Πρός τούς πλουτοῦντας

 
 
 
Ὁμιλία  Ἁγίου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας τοῦ Μεγάλου. 
 
   Ὡμιλήσαμε καί παλαιότερα περί τοῦ πλουσίου αὐτοῦ νέου καί θά ἐνθυμῆται ὁπωσδήποτε ὁ ἐπιμελής ἀκροατής αὐτά πού εἴχαμε ἐξετάσει τότε. Καί πρῶτον, ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος μέ τόν νομικό πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς (Λούκ. ι΄ 25 κ.ε.). Διότι ἐκεῖνος μέν εἶχε πειρακτικήν διάθεση καί ἔκαμεν ἐρωτήσεις εἰρωνικές, ἐνῶ αὐτός ἐρωτοῦσε μέ ὑγιῆ διάθεσιν, ἀλλά δέν ἐδέχετο τίς ἀποκρίσεις μέ εὐπείθειαν. Ἐπειδή ἐάν ἀπηύθυνε τίς ἐρωτήσεις περιφρονητικῶς, δέν θά ἔφευγε λυπημένος ἀπό τίς ἀπαντήσεις τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό ἡ συμπεριφορά του μᾶς φαίνεται κάπως ἀνάμικτος. Διότι ἄλλοτε ἡ διήγησις μᾶς τoν παρουσιάζει ἀξιέπαινον, ἄλλοτε δέ ἀθλιώτατον καί ἐντελῶς ἀπηλπισμένον.
    Πράγματι, τό νά ἀναγνωρίση τόν ἀληθινόν διδάσκαλο καί νά παραβλέψη τήν ἀλαζονεία τῶν Φαρισαίων, τήν οἴηση τῶν νομικῶν καί τήν φορτικότητα τῶν γραμματέων, καί νά ἀποδώση τόν τίτλον αὐτόν στόν μόνον ἀληθινόν καί ἀγαθόν διδάσκαλον, αὐτό τόν καθιστᾶ ἄξιον ἐπαίνου. Ἐπίσης, τό γεγονός ὅτι ἔδειξεν ἐνεργόν ἐνδιαφέρον γιά τό πῶς θά ἠμποροῦσε νά κληρονομήση τήν αἰωνίαν ζωή, καί αὐτό ὀφείλουμε νά τό ἐκτιμήσωμε. Ἐκεῖνο ὅμως πού κακοχαρακτηρίζει ὅλην του τήν προαίρεση καί φανερώνει ὅτι δέν ἀποβλέπει στό ὄντως καλόν, ἀλλά τόν ἀπασχολεῖ τό τί ἀρέσει στούς πολλούς, εἶναι τό ἑξῆς: ἀφοῦ ἐδιδάχθη ἀπό τόν ἀληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δέν τά ἐχάραξε στήν καρδία του οὔτε ἐφήρμοσε τά μαθήματα αὐτά στήν πράξιν, ἀλλά ἀπῆλθε λυπημένος, ἐπειδή εἶχε τυφλωθῆ ἀπό τό πάθος τῆς φιλοπλουτίας. Αὐτό εἶναι πού ἐλέγχει τήν ἀνωμαλίαν τῆς συμπεριφορᾶς του καί τήν ἀσυμφωνία πρός τόν ἑαυτόν του. Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλον καί δέν ἐνεργεῖς ὡς μαθητής; Τόν ὁμολογεῖς ἀγαθόν καί περιφρονεῖς αὐτά ποῦ δίδει; Καί ὅμως εἶναι φανερόν ὅτι ὁ ἀγαθός ἀγαθά παρέχει. Καί ἐρωτᾶς μέν περί τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀποδεικνύεσαι ὅμως ὅτι εἶσαι ὁλοκληρωτικῶς δεμένος στήν ἀπόλαυση τῆς παρούσης ζωῆς. Ποῖος εἶναι ὁ δύσκολος ἤ ὁ βαρύς ἤ ὁ δυσβάστακτος λόγος ποῦ σου ἀπηύθυνεν ὁ διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς». Ἐάν σοῦ ἐπρότεινε κόπους γεωργικούς ἤ τούς κινδύνους τοῦ ἐμπορίου, ἤ ὅσα ἄλλα ἐπίπονα ἀκολουθοῦν αὐτούς πού κερδοσκοποῦν, τότε ἔπρεπε νά λυπηθῆς δυσφορώντας γιά τήν προσταγήν. Ἐάν ὅμως ὑπόσχεται νά σέ καταστήση κληρονόμον τῆς αἰωνίου ζωῆς μέ ἕναν τόσον εὔκολον δρόμον, ὁ ὁποῖος κανένα κόπον ἤ ἱδρώτα δέν ἔχει, δέν χαίρεσαι γιά τήν εὐκολία τῆς σωτηρίας, ἀλλά φεύγεις μέ ὀδύνη στήν ψυχή καί πενθεῖς, καί καθιστᾶς ἄχρηστα γιά τόν ἑαυτόν σου ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποία ἔχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. Διότι ἐάν δέν ἐφόνευσες, ὅπως λέγεις ἐσύ, οὔτε ἐμοίχευσες οὔτε ἔκλεψες οὔτε ἐψευδομαρτύρησες ἐναντίον κάποιον, καθιστᾶς ἀνώφελον γιά τόν ἑαυτόν σου τόν ἀγῶνα πού ἔκαμες γι’ αὐτά, ἐάν δέν προσθέσης αὐτό πού ὑπολείπεται, μέ τό ὁποῖον καί μόνο θά ἠμπορέσης νά εἰσέλθης στήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν μέν ὁ ἰατρός σου ἔδιδεν ὑπόσχεσιν ὅτι θά διορθώση ἀναπηρίες τῶν μελῶν σου τίς ὁποῖες ἔχεις ἐκ φύσεως ἤ ἀπό κάποιαν ἀσθένεια, δέν θά χαιρόσουν ἀκούγοντάς το; Τώρα δέ πού ὁ μέγας ἰατρός τῶν ψυχῶν θέλει νά σέ κάμει τέλειον ὡς πρός τά βασικώτατα πού ὑστερεῖς, δέν δέχεσαι τήν χάριν, ἀλλά πενθεῖς καί σκυθρωπιάζεις. Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι εὑρίσκεσαι μακριά ἀπό ἐκείνην τήν ἐντολήν καί ψευδῶς διεκήρυξες ὅτι ἔχεις κατορθώσει νά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου ὡσάν τόν ἑαυτόν σου. Ἰδού ὅτι αὐτό πού σέ προσέταξεν ὁ Κύριος σέ ἀποδεικνύει ὅτι ἀπέχεις πάρα πολύ ἀπό τήν ἀληθινήν ἀγάπη.
  Πράγματι, ἄν αὐτό πού διεβεβαίωσες ἦταν ἀληθινόν, ὅτι ἐφύλαξες ἀπό τή νεότητά σου τήν ἐντολήν τῆς ἀγάπης καί ἀπέδιδες στόν καθένα τόσα ὅσα καί στόν ἑαυτόν σου, τότε ἀπό ποῦ ἔχεις συγκεντρώσει αὐτήν τήν χρηματικήν περιουσία; Διότι ἡ ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχῶν καταναλώνει τόν πλοῦτον, ὅταν δηλαδή κάποιος δέχεται ὀλίγα γιά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ἀναγκῶν του, ὅλοι δέ μαζί μοιράζονται ὅσα ὑπάρχουν καί ἐξοδεύονται γι’ αὐτούς. Ὥστε ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον ὡσάν τόν ἑαυτόν του δέν κατέχει τίποτε περισσότερον ἀπό τόν πλησίον. Ἀλλά ὅμως φαίνεσαι νά ἔχης κτήματα πολλά. Ἀπό ποῦ αὐτά; Εἶναι φανερόν. Ἔχεις προτιμήσει τήν ἰδικήν σου ἀπόλαυσιν ἀπό τήν ἀνακούφιση τῶν πολλῶν. Ὅσο λοιπόν ὑπερέχεις κατά τόν πλοῦτον, τόσον ὑστερεῖς στήν ἀγάπην. Ἐπειδή ἄν εἶχες ἀγαπήσει τόν πλησίον, θά εἶχες σκεφθῆ πρό πολλοῦ νά ἀπαλλαγῆς ἀπό τά χρήματα. Τώρα ὅμως τά χρήματα ἔχουν προσκολληθεῖ ἐπάνω σου περισσότερον ἀπό τά μέλη τοῦ σώματός σου, καί σέ λυπεῖ ὁ ἀποχωρισμός τους σάν νά ἐπρόκειτο γιά ἀκρωτηριασμόν τῶν χρησιμωτέρων μελῶν σου. Διότι ἐάν εἶχες ἐνδύσει γυμνόν, ἐάν εἶχες δώσει τόν ἄρτο σου στόν πεινασμένον, ἐάν ἡ θύρα σου ἦταν ἀνοικτή σέ κάθε ξένον, ἐάν εἶχες γίνει πατέρας ὀρφανῶν, ἐάν συνέπασχες μέ τόν ἀδύνατον, γιά ποία χρήματα θά ἐλυπόσουν τώρα; Καί πῶς θά ἐδυσκολευόσουν νά διαθέσης τά ὑπόλοιπα, ἄν εἶχες πρό πολλοῦ σκεφθεῖ νά τά διανείμης στούς ἐνδεεῖς; Ἔπειτα, σέ μίαν πανήγυρη κανείς δέν λυπεῖται νά διαθέση αὐτά πού ἔχει γιά νά ἀπόκτηση ἀντ’ αὐτῶν ὅ,τι χρειάζεται. Ἀλλά μέ ὅσον μικροτέραν τιμήν ἀγοράζει τά πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται γιά τήν λαμπρά συναλλαγήν του. Ἐνῶ ἐσύ λυπεῖσαι πού δίδεις χρυσόν καί ἄργυρον καί κτήματα, πού προσφέρεις δηλαδή ἁπλῶς λίθους καί χῶμα, γιά νά ἀποκτήσης τήν αἰώνιον ζωήν.
 
Ἀλλά τί θά σού χρησιμεύση ὁ πλοῦτος; Θά περιβληθῆς μέ πολύτιμον ἔνδυμα; Ὠστόσον εἶναι βέβαιον ὅτι δύο πηχῶν χιτωνίσκος σοῦ φθάνει καί ἕνα ἐξωτερικόν ἱμάτιο θά καλύψη τήν ἀνάγκην ὅλων τῶν ἐνδνμάτων. Μήπως θά ἐξοδεύσης τόν πλοῦτο γιά τήν διατροφή σου; Ἕνας ἄρτος εἶναι ἱκανός νά γεμίση τήν κοιλία σου. Τί λυπεῖσαι λοιπόν; Σάν τί νά στερῆσαι; Μήπως τήν δόξα ποῦ προξενεῖ ὁ πλοῦτος; Ἐάν ὅμως δέν ἀναζητήσης τήν δόξα στά ἐπίγεια θά εὕρης τήν ἀληθινήν ἐκείνην καί ὁλόλαμπρον ἡ ὁποία σέ ἀναμένει στήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Καί τό νά ἔχης ὅμως ἁπλῶς τόν πλοῦτον εἶναι ἀγαπητόν, ἔστω καί ἄν δέν προέλθη ἀπό αὐτόν κανένα ὄφελος. Ἀλλά καί τό ὅτι εἶναι ἀνόητος ἡ μέριμνα γιά τά ἄχρηστα πράγματα, σέ ὅλους εἶναι γνωστόν. Ἴσως σοῦ φανῆ παράδοξον αὐτό πού θά εἰπῶ, πλήν ὅμως εἶναι τό ἀληθέστερον ἀπό ὅλα. Ὅταν ὁ πλοῦτος σκορπίζεται κατά τόν τρόπον πού παραγγέλλει ὁ Κύριος, ἔχει τήν ἰδιότητα νά παραμένη, ἐνῶ ὅταν φυλάσσεται, νά μᾶς ἐγκαταλείπη. Ἐάν τόν φυλάσσης, δέν θά τόν ἔχης, ἐάν τόν σκορπίσης, δέν θά τόν χάσης. Ἀλλά ὁ πλοῦτος εἶναι περιζήτητος ἀπό τούς περισσοτέρους ὄχι γιά τά ἐνδύματα οὔτε γιά τίς τροφές. Ἔχει ἐπινοηθῆ ἀπό τόν διάβολο κάποιο τέχνασμα τό ὁποῖον ὑποβάλλει στούς πλουσίους ἀναρίθμητες ἀφορμές γιά δαπάνες, ὥστε νά κυνηγοῦν τά περιττά καί ἄχρηστα ὡς ἀναγκαῖα, καί ποτέ νά μήν αἰσθάνονται κορεσμόν ἀπό τοῦ νά ἐπινοοῦν ἀφορμές γιά ἔξοδα. Ἐπειδή ὅταν μέν διαμοιράζουν τόν πλοῦτο, λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν καί τήν παροῦσαν ἀνάγκην καί τήν μελλοντικήν. Καί ἀποθηκεύουν τό ἕνα μέρος γιά τούς ἑαυτούς τῶν, τό δέ ἄλλο γιά τά παιδιά τους. Ἔπειτα εὑρίσκουν διάφορες ἀφορμές γιά νά δαπανήσουν τόν πλοῦτον αὐτόν.
