσει αὐτό τό συναίσθημα, δοκιμάστε καί ποτέ δέν θά θελήσετε νά τό παραιτηθεῖτε.


Εκτύπωση   Email