Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἄλλαξε τὸν Ἰούδα;

 

                                                                          Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

261  «Τότε, ἀφοῦ πῆγε στούς ἀρχιερεῖς ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἶπε, τὶ θέλετε νά μοῦ δώσετε γιά νά σᾶς τὸν παραδώσω;»

Καὶ ἀκριβῶς ὅταν ἡ πόρνη μετανοοῦσε, ὅταν καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, τότε πρόδινε τὸ Δάσκαλο ὁ μαθητής. Γι’ αὐτὸ εἶπε «τότε», γιά νά μὴν κατηγορήσεις γιά ἀδυναμία τὸ Δάσκαλο, ὅταν βλέπεις τὸν μαθητή του νά τὸν προδίνει. Γιατὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Δασκάλου, ὥστε να πείθει νά Τὸν ἀκολουθοῦν ἀκόμη καὶ οἱ πόρνες.

Θὰ ἀναρωτιόταν ὅμως κανείς, Ἐκεῖνος πού εἶχε τή δύναμη νά μεταστρέφει τίς πόρνες καὶ να τὶς κάνει νά Τὸν ἀκολουθοῦν, δέν κατάφερε νά κερδίσει τὴν ἀγάπη τοῦ μαθητῇ του; Εἶχε τή δύναμη νά κερδίσει τὸ μαθητῇ, ἀλλὰ δέν ἐπιθυμοῦσε νά τὸν μεταβάλει ἀναγκαστικὰ στό καλό, οὔτε μὲ τή βίᾳ νά τὸν προσελκύσει κοντὰ Του. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε». Καὶ τὸ «ἀφοῦ πῆγε» αὐτὸ δέν στερεῖται καποίας σημασίας.

Γιατὶ δέν καλέσαν οἱ ἀρχιερεῖς τὸν Ἰούδα, οὔτε ἀναγκάστηκε, οὔτε ὑποχρεώθηκε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μόνος του κι ἐλεύθερα γέννησε τὴν πονηρὴ αὐτὴ σκέψῃ κι ἔβγαλε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, χωρὶς νά ἔχει κανέναν σύμβουλο σ’ αὐτὸ τὸ πονηρὸ τοῦ ἔργο. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε… ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα». Τὶ σημαίνει τὸ «ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα»; Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος «ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα» δείχνει πώς ἡ κατηγορία τοῦ Ἰούδα εἶναι πολὺ μεγάλη. Γιατὶ ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ ἄλλους μαθητές, ἐβδομήντα συνολικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι βρίσκονταν σὲ δεύτερη θέση καὶ δέν ἀπολάμβαναν τόση τιμή, οὔτε εἴχαν τόση οἰκειότητα μὲ τὸν Διδάσκαλο, οὔτε γνώριζαν τόσο τὰ μυστικὰ Του ὄσο οἱ δώδεκα. Αὐτοὶ προπάντων ἤταν οἱ ἐκλεκτοί, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὸν στενὸ κύκλο τοῦ Βασιλιά, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν ὁμάδα που ἤταν κοντὰ στό Δάσκαλο, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεπήδησε ὁ Ἰούδας. Γιά νά μάθεις, λοιπόν, ὅτι δέν Τὸν πρόδωσε ἁπλῶς κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Του, ἀλλὰ ἔνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς Του, γι’ αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸ «ἔνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα». Καὶ δὲ ντρέπεται ὁ Ματθαῖος νά τὸ ἀναφέρει. Ἀλλὰ γιά ποιό λόγο νά ντραπεῖ; Τὸ ἀναφέρει γιά νά μάθεις πῶς παντοῦ καὶ πάντα λένε οἱ Εὐαγγελιστὲς τὴν ἀλήθεια καὶ δέν ἀποκρύπτουν τίποτα, ἀκόμη καὶ αὐτά πού θεωροῦνται ἀξιοκατάκριτα. Γιατὶ αὐτά πού φαίνονταί πῶς εἶναι ἀξιοκατάκριτα, αὐτὰ ἀποδεικνύουν τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου. Ὅτι δηλαδὴ προσέφερε τόσα πολλὰ ἀγαθὰ στόν προδότῃ, τὸ λῃστή, τὸν κλέφτη (τὸν Ἰούδα) καὶ συνέχιζε μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ νά τὸν ἔχει κοντὰ Του. Καὶ μάλιστα τὸν νουθετοῦσε καὶ τὸν συμβούλευε καὶ τὸν φροντίζε μὲ κάθε τρόπο. Ἂν ἐκεῖνος δέν ἔδινε σημασία, δέν φταίει ὁ Κύριος. Καὶ μάρτυρας εἶναι ἡ πόρνη, καὶ μὴ πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τὸν Ἰούδα. Γιατὶ καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ὀλέθρια, καὶ τὸ ὑπέρμετρο θάρρος καὶ ἡ ἀπελπισία (ἀπογνώση). Γιατὶ τὸ ὑπέρμετρο θάρρος κάνει νά πέσει κάτω αὐτός πού στέκεται ὄρθιος, καὶ ἡ ἀπελπισία ἐμποδίζει νά σηκωθεῖ αὐτός πού ἔχει πέσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος συμβουλεῦε λέγοντας: «Αὐτός που νομίζει πῶς στέκεται, ἂς προσεχεῖ μὴν πέσει».

Ἔχεις τὰ παραδείγματα καὶ τῶν δύο πῶς ἔπεσε δηλαδὴ ὁ μαθητής, ποὺ νομίζε πῶς στεκόταν ὄρθιος, καί πῶς σηκώθηκε ἡ πόρνη που εἶχε πέσει. Ἡ σκέψῃ μας εὔκολα παρασύρεται καὶ ἡ θελήσῃ μας εἶναι εὐμετάβλητη. Γι’ αὐτὸ πρέπει νά διαφυλάσσουμε καὶ να ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτὸ μας ἀπὸ παντοῦ

«Τὶ θέλετε νά μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πές μου Ἰούδα, αὐτὰ σοῦ ἔμαθε ὁ Χριστός; Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δεν ἔλεγε, «μὴν ἀποκτήσετε χρυσᾶ νομίσματα, οὔτε ἀσημένια, οὔτε χάλκινα ποῦ νά τὰ φυλάγετε στίς ζῶνες σας», θέλοντας νά περιορίσει ἀπὸ πιὸ μπροστὰ τή φιλαργυρίᾳ σου;

«Τὶ θέλετε να μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πολὺ σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια αὐτά. Πες μου, μπορεῖς ἐσὺ νά παραδώσεις Ἐκεῖνον πού συγκρατεῖ τὰ πάντα, ποὺ ἐξουσιάζει τοὺς δαίμονες, ποὺ διατάσσει τή θάλασσα καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὅλων ὅσων ὑπάρχουν στή φύσῃ; Γιά νά περιορίσει λοιπὸν τή παραφροσύνῃ τοῦ καὶ για να δείξει πως ἂν δεν ἤθελε, δεν θὰ προδιδόταν, ἄκουσέ τι κάνει. Κατὰ τὴν ὥρα ἀκριβῶς τῆς προδοσίας, ὅταν ἤρθαν ἐναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες καὶ πυρσούς, τοὺς λέει: «Ποῖον ζητάτε;» καὶ δεν γνώριζαν Ἐκεῖνόν πού ἐπρόκειτο νά συλλάβουν. Τόσο πολὺ ἔλειπε ἡ δύναμη ἀπὸ τὸν Ἰούδα στό νά παραδώσει τὸν Κύριο, ὥστε δέν Τὸν ἔβλεπε τή στιγμή πού ἐπρόκειτο νά Τὸν παραδώσει, ἐνῶ ἦταν παρών, καὶ ὅλα αὐτὰ τή στιγμή πού ὑπήρχαν τόσες λαμπάδες καὶ τόση φωτοχυσία. Αὐτὸ βέβαια ὑπαινίχθηκε καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγοντας ὅτι εἶχαν λαμπάδες καὶ πυρσοὺς καὶ δέν τὸν ἔβλεπαν. Καὶ κάθε ἡμέρα τοῦ τὸ ὑπενθύμιζε καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δηλαδὴ δέν θὰ μπορέσει να Τὸν προδώσει στα κρυφά. Καὶ μάλιστα δεν τοῦ ἔκανε (ὁ Κύριος) παρατηρήσεις φανερὰ μπροστὰ σὲ ἄλλους, για να μὴν τὸν κάνει πιὸ ἀδιάντροπο, οὔτε πάλι ἀποσιωποῦσε τὰ σφάλματά του, για να μὴν νομίζει ὅτι περνοὺν ἀπαρατήρητα καὶ ἐπιχειρήσει ἄφοβα τὴν προδοσία, ἀλλὰ διαρκῶς ἔλεγε: «Ἔνας ἀπὸ ἐσὰς θὰ μὲ παραδώσει», δέν τὸν φανέρωσε ὅμως.