  Ὅταν ὅμως ὁ πλοῦτος, πού διασπᾶται σέ τόσα κομμάτια, ἀκόμη περισσεύει, παραχώνεται στή γῆ καί φυλάσσεται σέ ἀπόρρητα μέρη. «Διότι τό μέλλον εἶναι ἄγνωστον, μήπως μᾶς εὕρουν κάποιες ἀπρόβλεπτες ἀνάγκες». Εἶναι βεβαίως ἄγνωστον, ἐάν ἐννοῆς τήν χρησιμότητα τοῦ χρυσοῦ πού ἔχεις κρύψει, εἶναι ὅμως φανερά ἡ ζημία ἀπό τήν ἀπανθρωπία τῆς ἐνεργείας αὐτῆς. Διότι ἀφοῦ δέν ἠμπόρεσες νά ἐξοδεύσης μέ τίς ἀναρίθμητες ἐπινοήσεις τόν πλοῦτο, τότε τόν ἀπέκρυψες στή γῆ. Τί φοβερά μανία! Ὅσον ὁ χρυσός ἦταν ἀκόμη μετάλλευμα ἐξερευνοῦσες τήν γῆ, καί ὅταν ἐφανερώθη τόν ἐξαφανίζεις πάλι στήν γῆ. Ἔπειτα, ἔχω τήν γνώμην ὅτι σου συμβαίνει μαζί μέ τόν πλοῦτο νά παραχώνης καί τήν καρδία σου. «Ὅπου γάρ ὁ θησαυρός σου», λέγει, «ἐκεῖ καί ἡ καρδία» (Μάτθ. στ' 21). Γι’ αὐτό λυποῦν οἱ ἐντολές, διότι τούς γίνεται ὁ βίος ἀβίωτος ὅταν δέν ἀσχολοῦνται μέ τίς ἀνωφελεῖς δαπάνες. Καί μοῦ φαίνεται ὅτι τό πάθος τοῦ νεανίσκου καί τῶν ὁμοίων του εἶναι παρόμοιον ὡσάν κάποιου ὁδοιπόρου, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἐπιθυμία του νά φθάση σέ κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τόν δρόμο μέχρις ἐκεῖ, ἔπειτα ὅμως κατέλυσε σέ κάποιο ἀπό τά ξενοδοχεῖα πού εἶναι ἔξω ἀπό τά τείχη. Ἀπό τήν ὀκνηρία του δηλαδή νά βαδίση λίγο ἀκόμη ἀχρήστευσε καί τόν προηγούμενον κόπο καί ἀπέκλεισε τόν ἑαυτόν του ἀπό τό νά ἀπολαύση τά ἀξιοθέατα τῆς πόλεως. Τέτοιοι εἶναι ὅσοι δέχονται μέν νά πράξουν τά ἄλλα, ἀρνοῦνται ὅμως νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οἱ ὁποῖοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν ὅλην τήν ἀνέξοδον εὐλάβεια, δέν ἐξοδεύουν ὅμως οὔτε μία δραχμή γιά τούς θλιβομένους. Ποῖον εἶναι τό ὄφελός τους ἀπό τήν λοιπήν ἀρετήν; Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δέν τούς δέχεται, διότι λέγει, «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διά τρυμαλιᾶς (τρυπήματος) ραφίδος εἰσελθεῖν, ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἰσελθεῖν» (Μάρκ. ἰ' 25 - Λούκ. ἰη' 25). Ἀλλά ἄν καί ἡ ἀπόφασις εἶναι τόσο φανερά καί αὐτός πού τήν εἶπε ἀψευδής, ἐκεῖνοι πού πείθονται σ’ αὐτήν εἶναι σπάνιοι.
