Λόγος στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ στήν Ἁγία Ἀνάσταση

 

                                            Σωφρονίου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων

    TimiosStavrosΣταυροῦ πανήγυρις καὶ ποῖος νά μὴν σκιρτήση; Ἀναστάσεως διακήρυξις καὶ ποῖος χαρούμενα να μὴν γελάση;

Ναί, ἀνασκίρτησις διὰ τὸν Σταυρόν: Διότι ὅταν αὐτὸς ἐνεπήχθη εἰς τὸν τόπον τοῦ Κρανίου ἔχοντας καρφωμένον ἐπάνω του τὸν Δεσπότην τῆς κτίσεως, ἔσχισε τὸ εἰς βάρος μας χρεωστικὸν ἐγγραφον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑπογράψει ὁ προπάτωρ μας ὁ Ἀδάμ, ὅταν παρέβη τάς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Οὕτως ὁ Σταυρὸς μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας κάμνοντάς μας νά ἀναπηδοῦμε μὲ εὔθυμα σκιρτήματα σὰν μικροὶ μόσχοι πού ἔχουν λυθῇ ἀπὸ κάποια δεσμά. Διότι ὅπου ἡ ἁμαρτία ἐπλεόνασεν, ἐκεῖ ἐπερίσσευσεν ἡ χάρις τοῦ Θεού.

    Διὰ δὲ τὴν Ἀνάστασιν γέλως χαράς: Διότι αὐτὴ ἐξώρισε τὴν φθορὰν τοῦ θανάτου καὶ ἐξεδίωξε τὸ ζοφερὸν σκότος τοῦ Ἅδου καὶ ἀνέστησε τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους. Ἐξήλειψε τὸ δάκρυον ἀπὸ κάθε πρόσωπον, ὅπως λέγει ὁ προφήτης, καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐχάρισε τὴν πραγματικῶς ἀτελείωτον χαρὰν εἰς κάθε ἄνθρωπον. Καὶ ἀληθῶς, τὸ δώρημα τῆς Ἀναστάσεως δέν εἶναι μόνον διὰ μερικοὺς οὔτε τὸ κατόρθωμά της ἐπραγματοποιήθη πρὸς χάριν καποίων ὀλίγων. Διότι κατ’ αὐτὴν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπραγματοποίησε μὲ ἀνθρωπίνην σάρκα τὴν ταφήν, μᾶλλον δὲ τὴν Ἀνάστασιν, δέν ἧτο ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖός ποτέ δέν χορηγεῖ χαρίσματα εἰς μερικοὺς μόνον οὔτε ὑπάρχει εἰς Αὐτὸν καμμία προσωποληψία. Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν τὸν ἑαυτὸν Του ἀληθῆ Θεὸν τῶν ὅλων, ἀπλώνει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, εὐσπλαχνιζόμενος τὴν ἰδικὴν Του εἰκόνα καὶ ἀνακαινίζοντας τὴν ἐξ ὁλοκλήρου. διότι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἔχει πλασθεῖ κάθε ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.

    Τοῦ Σταυροῦ ἡ ἐπέτειος ἐπρόβαλε. καὶ ποῖος ἄνθρωπος νά μὴν σταυρώση τὸν ἑαυτὸν του; Διότι ὁ Σταυρὸς γνωρίζει ὡς ἀπολύτως γνήσιον προσκυνητὴν του, μόνον ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐσταύρωσε τὸν ἑαυτὸν του ὡς πρὸς τὸν κόσμον καὶ ἀπέδειξε ἔτσι ἐμπράκτως διὰ τὸν ἑαυτὸν του, ὅτι εἶναι ἀπροκαλύπτως γνήσιος φίλος τοῦ Σταυροῦ.

   Ὁ Σταυρὸς ὑψώνεται καὶ ποῖος δέν θὰ ὑψωθεῖ μυστικῶς ἀπὸ τὴν γῆν; Διότι ὅπου ὑπερυψοῦται ὁ Λυτρωτής, ἐκεῖ πέρα πηδᾶ καὶ παρίσταται καὶ ὁ λυτρωθείς, ποθῶντας νά εὑρίσκεται πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Σωτῆρα του καὶ νά τρυγᾶ Ἐκείνου τὴν ἄφθαρτον βοήθειαν.