Εἶπε πολλὰ (ὁ Κύριος) καὶ γιά τὴν κολάσῃ, πολλὰ καὶ γιά τή Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν καὶ ἀπέδειξε τῇ δύναμη πού εἶχε καὶ γιά τὰ δύο, καὶ γιά νά τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ γιά νά ἀνταμείβει τοὺς δικαίους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος (ὁ Ἰούδας) ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησε, ὁ Θεὸς ὅμως δέν τὸν ἀνακάλεσε μὲ τή βίᾳ ἀπὸ αὐτό πού ἀποφάσισε. Ἐπειδὴ λοιπὸν μᾶς δημιούργησε ἐλευθέρους νά διαλέγουμε τίς κακὲς ἤ τίς ἐνάρετες πράξεις, ἐπιθυμεῖ νά εἴμαστε καλοὶ μὲ τή θελήσῃ μας. Γι’ αὐτὸ ἂν ἐμεῖς δέν θέλουμε, οὔτε μᾶς πιέζει οὔτε μᾶς ἀναγκάζει. Ἐπειδὴ αὐτός πού γίνεται μὲ τή βίᾳ ἐνάρετος, δέν εἶναι δυνατὸν νά εἶναι ἐνάρετος. Ἀφοῦ λοιπὸν κι ἐκεῖνος ἦταν ἐλεύθερος νά διαλέξει καὶ ἦταν σὲ θέση νά μὴν ὑποστεῖ βία γιά νά κλίνει πρὸς τή φιλαργυρίᾳ, γι’ αὐτὸ τυφλώθηκε ἡ σκέψῃ του, πρόδωσε τή σωτηρίᾳ του καὶ εἶπε: «Τὶ θέλετε νά μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Ἐπικρίνοντας τή διανοητική του τύφλωση καὶ τὴν ἀναισθησία, ὁ Εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι τὴν ὥρα πού πῆγαν νά συλλάβουν τὸν Κύριο, βρισκόταν μαζὶ τους καὶ ὁ Ἰούδας, ἐκεῖνος πού εἶπε «τί θέλετε νά μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νά δοῦμε τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ ὅτι μόλις Ἐκεῖνος ἁπλῶς μίλησε, ἀπομακρύνθηκαν κι ἔπεσαν κάτω. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δέν σταμάτησαν τὸ ἐπαίσχυντο ἔργο τοὺς, παραδίνεται ἀμέσως σὰν νά ἔλεγε: Ἐγὼ ἔκανα τὸ καθῆκον μου, ἀποκάλυψα τή δύναμή μου καὶ ἀπέδειξα ὅτι ἐπιχειρεῖτε πράγματα ἀκατόρθωτα. Θέλησα νά περιορίσω τὴν κακία σας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσεῖς δέν θελήσατε καὶ ἐπιμένετε στήν παραφροσύνη σας, νά, σᾶς παραδίνομαι.

Τὰ ἀνέφερα ὅλα αὐτά, γιά νά μὴν κατηγορήσουν μερικοὶ τὸν Χριστό, καὶ ποῦν: γιατὶ δέν μετέστρεψε τὸν Ἰούδα;


Εκτύπωση   Email