  -Καί πῶς θά ζήσωμε ὅταν παραιτηθοῦμε ἀπό ὅλα; Λέγει. Καί ποία θά εἶναι ἡ μορφή τοῦ κόσμου ὅταν ὅλοι παραχωροῦν καί ὅλα ἐγκαταλείπονται;
 Μή μοῦ ζητεῖς νά σοῦ δικαιολογήσω τά προστάγματα τοῦ Δεσπότου. Αὐτός πού τό ἐνομοθέτησε γνωρίζει, καί θά προσαρμόση τό ἀδύνατον στόν νόμο. Ἡ καρδία σου ὅμως μέ τόν τρόπον αὐτό σάν σέ ζυγαριά δοκιμάζεται πρός τά ποῦ κλίνει. Πρός τήν ἀληθινήν ζωήν ἤ πρός τήν πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν. Διότι αὐτοί πού σκέπτονται συνετῶς, ἁρμόζει νά θεωροῦν ὅτι χρησιμοποιοῦν τόν πλοῦτον γιά νά τόν οἰκονομοῦν κατά Θεόν καί ὄχι γιά νά τόν ἀπολαμβάνουν. Καί ὅταν τόν ἀποχωρίζονται, νά χαίρωνται σάν νά ἁπαλλάσσωνται ἀπό τά ξένα, καί ὄχι νά δυσανασχετοῦν σάν νά ἐγκαταλείπουν τά ἰδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπεῖσαι; Γιατί κυριεύεται ἀπό πένθος ἡ ψυχή σου ὅταν ἀκούης τό πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα; Διότι ἐάν σέ συνώδευαν στό μέλλον, οὔτε στήν περίπτωσιν αὐτή θά ἄξιζε νά τά ἐπιζητῆς μέ τόσον πόθον, ἀφοῦ ἐπισκιάζωνται ἀπό τά ἐκεῖ πολύτιμα ἀγαθά. Ἐάν ὅμως κατ’ ἀνάγκην παραμένουν ἐδῶ, γιατί νά μήν ἀποκομίσωμε κέρδος ἀπό αὐτό μέ τό νά τά πωλήσωμε; Ἀλλά σύ ὅταν δεῖς χρυσόν καί ἀποκτᾶς ἵππο, δέν λυπεῖσαι, ὅταν ὅμως διαθέτης πράγματα φθαρτά καί ἀντ’ αὐτῶν λαμβάνεις Βασιλείαν οὐρανῶν, δακρύζεις καί ἀρνεῖσαι αὐτόν πού σοῦ τά ζητεῖ καί δέν συγκατατίθεσαι νά δώσης, ἐπινοώντας χίλιες δύο προφάσεις γιά νά τά καταναλώσης. Τί θά ἀποκριθῆς στόν κριτήν, ἐσύ πού καλλωπίζεις μέ καλύμματα τούς τοίχους καί ἄνθρωπο δέν ἐνδύεις; Ποῦ στολίζεις τούς ἵππους καί παραβλέπεις τόν ἀδελφό σου ποῦ εἶναι γυμνός; Ποῦ ἀφήνεις τό σιτάρι νά σαπίση καί δέν τρέφεις τούς πεινασμένους; Ποῦ παραχώνεις τόν χρυσό καί περιφρονεῖς τόν καταπιεζόμενον; Καί ἐάν ζῆ μαζί σου γυναῖκα καί ἀγαπᾶ τόν πλοῦτο, ἡ νόσος εἶναι διπλή. Διότι καί στίς διασκεδάσεις παρακινεῖ, καί μαζί μ’ αὐτές αὐξάνει τίς φιληδονίες καί κεντρίζει τίς περίεργες ἐπιθυμίες, ἐπινοώντας διάφορα εἴδη λίθων, μαργαριτάρια καί σμαράγδια καί ὑακίνθους καί χρυσό, καί ἄλλον τόν ἐπεξεργάζεται γιά κοσμήματα, ἄλλον τόν ὑφαίνει καί αὐξάνει τήν ἀσθένεια μέ κάθε πολυτέλεια. Καί