Διά τοῦ ὑπερόχου αὐτοῦ τροπαρίου τοῦ ἐν ἁγίοις Ἀνδρέου Κρήτης, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει πανευφροσύνως τήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διότι Αὐτή συνδέεται μετά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Τιμᾶται, δηλαδή, πάντοτε ὡς «Μητέρα Κυρίου» (Λουκ. 1,43) ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καί δι’ αὐτήν «Θεός καί Σωτήρ» (Λουκ. 1,47).
Οἱ ἐλάχιστες ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ἀπεικονίζουν τήν πρόθεση τῶν Εὐαγγελιστῶν νά ἐπικεντρωθεῖ ἡ προσοχή στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί ἔχουν σχέση μέ τήν ὑπόμνηση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ πίστις στήν θεανθρωπότητα τοῦ Κυρίου μᾶς ὑποχρεώνει νά τιμοῦμε καί τό ὄργανο τῆς ἐνανθρωπήσεως, δηλαδή, τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι τό πρότυπο τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεως πρός τόν Θεόν κατά τον καθηγητή Γ. Μαντζαρίδη, ἐπαναφέρει ὁλόκληρη τήν δημιουργία στούς κόλπους τῆς θείας ἀγάπης.
Ἐγκαταλείπουμε τήν ζωή μας στίς πρεσβεῖες Της καί ἱκετεύουμε τό πρόσωπό Της νά παρακαλεῖ ἀκαταπαύστως τόν Υἱόν Της διά τήν σωτηρία μας. Ἡ ὕπαρξή Της ἔγινε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρρησία Της εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἐκ τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, διότι ἐδέχθη εἰς τά σπλάχνα Της τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παναγία καθίσταται ὁ ἐννομότατος διακινητής τοῦ φωτός καί διά τῆς θείας χάριτος ἐκχύει τούς ἀθεάτους κρουνούς τῆς ἀγάπης, μεταμορφώνοντας τόν ἄνθρωπο καί τήν κτίση. «Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται…» Ἀληθῶς πηγή τῆς ζωῆς, ἀδελφοί μου, ἡ Θεοτόκος.
Εὑρίσκεται ἐν τῷ τάφῳ ἀλλά ὁ τάφος καθίσταται κλίμαξ διά τῆς ὁποίας ἀναβιβάζεται πρός τόν οὐρανόν. Χωριζόμενον τό σῶμα τῆς Θεοτόκου ἀπό τῆς ψυχῆς, ἑνώνεται μέ τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ Της. Τό ἐδέχθη ὀλίγον ὁ Τάφος, τό παρέλαβεν ὕστερον ὁ Οὐρανός αὐτό τό θησαύρισμα τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς.
Ἀπεδόθη καί πάλιν ὁ θρόνος εἰς τόν Βασιλέα, εἰς τόν Παράδεισο τό ξύλο τῆς ζωῆς, εἰς τό δένδρο ὁ καρπός, ἡ μητέρα εἰς τόν Υἱόν, ἀξία ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τά θεῖα χαρακτηριστικά Της: ἁγνότης, παρθενία, ταπείνωσις, ὑπακοή, τιμή.
Ἁγνότης: Καθαρότης καρδίας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτήν τήν ἀγνότητα ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία τονίζουσα τήν παρθενική Της χάρη.
Παρθενία: Μία ἐκ τῶν πτυχῶν τῆς ἁγνότητος, πού βλάστησε στήν καρδιά τῆς Θεοτόκου τήν πληρουμένη ταπεινώσεως.
Ταπείνωσις: Ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀποδοχή τῆς καθοδηγήσεως ἐκ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τῆς ἁγνότητας τῆς Θεοτόκου. νίκη ἐπί τῆς φυσικῆς ροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἐγωκεντρισμό, τήν ὕβρι, τήν ἀνταρσία. «Τί ἀνύψωσε τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπ’ ὅλα τα δημιουργήματα; Ἡ ταπείνωσις» (Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης)
Ὑπακοή: Ἡ Θεοτόκος ὑπακούει ἄνευ ἐνδοιασμῶν, ἄνευ προσωπικῶν κριτηρίων, ἄνευ ὑστεροβούλων σκέψεων.
Οἱ ἀρετές αὐτές τιμῶνται στό πρόσωπο τῆς Παναγίας, λάμπουν εἰς τήν ζωήν Της καί δίδουν ἕνα οὐσιαστικό νόημα.
Τιμή: Ἀποδίδεται στήν Θεοτόκο ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι ἐξ Αὐτῆς ἐγεννήθη ὁ Σωτήρ Ἰησοῦς: σαρκωθείς Θεός – Λόγος. Ἡ Θεοτόκος ἀντιπροσωπεύει τήν Ἐκκλησία, τήν νέα Εὔα, τήν ἀναγεννημένη ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία συντηρεῖται ὑπό τῆς ζωογόνου πνοῆς τοῦ Παρακλήτου.
Καί ἡ πνοή αὐτή τοῦ Παρακλήτου δέν θά σβήσει, διότι προέρχεται ἐκ τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Υἱοῦ, μεσιτείᾳ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ πολυτιμήτου καυχήματος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους μας.
Ἄς τοποθετήσουμε τά προτερήματα τῆς Μητέρας τῆς ζωῆς καί στόν ἑαυτό μας καί θά ὑπάρξει ἐντός μας ἡ ἀναγέννηση χάριτος ἀντλουμένη ἐκ τοῦ θείου προσώπου Της καί τῆς μυσταγωγίας τῆς κοιμήσεώς Της, «Ἐκεῖ ὅπου τό ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἡρεμία καί ἡ χαρά ἑνώνονται σέ αὐγή μυστικῆς ἡμέρας» (Alexander Schmemann).
Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίνου Χαραλαμποπούλου
Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως