Μαρίας Π. Σκαβάρα, θεολόγου
Πρότυπα μεγάλα καὶ φωτεινὰ εὐσεβέστατης μητέρας ὑπῆρξαν οἱ ἅγιες μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε στὶς 30 Ἰανουαρίου. Μὲ τὴν χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση, τὴν ἑκούσια θυσία καὶ τὶς προσευχές τους, ὁδήγησαν τὶς οἰκογένειές τους στὸ Χριστό, τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καὶ τῆς Ἀλήθειας καὶ χάρισαν στὴν Ὀρθοδοξία τοὺς τρεῖς «Φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος», ποὺ ἔγιναν Μεγάλοι Εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔζησαν στὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, ἀλλὰ ἡ διδασκαλία τοὺς ἦταν οἰκουμενικὴ καὶ διαχρονική. Ἀφοροῦσε μία ἐποχὴ κοσμοϊστορικῶν ἀλλαγῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ αἰῶνας τοὺς ὀνομάστηκε χρυσὸς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Μεγάλοι αὐτοὶ ἅγιοι καὶ θεοφώτιστοι Πατέρες διέσωσαν ἀξίες μὲ πανανθρώπινο περιεχόμενο καὶ χάρισαν στὸν κόσμο ὄχι μόνον τὸ «εὖ ζῆν» μὲ τὶς ἐπιστῆμες τους, ἀλλὰ τὸ «αἰωνίως εὖ ζῆν» ἀφοῦ ἔδωσαν στὴ ζωὴ μεταφυσικὴ πνοὴ καὶ ἄνοιξαν τὸν δρόμο πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Ὡστόσο, τὸ μυστικό του μεγαλείου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν βρίσκεται στὶς τρεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἅγιες Μητέρες τους, οἱ ὁποῖες ἐπιμελήθηκαν τὴ διαπαιδαγώγησή τους. Ἡ Ἐμμέλεια, ἡ Νόνα καὶ ἡ Ἀνθοῦσα. Μητέρες πολύτεκνες καὶ καλλίτεκνες. Ἡρωίδες Μητέρες τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγάπης καί... τῆς ὑπομονῆς. Αὐτὲς τοὺς δίδαξαν τὴν θεοσέβεια, τὴν ὑψίστη εὐγένεια, τὴν ταπεινὴ διακονία. Ἔβαλαν στὰ χέρια τῶν παιδιῶν τοὺς πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἀνέθρεψαν «ἐν παιδεῖᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».» Καὶ οἱ τρεῖς Μητέρες ἄσκησαν μεγάλη ἐπιρροὴ στὰ παιδιὰ καὶ στὴν οἰκογένειά τους. Βλέποντας τέτοιες ἔνδοξες γυναῖκες θαύμασε καὶ ἀναφώνησε ὁ εἰδωλολάτρης ρήτορας καὶ φιλόσοφος Λιβάνιος: «Οἷαι παρὰ χριστιανοῖς γυναῖκες εἰσίν.» (Migne, P.G. 2 48,601) (=Τί σπάνιες γυναῖκες ὑπάρχουν στοὺς κόλπους τῶν χριστιανῶν.)
Ἡ συμβολὴ λοιπὸν τῶν Μητέρων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, [Ἐμμέλειας τοῦ Μ. Βασιλείου, Νόνας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ Ἀνθοῦσας Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου] στὴν ἀνάδειξη αὐτῶν τῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἀποφασιστική. Οἱ ἴδιοι οἱ τρεῖς αὐτοὶ Πατέρες στὰ συγγράμματά τους ὁμολογοῦν καὶ διασαλπίζουν στὶς ἑπόμενες γενεὲς τὴν ὑψίστη καὶ μεγάλη δύναμη, τὴν ὁποία ἔχει ἡ συνεργὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ λέγεται Μητέρα. Μέσα στὰ ἔργα τοὺς οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ὁμιλοῦν μὲ πολλὴ χάρη – μὲ ἐγκώμια καὶ ποιήματα– καὶ ἀναφέρονται μὲ υἱικὴ στοργή, δέος καὶ σεβασμὸ στὶς μητέρες τους. Μᾶς ἀφηγοῦνται τὴν θεοσεβῆ ζωή τους, τὸ σπουδαῖο ἔργο ποὺ ἐπιτέλεσαν, τὶς θλίψεις καὶ τὶς χαρὲς ποὺ δοκίμασαν στὴ ζωή τους. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε γιὰ τὴν ἀνατροφή του: «ἐκ παιδός ἔλαβον ἔννοιαν περὶ Θεοῦ παρὰ τῆς μακαρίας μητρός μου» (Migne, P.G. 32,825) καὶ γιὰ τὴν πνευματική του μητέρα, τὴ γιαγιὰ Μακρίνα: «ἦταν δασκάλα τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας και φρουρός τῆς ὀρθόδοξης πίστης.» Ἃς δοῦμε ἀναλυτικὰ τὴν κάθε μία Μητέρα καὶ τὴ δράση της.
1. Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ γενιὰ ἀρχοντικὴ καὶ ἔνδοξη. Οἱ γονεῖς τῆς κατεῖχαν πλούτη πολλὰ καὶ θέσεις ὑψηλὲς στὸν κρατικὸ μηχανισμό. Εἶχαν ὅμως καὶ πολλὴ πίστη στὸν Θεό. Ἦταν ἄνθρωποι ἀρετῆς. Αὐτὸ εἶναι σπάνιο γιὰ ἄρχοντες καὶ πλουσίους. Ἡ ἴδια ἡ ἐνάρετη Ἐμμέλεια εἶχε σπουδαία κοσμικὴ μόρφωση, ἀλλὰ εἶχε ἀγαπήσει τοὺς πνευματικοὺς θησαυρούς, τὶς ἀρετές. Ἦταν αὐτὸ ποὺ σήμαινε τὸ ὄνομά της Ἐμμέλεια. Ἦταν μέλος, ἁρμονία, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ. Κάτ? ἐντολὴ ἐνὸς ἀνάξιου βασιλιά, ὁ εὐσεβὴς πατέρας τῆς μαρτύρησε, ἐπειδὴ ἀκολουθοῦσε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ μεγάλη τους περιουσία διαμοιράστηκε σὲ ἄλλους πονηροὺς ἄρχοντες. Ὅταν ἡ Ἐμμέλεια ᾖρθε σὲ ἡλικία γάμου, δὲν προτίμησε σύζυγο μὲ ὑψηλὴ θέση καὶ ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν πλουσίων, ἀλλὰ ἄνθρωπο εὐσεβῆ καὶ σώφρονα. Τέτοιον βρῆκε τὸν Βασίλειο, υἱὸ τῆς εὐσεβέστατης Μακρίνας, τῆς ὁποίας ἡ οἰκογένεια καταδιώχθηκε στὸν καιρὸ τοῦ Δεκίου (250 μ.Χ.) καὶ κατέφυγε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, τὸν θαυματουργό, ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς στὰ δάση τοῦ Πόντου. Ἡ νέα οἰκογένεια ἐπέλεξε ἰσόβια νὰ ἔχει ὡς οἰκόσημο τὴν εὐσέβεια.
Ἀπὸ τὸν εὐλογημένο αὐτὸ γάμο, γεννήθηκαν δέκα παιδιὰ (ἀπὸ τὸ 328 ἕως 348). Πέθανε τὸ ἕνα, ἔζησαν τὰ ἐννέα, τέσσερα ἀγόρια καὶ πέντε κορίτσια, μία εὐλογημένη πολυτεκνία. Ὁ πατέρας Βασίλειος εἶχε ἀναλάβει τὴν ἐγκύκλια μόρφωση τῶν παιδιῶν. Ἡ Ἐμμέλεια εἶχε ἀναλάβει τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἠθικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν καὶ μετέβαλε τὸ σπίτι της σὲ Ἐκκλησία. Δίδασκε στὰ παιδιὰ τῆς τὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Τὰ ἔμαθε νὰ προσεύχονται, νὰ ἐκκλησιάζονται καὶ τὰ στήριζε στὴν ἀφιέρωσή τους στὸ Θεό. Καὶ οἱ δυὸ γονεῖς μὲ τὸ ἐνάρετο παράδειγμά τους, συνέβαλαν στὴ μόρφωση τῆς ψυχῆς τους καὶ τὰ ὁδήγησαν στὸ Χριστό. Ὡστόσο, μετὰ τὴ γέννηση καὶ τοῦ τελευταίου παιδιοῦ Πέτρου, ὁ πατέρας, ὁ ἐνάρετος Βασίλειος, πέθανε (τὸ 348 μ.Χ.). Τὸ πρῶτο ἀγόρι, ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν τότε μόλις 15 ἐτῶν καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, στὴ δύσκολη ἐφηβικὴ ἡλικία, ἀνέλαβε πλέον μόνη της ἡ Ἐμμέλεια, μὲ πιστὸ καὶ μόνιμο σύντροφο στὴ ζωὴ τῆς τὸν πόνο. Ἡ ἴδια ὡς νέα ὀρφάνεψε καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς. Ὁ πατέρας τῆς εἶχε μαρτυρήσει στοὺς διωγμούς. Ὁ σύζυγος καὶ προστάτης τῆς οἰκογενείας πέθανε νέος. Ὁ μικρὸς Βασίλειος ἦταν μόνιμα φιλάσθενος καὶ καταβεβλημένος. Κι ὅμως ἡ ἴδια πίστευε ὅτι βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ στάθηκε βράχος ἀκλόνητος στὴν πίστη? ἔγινε ἄγρυπνος φύλακας, φρουρὸς καὶ προστάτης τῶν παιδιῶν της. Πόθος τῆς βαθὺς ἦταν νὰ τοὺς μεταδώσει τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ εὐσεβείας, νὰ τὰ σπουδάσει, νὰ τὰ ἀποκαταστήσει. Ἡ γενναία μητέρα στήριζε τὰ παιδιά της καὶ παράλληλα ἀσκοῦσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἐλεημοσύνη. Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων μητέρα, ἡ ὁποία δὲν φρόντιζε μόνο γιὰ τὰ ἐννέα παιδιά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ θλιβομένους, ὄχι μόνο ὑλικὰ ἀλλὰ καὶ πνευματικά. Στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν καὶ ἐγγονῶν, ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο καὶ ἡ πεθερὰ τῆς Μακρίνα. Νύφη καὶ πεθερὰ εἶχαν μία τέλεια συνεργασία στὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν. Ἐξάλλου, ἡ γιαγιὰ Μακρίνα ἦταν πνευματικὴ μητέρα τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Ἡ γιαγιὰ Μακρίνα εἶχε πνευματικὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας καὶ ὅ,τι ἄκουγε ἀπὸ ἐκεῖνον, τὰ ἔγραφε βαθιὰ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά της καὶ αὐτὰ ἔλεγε στὰ ἐγγόνια της, γιὰ νὰ διαφυλαχθοῦν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ κινδύνους. Γι’ αὐτό, ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε γί? αὐτήν, ὅτι ἦταν δασκάλα τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας καὶ φρουρὸς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἦταν ἡ ἐποχὴ μετὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς, ποὺ ἡ αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν συντάραξε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ Πίστη καὶ οἱ χριστιανοὶ βοηθοῦσαν στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ δυὸ γυναῖκες ποθοῦσαν νὰ προσφέρουν τὰ ἀγόρια ὡς διακόνους στὴν Ἐκκλησία καὶ ὑπηρέτες τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σεμνὴ καὶ λογικὴ μητέρα Ἐμμέλεια, ὅταν ᾖλθε ὁ καιρός, μοίρασε ἐξ ἴσου τὴν περιουσία σὲ ὅλα τὰ παιδιά, χωρὶς νὰ ἀδικήσει κανένα παιδί της, ἄσχετα ἂν ἦταν ἀγόρι ἢ κορίτσι, ἔγγαμο ἢ ἄγαμο. Κι εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν κίνηση ἡ ἰσοτιμία τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν σὲ ἐφαρμογή. Ὁ Μέγας Βασίλειος μὲ τὴν προσωπική του περιουσία ἔχτισε τὴν πολιτεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας, τὴν Βασιλειάδα, ἔξω ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Στὴν ὄμορφη αὐτὴ πολιτεία τῆς ἐλπίδας, μάζευε ἀρρώστους, ἀναπήρους, ἀστέγους, φτωχούς, ξένους, γέροντες καὶ ὀρφανά. Πολλὲς φορὲς τοὺς φρόντιζε καὶ τοὺς περιποιόταν μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια. Ὁ Βασίλειος δὲν ἄργησε νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καισαρείας, πρὸς μεγάλη χαρὰ τῆς μητέρας τοῦ Ἐμμέλειας. Αὐτὸς στὴ συνέχεια, χειροτόνησε ἐπισκόπους καὶ τοὺς δυὸ ἀδελφούς του: Γρηγόριο ἐπίσκοπο Νύσσης καὶ Πέτρο ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ὁ μοναχὸς Ναυκράτιος ζοῦσε ἀσκητικὰ δίπλα στὸν Ἴρι ποταμό. Παράλληλα, ὑπηρετοῦσε προσωπικὰ κάποιους γέροντες, ποὺ ταλαιπωροῦσε ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώστια. Κυνηγοῦσε στὰ δάση καὶ στὶς ἐρημιές, ἔπιανε ψάρια καὶ ἔτσι ἐξασφάλιζε τὴν τροφὴ τῶν γερόντων. Ὅμως τὸ ποτάμι ἦταν ὁρμητικὸ καὶ ὁ Ναυκράτιος ἐνῷ ψάρευε, πνίγηκε σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Ὅταν πῆρε τὸ πικρὸ μήνυμα ἡ ἁγία Ἐμμέλεια, ἀντιμετώπισε μὲ ὑπομονὴ τὴ βαρειὰ θλίψη της? δὲν θρήνησε μὲ γοερὰ μοιρολόγια. Συνετρίβη ἀπὸ τὸν πόνο. Ἔμεινε ὅμως ἥσυχη, καρτερική, ὁπλίσθηκε μὲ ὑπομονὴ καὶ κατέφυγε στὴ Θεία βοήθεια καὶ παρηγοριά. Καὶ ὁ Πέτρος στὴν ἀρχὴ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος. Κάποτε παρουσιάσθηκε ἔλλειψη σιτηρῶν καὶ ἔπεσε πεῖνα. Κόσμος πολὺς ἔτρεχε κοντά του καὶ μοίρασε σὲ αὐτοὺς τὰ ὑπάρχοντά του. Ἔτσι ἔκανε τὴν ἐρημιὰ νὰ μοιάζει μὲ πόλη. Ἀργότερα, ἔγινε ἐπίσκοπος γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μεγαλύτερη κόρη τῆς Ἐμμέλειας Μακρίνα ἦταν πολύτιμη συμπαραστάτης καὶ βοηθὸς στὸ σπίτι. Ἐργατική, ταπεινὴ καὶ συνετὴ δὲν ἦταν μόνο τροφὸς ἀλλὰ καὶ διδάσκαλος γιὰ τὰ μικρότερα ἀδέλφια της. O ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀδελφή του Μακρίνα ὑπῆρξε «διδάσκαλος, παιδαγωγός, μήτηρ, παντὸς ἀγαθός σύμβουλος» (Migne, P.G.46, 972C-D). Ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, προτίμησε νὰ μονάσει ἰσόβια. Καὶ ἡ Μακρίνα μοίρασε τὴν περιουσία της σὲ κάθε εἶδος ἀγαθοεργία. Ποτὲ δὲν περιφρόνησε κανέναν, ποὺ ζητοῦσε τὴν βοήθειά της. Ὁ πλοῦτος τῆς ἀρχοντοπούλας ἦταν ἕνα ἁπλούστατο φόρεμα, τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς καὶ παλιά, λιωμένα ὑποδήματα. Ἐπιμελοῦνταν τὴν ψυχή της καὶ ἀποταμίευε τὸν οὐράνιο θησαυρό, ὅπως παραγγέλλει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ Μακρίνα ἔπεισε τὴ μητέρα τῆς Ἐμμέλεια, νὰ δώσει ισα δικαιώματα στὶς ὑπηρέτριες καὶ τὶς δοῦλες της καὶ τελικὰ νὰ τὶς ἀπελευθερώσει. Ὁπότε Μητέρα καὶ κόρη, ὅταν «ἀποκαταστάθηκαν» ὅλα τὰ ἄλλα παιδιά, μόνασαν μαζὶ σὲ ἐρημητήριο τοῦ Πόντου, στὸ πατρικὸ κτῆμα τῶν Ἀννήσων. Ἐκεῖ ἔβρισκαν καταφύγιο ὅλοι, ἐκεῖ ἀσκήτευσε καὶ ὁ Ναυκράτιος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, γιὰ κάποιο διάστημα.
Ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα, ἡ ἁγία Ἐμμέλεια ἀναχώρησε ἀπὸ αὐτὸν τὸν μάταιο κόσμο. Τελείωσε τὴ ζωὴ της (τὸ 370 μ.Χ.) ὡς μοναχή, μὲ ἡγουμένη τὴ θυγατέρα τῆς ὁσία Μακρίνα, λίγες μόνο μέρες μετὰ τὴν χειροτονία τοῦ υἱοῦ τῆς Μεγάλου Βασιλείου εἰς ἐπίσκοπον στὴν Καισάρεια. Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ, ζήτησε ἀπὸ τὰ παιδιά της νὰ τὴν θάψουν στὸν τάφο τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος βρίσκονταν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ὅπου καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, ποὺ μαρτύρησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς (τὸ 320 μ.Χ.) στὴ λίμνη τῆς Σεβαστείας. Τεμάχια τῶν Ἱερῶν Λειψάνων διατηροῦσε ἡ οἰκογένειά της ὡς πολύτιμο θησαυρὸ καὶ πίστευε ὅτι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θὰ τοὺς εἶχε βοηθοὺς καὶ συμπαραστάτες, ἐφόσον μὲ τὸ μαρτύριό τους οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἀπέκτησαν παρρησία στὸν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς ἁγίας Ἐμμέλειας στὶς 30 Μαΐου. Τὸν ἐπικήδειο λόγο της, δηλαδὴ ἐγκώμιο ἐκφώνησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέσα στὸν ὁποῖο ἐκθειάζει τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματά της καὶ κυρίως τὴν πολυτεκνία καὶ καλλιτεκνία της. Ἡ οἰκογένεια τῆς ἁγίας Ἐμμέλειας ἀνέδειξε ἑπτὰ ἁγίους: οἱ δυὸ γονεῖς καὶ τὰ πέντε παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τρεῖς ἐπίσκοποι, ὁ Μέγας Βασίλειος Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὁ Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας. Δυὸ μοναχοί, ὁ Ναυκράτιος καὶ ἡ Μακρίνα. Τὰ τέσσερα ἄλλα κορίτσια παντρεύτηκαν. Πῆραν ἀνθρώπους μὲ φόβο Θεοῦ καὶ δημιούργησαν χριστιανικὲς καὶ ἅγιες οἰκογένειες.
2. Ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νόννα γεννήθηκε στὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας (τὸ 304 μ.Χ.) ἀπὸ εὔπορους γονεῖς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους. Καὶ ἡ ἴδια εἶχε πολλὰ προσόντα καὶ ἀρετές∙ ἦταν σεμνή, ἐπεδίωκε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς μὲ τὴ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀκριβῆ γνώση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ δάσκαλος τῆς εὐσεβείας ὅλης της οἰκογένειας. Τὴν ἐνάρετη κόρη Νόννα ζήτησε σὲ γάμο ὁ δίκαιος νομικὸς ἄρχων τῆς Ναζιανζοῦ Γρηγόριος. Ὁ υἱὸς τῆς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφει γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Νόννα: «σ? ζητήματα πίστεως κᾶ? θεολογίας ?ναδεικνυόταν καθημερινὰ διδάσκαλος τὸ? συζύγου της». Γι’ αὐτὸ τὴν θεωρεῖ ἄξια θαυμασμοῦ, ἀλλὰ περισσότερο θαύμαζε τὸν συνετὸ καὶ τίμιο πατέρα του, ὁ ὁποῖος ὑπάκουε θεληματικᾶ σὲ αὐτήν. Ἡ Νόννα ἦταν ἁγνὴ καὶ ταπεινή, δυνατὴ στὴν πίστη, ὑπόδειγμα ἀρετῆς, μὲ διαμαντένιο χαρακτῆρα. Μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν προσευχή της, ἐπανέφερε τὸν σύζυγό της ἀπὸ αἱρετικὸ σὲ ὀρθόδοξο (ἀφοῦ εἶχε πέσει στὴν αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων, οἱ ὁποῖοι δέχονταν μόνο τὸν Ὕψιστο Θεὸ ὡς πρόσωπο καὶ δὲν πίστευαν στὴν Τριαδικότητά του, ἦταν θρησκεία μὲ ἰουδαϊκὰ καὶ ἐθνικὰ στοιχεῖα, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ συνδυαζόταν μὲ τὴ λατρεία τοῦ πυρός). Ἡ Νόννα πέτυχε μὲ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν πραότητά της νὰ τὸν καλλιεργήσει τόσο ὥστε (τὸ 325 μ.Χ.), ὁ σύζυγός της Γρηγόριος νὰ βαπτισθεῖ, στὴ συνέχεια νὰ γίνει ἱερέας καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λαμπροὺς ἐπισκόπους της χριστιανικῆς πίστεως στὴ Ναζιανζό.
Ἡ Νόννα, πέτυχε ἀκόμη καὶ ἕνα ἄλλο πιὸ θαυμαστό. Ἦταν ἄτεκνη γιὰ πολλὰ χρόνια. Κατέφυγε λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸν σύζυγό της μὲ πίστη στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὶς νηστεῖες, τὶς προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυά της, πέτυχε νὰ ἀποκτήσει τρία παιδιά? τὸν Γρηγόριο, τὴν Γοργονία καὶ τὸν Καισάριο, ὅλοι τους ἀναδείχθηκαν ἅγιοι. Ὅ,τι ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ πῆρε. Ἔτσι, ἀφιέρωσε σὲ Αὐτὸν τὸ πρῶτο ἀγόρι, νὰ γίνει διάκονός Του. Τὰ δυὸ ἀγόρια ἔφυγαν γιὰ σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, μετὰ στὴν Κῶν/πόλη καὶ στὴν Ἀθῆνα. Ἡ φιλόθεη Νόννα ὅμως θεωροῦσε πρῶτο καὶ καλύτερο τρόπο διαπαιδαγώγησης καὶ ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν τῆς τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γραπτὸ καὶ προφορικὸ καὶ ὕστερα τὶς κοσμικὲς ἐπιστῆμες. Ἦταν μητέρα γλυκιὰ καὶ στοργική, ἀφοσιωμένη στὰ παιδιά της, γυναῖκα δραστήρια καὶ ἐνάρετη, ἐργατικὴ καὶ οἰκονόμα, προβλεπτικὴ καὶ εὐλαβὴς νοικοκυρά, ἔκανε ὅλες τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ ἀγόγγυστα, παρ’ ὅτι ἦταν εὐκατάστατη. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀγωγὴ ἔδωσε καὶ στὴν κόρη τῆς Γοργονία, ἡ ὁποία ἦταν ἕνας ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ στὴ γῆ καὶ τῆς ἔδωσαν ὡς σύζυγο ἕναν ἠθικὸ κι ἐνάρετο νέον, τὸν Ἀλύπιο. Στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας, ἡ Νόννα εἶχε ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη τὸν σύζυγό της. Τὰ χρήματά τους ἦταν κοινά, καὶ ἡ προθυμία κοινὴ νὰ προσφέρουν στοὺς πάσχοντες ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη. Ἡ Νόννα στήριζε καὶ παρηγοροῦσε ἰδιαίτερα τὶς πονεμένες καὶ βασανισμένες γυναῖκες, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ὀρφανὰ παιδιά. Πόθος βαθὺς καὶ προσευχὴ τῆς Νόννας ἦταν νὰ γίνει ἱερέας ὁ υἱὸς τῆς Γρηγόριος. Κι ὅταν ὁ πατέρας τοῦ ἐπίσκοπος Ναζιανζοὺ τὸν χειροτόνησε ἱερέα καὶ ἀργότερα ἀρχιερέα, ἡ μητέρα μετὰ δακρύων εὐχαρίστησε τὸν Θεό.
Ὡστόσο ἡ ἀρετὴ τῆς Νόννας δοκιμάστηκε καὶ στὸ καμίνι τοῦ πόνου ἀπὸ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν της ἔχασε τὸν Καισάριο σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν (τὸ 368), ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ ἐπιπλέον ὡς σπουδαῖος αὐτοκρατορικὸς ἰατρός. Σὲ λίγο ὅμως ἀρρώστησε καὶ ἡ Γοργονία, καὶ πέθανε σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν (τὸ 369), ἄξιο ἀντίγραφο τῆς μητέρας της: ἁπλὴ καὶ ταπεινή, στολισμένη μὲ σωφροσύνη, γυναῖκα τοῦ σπιτιοῦ σεμνή, σκληραγωγημένη μὲ ἀγρυπνίες, ἁγία κόρη, ὑπόδειγμα ἀρετῆς στὰ ἕξι παιδιά, ποὺ ἄφησε (ἑορτάζεται στὶς 23 Φεβρουαρίου). Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, πεθαίνει καὶ ὁ σύζυγός της Ἀλύπιος καὶ τὰ ἕξι μικρὰ ὀρφανὰ ἀναλαμβάνει νὰ τὰ μεγαλώσει καὶ νὰ τὰ διδάξει ἡ γιαγιὰ ἁγία Νόννα, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε ἀθλήτρια τῆς εὐσεβείας, γιατί γνώριζε καλὰ καὶ πίστευε ὅτι: «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» ( (Πράξ. ἴδ΄22).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν μητέρα του: «Ἦταν ὑπόδειγμα ἀρετῆς, στολίδι τῶν γυναικῶν, πολὺ καρτερική καὶ ἀνδρεία γυναίκα. Τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι, ὅτι ποτὲ δὲν λύγισε ἀπὸ τὸν σωματικό καὶ ψυχικό πόνο. Ποτέ δὲν ἄφησε νὰ βγεῖ κραυγὴ γοερὴ ἀπὸ τὸ στόμα της, μόνο εὐχαριστία. Δὲν ἄφησε νὰ κυλήσουν δάκρυα ἀπὸ τὰ βλέφαρά της, ποὺ μυστικά εἶχαν σφραγισθεῖ. Ἤξερε νὰ συγκρατεῖ τὸ πένθος της, μολονότι συχνὰ τὴν ἔβρισκαν πολλές θλίψεις, ἀκόμη καὶ σὲ λαμπρές ἡμέρες. Εἶναι γνώρισμα ψυχῆς θεοφιλοῦς νὰ ὑποτάσσει στὰ θεῖα κάθε τί τὸ ἀνθρώπινο». Ὁ μόνος ποὺ ἐπέζησε καὶ τοὺς παραστάθηκε στὶς ἀρρώστιες καὶ τὰ γηρατειὰ τῶν γονιῶν τοῦ ἦταν ὁ πρωτότοκος στοργικὸς υἱὸς Γρηγόριος, τὸν ὁποῖον οἱ γονεῖς ἐξ ἀρχῆς ἀφιέρωσαν στὸν Θεό. Ἔτσι αὐτὴ ἡ ἁγία μητέρα ἦταν, ὅσο ζοῦσε, τὸ στήριγμα τοῦ Γρηγορίου. Ἡ εὐλαβέστατη ἁγία Νόννα, ἐνῷ προσευχόταν μέσα στὸ ναὸ ποὺ σύχναζε, ἐκοιμήθη τὸ 374 μ.Χ. καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε γι’ αὐτήν: «Ἀστραφτερός, ὁλοφώτεινος ἄγγελος σὲ πῆρε, ἐκεῖ ποὺ προσευχόσουν με καθαρό σώμα και πνεύμα. Ἡ Παναγία Τριάς, ποὺ ποθοῦσες, τὸ ἑνιαῖο φῶς, τὸ κοινό σέβασμα σὲ ἅρπαξε, Νόννα, ἀπὸ τὸν Ναὸ ποὺ προσευχόσουν, καὶ σὲ ἔβαλε στὸν μεγάλο, τὸν ἐπουράνιο Ναό. Πέτυχες τέλος καθαρότερο ἀπὸ τὴν ζωή σου.» (Migne, P.G. 35,869) (=Ὑπάρχει πιὸ ἀγαπητὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴν μητέρα;) Καὶ συμβούλευε: «Οὐδὲν μητρὸς εὐσπλαχνικότερον. Καὶ τοῦτο λέγω, ἳνα τιμᾶσθαι νομοθετήσω τὰς μητέρας» (=Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πρόσωπο, ποὺ νὰ διαθέτει περισσότερη ἀγάπη ἀπὸ τὴ μητέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ λέγω, γιὰ νὰ σᾶς παραγγείλω νὰ ἀγαπᾶτε τὶς μητέρες). Ἡ ἁγία Νόννα παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά της -πέντε ἁγίους- καὶ ἑορτάζεται στὶς 5 Αὐγούστου.
3. Ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἦταν ἡ Ἀνθοῦσα. Γεννήθηκε τὸ 325 μ.Χ. στὴν Ἀντιόχεια, τὴ μεγαλούπολη τῆς Συρίας ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ὅμως δὲν θεώρησε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀριστοκρατικὴ καταγωγὴ τῆς πηγὴ χαρᾶς καὶ εὐτυχίας, ἀλλὰ τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια καὶ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Γιὰ τὰ πολλὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἀρετές της, τὴν διάλεξε ὡς σύζυγο ὁ Σεκοῦνδος, ἕνας νέος χριστιανός, ἐνεργὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, ποὺ καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Εἶχε ἀναδειχθεῖ μάλιστα ἀνώτερος ἀξιωματικὸς στὴ Συρία. Δυστυχῶς ὅμως ὁ γάμος αὐτὸς δὲν κράτησε πολύ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν ἀκόμη νήπιο, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα τοῦ ἔμεινε χήρα, σὲ ἡλικία μόλις εἴκοσι ἐτῶν. Οἱ συγγενεῖς τὴν παρότρυναν νὰ συνάψει νέο γάμο, ἀλλὰ ἡ Ἀνθοῦσα δὲν θέλησε. Ἡ νεαρή, ἐνάρετη καὶ πλούσια χήρα Ἀνθοῦσα ὑπῆρξε παράδειγμα σωφροσύνης, ἁγνότητας καὶ καθαρῆς ζωῆς, γιατί εἶχε φόβο Θεοῦ. Εἶχε βαθιὰ χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ πίστη. Δὲν τὴν ἐνδιέφεραν καθόλου τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ οἱ κοσμικὲς συγκεντρώσεις. Ἀγωνιζόταν μὲ ὑπομονὴ καὶ δυνατὴ πίστη προσευχόμενη. Καὶ δὲν ἔμεινε ἀδρανὴς ἡ χήρα Ἀνθοῦσα σὲ ἔργα ἀγάπης. Παράλληλα εὐεργετοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ πάσχοντες. Ἦταν θαυμαστὴ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ τιμιότητά της. Ἡ ἐνδυμασία της, τὰ λόγια της καὶ ὅλη ἡ συμπεριφορά της, μιλοῦσαν γιὰ τὴν ξεχωριστὴ προσωπικότητά της. Ὅλοι, χριστιανοὶ καὶ εἰδωλολάτρες τὴν θαύμαζαν.
Οὐσιαστικὰ ἡ Ἀνθοῦσα ἔζησε σὰν παρθένος τὴν ὑπόλοιπη ζωή της, καὶ ἀφοσιώθηκε στὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τοῦ χαρισματικοῦ παιδιοῦ της. Τοῦ δίδαξε πὼς νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια τὸν στήριξε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ συμπαράστασή της καλλιέργησε τὴν ψυχή του μὲ φόβο Θεοῦ. Δὲν ἔθρεψε μόνο τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλὰ προπάντων φρόντισε γιὰ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Τὸν ἔστειλε γιὰ σπουδὲς στὴ ρητορικὴ καὶ θεολογικὴ ἐπιστήμη. Ὁ Ἰωάννης σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἀναδείχτηκε ὁ ἐπιφανέστερος ρήτορας τῆς ἐποχῆς του στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ Ἀνθοῦσα χαιρόταν γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ υἱοῦ της, ἀλλὰ οἱ ἀνησυχίες τῆς τὴν ὁδήγησαν σὲ περισσότερη προσευχή, γιὰ νὰ μὴν πέσει ὁ Ἰωάννης στὰ δίκτυα τοῦ εἰδωλολάτρη ρήτορα διδασκάλου. Καὶ σώθηκε ὁ ἄριστος μαθητής κι αὐτὸ ὀφείλεται πρῶτα στὸ Θεὸ καὶ ὕστερα στὴν ἀγαπημένη του μητέρα. Ἡ δίψα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰωάννη τὸν παρακίνησε νὰ φοιτήσει καὶ στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου εἰσέδυσε βαθύτερα στὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ σύνεση καὶ ἡ εὐσέβεια τῆς Ἀνθοῦσας ὁδήγησαν τὸν Ἰωάννη στὴ βάπτισή του, πρὸς μεγάλη χαρὰ τῆς μητέρας του. Σὲ αὐτὴ τὴ φάση τῆς ζωῆς του, ἡ Ἀνθοῦσα πληροφορήθηκε τὸ σκοπὸ τοῦ υἱοῦ της νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Μὲ συγκλονιστικὰ λόγια, ὅπως περιγράφει ὁ χαρισματικὸς υἱός, τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν τὴν ἀφήσει μόνη, ἀλλὰ νὰ περιμένει λίγο, ἕως ὅτου ἀπέλθει ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ μετά, ἐκπληρώνει τὴν ἐπιθυμία του. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παράκλησή της νὰ μὴν τὴν ἐγκαταλείψει: «Μίαν αἰτῶ χάριν, μὴ με δευτέρα χηρεία περιβαλεῖν, μηδέ τό κοιμηθέν ἢδη πένθος ἀνάψαι πάλιν, ἀλλά περίμενον τὴν ἐμήν τελευτήν». Καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνέβαλε τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴν ἔρημο καὶ ζοῦσε ὡς ἀσκητὴς μέσα στὸ σπίτι του.
Ἡ εὐλογημένη μητέρα, ὅπως προεῖπε, μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω», τὸ 368 μ.Χ., σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν. Ὁ Ἰωάννης ἀμέσως μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς κι ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ἕως ὅτου ἔλαβε τὴν κλήση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει Ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ὡς Ἀρχιερέας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κῶν/πόλεως. Ὁ Χρυσόστομος ὁμολογεῖ στὰ ἔργα του ὅτι ἡ μητέρα τοῦ τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὰ πάθη του, τὸν διεφύλαξε ἀπὸ τὸ ἀνήθικο καὶ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον μίας κοσμούπολης, ὅπως ἦταν τότε ἡ Ἀντιόχεια μὲ τοὺς 600.000 κατοίκους, καὶ τὸν στήριξε στοὺς πειρασμοὺς καὶ ἠθικοὺς κινδύνους, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ υἱὸς δικαίωσε τὴ μητέρα, ἔγινε «τ?ν ?ρέτ?ν θησαύρισμα», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴν μεγάλη του πνευματικὴ προσφορά. Ὁ ἅγιος υἱὸς τῆς Ἀνθοῦσας Χρυσόστομος διεκήρυττε συχνά: «Οὐ τὸ τεκεῖν ποιεῖ μητέρα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι καλῶς» (Migne P.G. 50,621). Αὐτὴν εἶχε ὕπ’ ὄψιν του ὁ δάσκαλος τοῦ υἱοῦ τῆς Λιβάνιος, ὅταν ἔλεγε, κοιτάξτε, τί γυναῖκες ἔχουν οἱ χριστιανοί. Θαύμαζε τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας τοῦ Χρυσοστόμου, τῆς νεαρῆς σεμνῆς καὶ σωφρονέστατης χήρας, μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ πιστότητα στὴ μοναδικὴ ἀγάπη τῆς ζωῆς της καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ της ἀφοσίωση στὴν ἀγωγὴ τοῦ υἱοῦ της. Ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Ἀνθοῦσας ἑορτάζεται τὴν 28ην Ἰανουαρίου.
Οἱ Μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὅλες μαζὶ καὶ κάθε μία χωριστὰ συνθέτουν τὸ ἰδανικὸ πρότυπό της χριστιανῆς μητέρας, μὲ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου τους. Ὑπῆρξαν μεγάλες μορφὲς ποὺ γνώριζαν καλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀποστολή τους καὶ τὰ καθήκοντά τους, γι’ αὐτὸ προσφέρθηκαν θυσία πάνω στὸ βωμὸ τῆς μητρικῆς στοργῆς καὶ ἀγάπης. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἅγιες μητέρες ἦταν «ἀθλήτριες τῆς εὐσεβείας», βάδισαν στὰ ἴχνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Μοναδικῆς Μητέρας ὅλων μας καὶ πρόσφεραν τὰ παιδιὰ τοὺς στὸ Θεὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπὸν πρότυπα πρὸς μίμηση.
Μνημονεύσαμε τὶς τρεῖς ἅγιες Μητέρες καὶ προβάλλαμε τὴ ζωή τους, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀγάπη τοὺς στὸ Χριστὸ καὶ στὸ συνάνθρωπο, γιὰ τὴ δική μας προσωπικὴ διδαχὴ καὶ ὠφέλεια. «Τὸ ἃγιο παράδειγμα νὰ τὸ θυμᾶστε... καὶ νὰ μιμεῖστε τὴν πίστη τους» μᾶς τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. ιγ΄,7). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἅγιο παράδειγμα τῶν Τριῶν Μητέρων συνάγουμε καὶ ἀνάλογα μηνύματα. Παρόλο ποὺ ἔζησαν σὲ μία κοινωνία, ποὺ παρουσίαζε ἔντονα σημάδια ἠθικῆς, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς κατάπτωσης, διέθεταν πίστη ζῶσα καὶ συνεχῆ, πίστη καὶ ἦθος ἐναρμονισμένα μὲ σιωπή, ὑπομονή, στοργὴ καὶ ἀγάπη. Ἔδειξαν τὴν πίστη τους ἔμπρακτα. Δὲν ἔμειναν σὲ λόγια γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ὅπως καὶ γιὰ τὴν καθημερινὴ πνευματικὴ πορεία, γιὰ τὴν ψυχικὴ καλλιέργεια τῆς οἰκογενείας. Ἀπέδειξαν ὅτι δροῦσαν ὡς συνεργοὶ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν παιδιῶν καὶ τῶν συζύγων τους. Γι’ αὐτὸ τὰ σπίτια τοὺς ἦταν πνευματικὰ θερμοκήπια καὶ ἐργαστήρια ἁγίων ἀνθρώπων. Πόθος βαθὺς τῶν ἁγίων Μητέρων ἦταν νὰ προσφέρουν τὰ παιδιά τους στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Θεμέλιο τῆς Παιδείας ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ αἰώνιο βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ ἡ ἀξία τῆς πίστεως καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς παίζει μεγάλο ρόλο στὴ συνολικὴ μόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πέτυχαν τὸ θαυμαστὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἁγιασμοῦ ὁλόκληρής της οἰκογένειας. Εἶναι μεγάλο δῶρο Θεοῦ καὶ θαῦμα μεγάλο νὰ ἀνακηρύσσονται ἅγιοι ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας καὶ νὰ ἐφαρμόζουν τὸ «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί» (Πέτρ. Α΄, 12). Κι αὐτὸ ὀφείλεται στὴ χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν, ἡ ὁποία κυρίως ἀνατίθεται στὰ χέρια τῶν μητέρων.
Οἱ ἅγιες Μητέρες λοιπὸν ὑπῆρξαν καλοὶ παιδαγωγοί. Μὲ τὸ ἐνάρετο παράδειγμά τους, ὡς πρωτεργάτες τῆς ἀγωγῆς, μετέδωσαν τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης στὰ παιδιά τους, τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. «Πρῶτα νὰ γίνεις φῶς καὶ μετὰ νὰ φωτίσεις τὸ παιδί σου», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀνομάζοντας τὴν σωστὴ Ἀγωγή, τέχνη τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Γιατί, εἶναι ἀξίωμα τῆς Παιδαγωγικῆς ὅτι μεταδίδουμε ὄχι αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε. Ἑπομένως, διαπιστώνεται ὅτι ἡ οἰκογένεια παίζει σημαντικότατο ρόλο καὶ ἔχει βαθύτατη ἐπίδραση στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τῶν παιδιῶν καὶ πρωτεύοντα ρόλο σὲ αὐτὸ ἔχει ἡ μητέρα. Καὶ ἡ οἰκογένεια ποὺ γνωρίζει καὶ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταξιώνεται καὶ στοὺς πιὸ δύσκολους ἀγῶνες τῆς ζωῆς καὶ τελικὰ καταρτίζεται καὶ σῴζεται.
Παράλληλα ἡ φιλανθρωπία εἶναι καθημερινή, προσωπικὴ καὶ θυσιαστική, γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν συνάνθρωπο ἰσότιμα καὶ εἰκόνα Χριστοῦ. Τὸ πνεῦμα τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης ὑπῆρχε στὶς πατρικὲς οἰκογένειες καὶ οἱ ἅγιες μητέρες τὸ μιμήθηκαν, γιατί γνώριζαν ὅτι «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παροιμ. ιθ΄17). Τὸ ἴδιο παρότρυναν καὶ τὰ παιδιά τους. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία τὰ συνήθιζαν νὰ ἐλεοῦν τοὺς φτωχούς, ὡς ἀδελφούς του Χριστοῦ. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ μοιράζονται σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους κι ἑπομένως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θεωροῦνται δικαιώματα τῶν ὀλίγων. Γι’ αὐτό, ἀργότερα τὰ παιδιὰ τοὺς -οἱ τρεῖς Ἱεράρχες- ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ χάρη τῶν φτωχῶν καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ ἔργα εὐποιΐας καὶ φιλανθρωπίας. Οἱ ἅγιες αὐτὲς οἰκογένειες δὲν ἀγάπησαν τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ τὶς ἀρετές, τὴν πνευματικὴ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων αὐτῶν Μητέρων βοηθάει προπάντων ὅλες τὶς μητέρες, νὰ ἀγωνίζονται συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, νὰ γίνουν ὑπομονετικὲς καὶ δυνατὲς στὶς θλίψεις καὶ στὶς ποικίλες δοκιμασίες τους, πολύτεκνες καὶ καλλίτεκνες, φιλόστοργες καὶ ἠρωϊκές, καλὲς σύζυγοι, ὑποδειγματικὲς καὶ διδακτικὲς μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὴ ζωή τους. Καὶ διδάσκουν τὶς μητέρες πὼς νὰ ἀσφαλίζουν, νὰ φρουροῦν καὶ νὰ διαφυλάττουν ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη τὴν ψυχὴ τῶν παιδιῶν τους, ὥστε νὰ σῴζονται. Μὲ τὶς θερμὲς προσευχές, μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας νὰ ὁδηγοῦν τὰ παιδιὰ στὸ Χριστό, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴ δίνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.
Καὶ σήμερα ἀναζητοῦμε τὴν ἁγία μητέρα ποὺ ἀναδεικνύει ἁγίους, διότι οἱ ἅγιοι βοηθοῦν τὸν κόσμο καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία. Καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἀπὸ ἁγία ρίζα προέρχονται ἁγιασμένοι βλαστοί, δηλαδὴ ἀπὸ ἁγίους γονεῖς προέρχονται εὐλογημένα καὶ ἅγια τέκνα. «?γάθ?ς ρίζης ?γάθ?ν βλάστημα» τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος. Τέτοιες ἦταν οἱ Μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μὲ καθαρὸ πνεῦμα καὶ ἁγία ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὶς ἑορτάζει καὶ ὅλες μαζί. Ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Μητέρων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἐμμέλειας, Νόννας καὶ Ἀνθοῦσας ὁρίσθηκε νὰ τιμᾶται κάθε ἔτος τὴν Κυριακή, μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, μεταξὺ 3 καὶ 9 Φεβρουαρίου, δηλαδὴ τὴ Β΄ Κυριακὴ Φεβρουαρίου, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὸ 1999.
Οἱ ἅγιες αὐτὲς Μητέρες ἄς εἶναι πρότυπα στὶς σημερινὲς προβληματιζόμενες καὶ δοκιμαζόμενες μητέρες. Χρόνια πολλὰ κι εὐλογημένα, σὲ ὅλες τὶς μητέρες ποὺ ἀντιστέκονται καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀναστήσουν τὰ παιδιά τους μὲ χριστιανικὲς ἀρχὲς καὶ ἰδανικά, στὴ δίνη τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας...
Ἀπολυτίκιον.
(Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας.)
Τὰς τρεῖς Ἁγίας Μητέρας τῶν Διδασκάλων τιμήσωμεν, τὰς τοὺς Ἱεράρχας τεκούσας, καὶ τοῦ Χριστοῦ θεοκήρυκας, τὰς ποτισάσας εὐσεβείας τὸ γάλα, καὶ τὴν πίστιν ἔνδον τῇ ἐκθρεψάσῃ, τούτους ὡς δένδρα θάλλοντας, Ἐμμέλειαν τὴν θείαν, καὶ τὴν Νόνναν τὴν τρισμακάριστον, σὺν τῇ σεμνῇ τῇ Ἀνθούσῃ, τὴν ἐκπλήξασαν Λιβάνιον. Δεῦτε οἱ τῶν ἄθλων αὐτῶν μιμηταί, συνελθόντες ᾄσμασι μέλψωμεν, καὶ γὰρ αὐταὶ Τριάδι,
ὑπὲρ ἡμῶν καθικετεύουσι