δέν ἀποτελεῖ παρέργον ἡ ἐνασχόλησις μέ αὐτά, ἀλλά νύκτα καί ἡμέρα γι’ αὐτά φροντίζει. Πάμπολλοι δέ κόλακες πού συντρέχουν στίς ἐπιθυμίες της, συγκεντρώνουν τούς χρωματουργούς, τούς χρυσοχόους, τούς ἀρωματοποιούς, τούς ράπτες, τούς διακοσμητᾶς. Δέν ἀφήνει τόν ἄνδρα νά ἀναπνεύση ἀπό τίς συνεχεῖς παραγγελίες της. Κανένας πλοῦτος δέν ἐπαρκεῖ νά ἐξυπηρετήση τίς γυναικεῖες ἐπιθυμίες, οὔτε καί ἄν ἀκόμη ρέη ὡς ποταμός. Πῶς νά ἐπαρκέση, ὅταν αὐτές θέλουν νά προμηθεύωνται τά μύρα ἀπό τήν ἀνατολή σάν τό λάδι ἀπό τήν ἀγοράν, ἀναζητοῦν δέ θαλάσσια ἄνθη, πολύτιμα κογχύλια καί μαργαριτάρια περισσότερα καί ἀπό τό μαλλί τῶν προβάτων. Καί ὁ χρυσός πού περισφίγγει τά πολύτιμα πετράδια, ἄλλος μέν γίνεται στολίδι γιά τό μέτωπον, ἄλλος περιδένει τόν λαιμό τους, ἄλλος τοποθετεῖται στίς ζῶνες καί ἄλλος μετατρέπεται σέ δεσμά γιά τά χέρια καί τά πόδια τους. Διότι χαίρονται οἱ γυναῖκες νά δένωνται μέ χειροπέδες, ἀρκεῖ μόνον νά εἶναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θά φροντίση γιά τήν ψυχή του αὐτός ποῦ ὑπηρετεῖ γυναικεῖες ἐπιθυμίες; Ἐπειδή ὅπως οἱ καταιγίδες καί οἱ τρικυμίες καταποντίζουν ὅσα πλοῖα εἶναι σαθρά, ἔτσι καί οἱ πονηρές διαθέσεις τῶν γυναικών, καταπνίγουν τίς ἀδύνατες ψυχές τῶν συζύγων. Ὅταν λοιπόν ὁ πλοῦτος καταναλώνεται σέ τόσα πολλά πράγματα ἀπό τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα, οἱ ὁποῖοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στίς ἐπινοήσεις τῶν ματαίων, εἶναι ἑπόμενον νά μή μένη καθόλου καιρός νά ἐνδιαφερθοῦν γιά τούς ἄλλους. Ἀλλά ἐάν μέν ἀκούσης «πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς», γιά νά ἔχης ἐφόδια γιά τήν αἰωνίαν ἀπόλαυση, τότε ἀπέρχεσαι λυπούμενος. Ἐάν ὅμως ἀκούσης: δῶσε χρήματα στίς γυναῖκες πού ζοῦν πολυτελῶς, δῶσε στούς γλύπτες, στούς οἰκοδόμους στούς τεχνίτες τῶν ψηφιδωτῶν, στούς ζωγράφους, χαίρεσαι σάν νά κατακτᾶς κάτι πολυτιμότερον ἀπό τά χρήματα. Δέν βλέπεις αὐτούς τούς τοίχους ποῦ μέ τόν χρόνον ἔχουν καταρρεύσει; Τά λείψανά τους ὡσάν κάποιοι σκόπελοι ἀναδύονται σέ ὅλη τήν πόλη. Ὅταν ἀνεγείροντο αὐτοί οἱ τοῖχοι, πόσοι πτωχοί ὑπῆρχαν στήν πόλιν αὐτήν, οἱ ὁποῖοι παρεβλέποντο ἀπό τούς τότε