   Τὶ ἔχουμε λοιπὸν ὑψηλότερον ἀπὸ αὐτὰς τάς μακαρίας ἑορτάς; Ποῖον ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουμε εἶναι ἱερώτερον ἀπὸ αὐτὰς τάς ἱερὰς πανηγύρεις; Πῶς δέν θὰ χαροῦμε καὶ δέν θὰ σκιρτήσουμε ἐπιτελῶντας τούτων τῶν δύο τάς ἑορτάς; Ἀναστάσεως ὁλόλαμπρος φωταψία καὶ Σταυροῦ πυρσοφώτιστος προσκύνησις! Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι δι’ ἡμᾶς τὰ τρόπαια ὁλοκλήρου τῆς σωτηρίας μας. Αὐτὰ μᾶς ἐλύτρωσαν ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὰ πάθη καὶ τὴν χειρίστην κακοποίησιν τῶν δαιμόνων καὶ μᾶς ὠδήγησαν πίσῳ εἰς τὸν Δεσπότην μας. Αὐτὰ κατέλυσαν κάθε κατήφειαν καὶ σκυθρωπότητα καὶ ἀνέτειλαν εἰς ἡμᾶς τὴν αὐγὴν τῆς χαρᾶς. — Ἣ μήπως ἡ ζωοδότρια Ἀνάστασις δέν μᾶς δωρίζει τὴν εἴσοδον τῆς ἀθανάτου ζωῆς; καὶ ὁ Σταυρὸς ποῦ ὑψούται δεν γεννᾷ μέσα μας τὴν ἀπολύτρωσιν τῶν παθῶν; Διότι πράγματι, αὐτὰ μᾶς ἀνέδειξαν καὶ πάλιν μετόχους τῆς πρὸς τὸν Θεὸν οἰκειώσεως, χάριν τῆς ὁποίας καὶ ἦλθαν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἀνέτειλαν εἰς ὅλους ἐμᾶς τοὺς γηγενεῖς.

   Γνωρίζοντας λοιπὸν ἐμεὶς τὴν μυστικὴν δύναμιν τῶν καὶ πόσον αὐτὰ μᾶς εὐηργέτησαν καὶ ποίων ἀγαθῶν ὑπῆρξαν πρόξενα, ἂς τὰ ἐορτάσουμε καλῶς καὶ εὐσεβῶς, ὅπως δηλαδὴ αὐτὰ τὰ ἴδια θέλουν να τιμῶνται. «Ὄχι μὲ ἀκολασίας καὶ ἀσελγείας, ὄχι μὲ ἔριδας καὶ ζηλοτυπίας», ὄχι μὲ ἁρπαγὰς καὶ ἀδικίας καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὅλα, ποὺ δέν θέλω τώρα νά ἀπαριθμήσω.

   Ἂς ἀλλάξουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν πολιτείαν μας, ἂς ἐκδυθοῦμε τὸν προηγούμενον τρόπον ζωῆς μας ὡς βλαβερὸν καὶ ὀλέθριον καὶ ἂς βαδίσουμε εἰς τὸν καλὸν δρόμον μιᾶς νέας ζωῆς. — Ἣ μήπως ἡ Ἀνάστασις δέν μᾶς δωρίζει τὴν κληρονομίαν τῆς ζωῆς; καὶ ὁ Σταυρὸς δέν ἐσταύρωσε τὸν παλαιὸν μας ἄνθρωπον;

  Λοιπὸν ἂς ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε εἰρήνην μὲ ὅλους καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἂς ἀποκτήσουμε καὶ τὸν ἁγιασμόν. Διότι χωρὶς αὐτὰ δέν θὰ ἠμπορέση ποτὲ νά ἴδῃ κανεὶς τὸν Κύριον, ὅπως πάλιν ὁ Παῦλος μᾶς διεβεβαιωσε.

   Ὅσα λοιπὸν ἠκούσατε ἀπὸ τὸ στόμα μου, ἂς τὰ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλον μας τὸν ζῆλον καὶ τὴν προαίρεσιν, ἂς τὰ κατακτοῦμε, ἂς τὰ ἁρπάζουμε καὶ δι’ αὐτῶν ἂς συναπτώμεθα μετὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν καλὴν καὶ μακαρίαν συνάφειαν. Διότι ἐκεῖνον πού μὲ τέτοιαν διάθεσιν ἔρχεται πρὸς αὐτὸν δέν θὰ τὸν ἐκβάλῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ μακαριότητά Του, ὄχι! Ἂς σπεύσουμε λοιπὸν να ἀποκτήσουμε αὐτὴν ἐδῶ τὴν συμφωνίαν μὲ Αὐτόν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν τίποτε δέν ὑπάρχει προτιμότερον, καὶ ἂς τρέξουμε νά οἰκειωθοῦμε τὸ νά ζῇ ὁ Χριστὸς μέσα μας, τοῦ ὁποίου τίποτε δέν ὑπάρχει ἀνώτερον. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ αὐτὸν τὸν πλοῦτον ἀποκτήσουμε, νά ἀπολαύσουμε καὶ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ νά βροῦμε τὴν αἰώνιον ζωὴν μέσα εἰς τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα μας, μετὰ τοῦ ὁποίου ἂς εἶναι δόξα εἰς τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Εκτύπωση   Email