πλουσίους λόγω τῆς φροντίδος τούς γύρω ἀπό αὐτά; Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ κατασκευή τῶν λαμπρῶν αὐτῶν ἔργων; Ποῦ εἶναι αὐτός ποῦ ἐκαυχάτο γιά τήν μεγαλοπρέπειά τους; Δέν διελύθησαν καί ἐξηφανίσθησαν ὅπως αὐτά ποῦ κατασκευάζουν τά παιδιά παίζοντας στήν ἀμμουδιά, ἐνῶ ἐκεῖνος εὑρίσκεται στόν ἅδη, μετανοιωμένος γιά τήν φροντίδα τῶν ματαίων;
 Ἀλλά ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνῶ καί ἐγώ. Διότι πτωχός εἶναι αὐτός πού χρειάζεται πολλά. Καί ἐσᾶς ἡ ἀχόρταστος ἐπιθυμία σᾶς κάνει νά ἔχετε πολλές ἀνάγκες. Στά δέκα τάλαντα προσπαθεῖς νά προσθέσης καί ἄλλα δέκα. Ὅταν γίνουν εἴκοσι, ἐπιζητεῖς ἄλλα τόσα, καί πάντοτε καθετί πού προστίθεται δέν σταματᾶ τήν ὁρμή σου. Ἀντιθέτως, σοῦ ἀνοίγει τήν ὄρεξη. Διότι ὅπως ἀκριβῶς στούς μέθυσους ἡ προσθήκη τοῦ οἴνου γίνεται ἀφορμή γιά νά συνεχίσουν νά πίνουν, ἔτσι καί οἱ νεόπλουτοι, ἀφοῦ ἀποκτήσουν πολλά, ἐπιθυμοῦν περισσότερα, τρέφοντας τήν ἀσθένειά τους μέ τήν συνεχῆ ἐπαύξηση, καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἡ προσπάθειά τους φέρει τό ἀντίθετον ἀποτέλεσμα. Ἐπειδή δέν τούς εὐχαριστοῦν ὅσα ἔχουν, ἄν καί εἶναι τόσα πολλά, ὅσον τούς λυποῦν τά ἐλλείποντα, ὅσα δηλαδή αὐτοί ὑποθέτουν ὅτι τούς λείπουν. Ὥστε πάντοτε ἡ ψυχή τους λειώνει ἀπό τόν ἀγῶνα πού κάνουν νά ἀποκτήσουν ὑπερβολικά ἀγαθά. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε νά εὐφραίνωνται καί νά εὐχαριστοῦν γιά τό ὅτι εἶναι πλουσιώτεροι ἀπό τόσους ἄλλους, αὐτοί δυσφοροῦν καί θλίβονται ἐπειδή ὑστεροῦν ἀπό ἕναν ἤ δύο πάμπλουτους. Ὅταν φθάσουν αὐτόν τόν πλούσιον, ἀμέσως ἀγωνίζονται νά ἐξισωθοῦν μέ τόν πλουσιώτερον, καί ὅταν φθάσουν ἐκεῖνον, μεταφέρουν τήν προσπάθειά τους πρός τoν ἄλλον. Ὅπως ἐκεῖνοι πού ἀνεβαίνουν τίς σκάλες ἀνυψώνουν τό βῆμα τους συνεχῶς πρός ὑψηλότερο σκαλοπάτι καί δέν σταματοῦν πρίν φθάσουν στό ἄκρον τῆς σκάλας, ἔτσι καί αὐτοί δέν παύουν τήν κατακτητικήν ὁρμήν τους μέχρι νά μείνουν μετέωροι ὑψηλά, τόσο ὥστε ἡ πτῶσις τους νά εἶναι καταστροφική. Ὅσα βλέπει ὁ ὀφθαλμός, τόσα πολλά ἐπιθυμεῖ ὁ πλεονέκτης. «Δέν θά χορτάση ὁ ὀφθαλμός ἀπό τό νά βλέπη» (Ἐκκλ. α' 8) καί ὁ φιλάργυρος ἀπό τό νά παίρνη. Ὁ πλεονέκτης δέν εἶπε ποτέ ἀρκεῖ. Πότε θά χρησιμοποιήσης αὐτά ποῦ ἔχεις τώρα; Πότε θά τά ἀπολαύσης, ἀφοῦ διακατέχεσαι πάντοτε ἀπό τούς κόπους τῆς ἀποκτήσεως;
   Θά ἤθελα νά σέ ἐλαφρώσω λίγο ἀπό τά ἔργα τῆς ἀδικίας, ὥστε νά εὕρης κάποιαν ἄνεση στούς λογισμούς σου καί νά ἰδῆς τήν κατάληξιν ὅλων αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ἔχεις τόσα καί τόσα πλέθρα [Ἀρχαῖα μονάς μετρήσεως ἐπιφανειῶν ἴση μέ 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γῆς, ἄλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τί θά γίνει λοιπόν μέ ὅλα αὐτά; Δέν σέ περιμένουν τρεῖς πήχεις ὅλοι κι ὅλοι; Δέν θά ἀρκέση τό βάρος ὀλίγων λίθων νά φυλάξη τήν δυστυχῆ σου σάρκα; Γιά ποῖον λοιπόν κοπιάζεις; Γιά ποῖον παρανομεῖς; Γιατί μέ τά χέρια σου συνάζεις ἀκαρπίαν; Εἴθε νά ἦταν ἀκαρπία καί ὄχι προσάναμμα γιά τό αἰώνιον πῦρ. Δέν θά ἀπαλλαγῆς ποτέ ἀπό τήν μέθην αὐτή; Δέν θά ὑγιάνουν οἱ λογισμοί σου; Δέν θά ἔλθης στόν ἑαυτόν σου; Δέν θά φέρης πρό τῶν ὀφθαλμῶν σου τό δικαστήριον τοῦ Χριστοῦ; Τί θά ἀπολογηθῆς ὅταν σέ περικυκλώσουν οἱ ἀδικημένοι καί θά σέ κατηγοροῦν ἐνώπιόν τοῦ δικαίου κριτοῦ; Τί θά κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θά πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θά παρουσιάσης; Πῶς θά μεταπείσης τόν δικαστή ποῦ ποτέ δέν ἐξαπατᾶται; Δέν ὑπάρχει δικηγόρος ἐκεῖ, δέν ὑπάρχει ἡ τέχνη τῶν λόγων, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νά κλέψη τήν ἀλήθειαν ἀπό τόν δικαστή. Δέν συνοδεύουν οἱ κόλακες, οὔτε τά χρήματα, οὔτε τό ὕψος τοῦ ἀξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς ἀπολογία, θά ἀπομακρυνθῆς γεμάτος ἐντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ὁλομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι ὅπου καί ἄν περιφέρης τό βλέμμα σου, θά ἀντικρύσης καθαρά τίς εἰκόνες τῶν κακῶν ἔργων. Ἀπό τό ἕνα μέρος τά δάκρυα τοῦ ὀρφανοῦ, ἀπό τό ἄλλο τούς ἀναστεναγμούς τῆς χήρας, τούς γρονθοκοπημένους ἀπό σέ πτωχούς, τούς ὑπηρέτες σου τῶν ὁποίων ἐξέσκιζες τίς σάρκες, τούς γείτονες πού ἐξώργιζες. Ὅλα θά ξεσηκωθοῦν ἐναντίον σου, ὁ πονηρός χορός τῶν κακῶν σου πράξεων θά σέ περιστοιχίση. Διότι οἱ ἁμαρτίες ἀκολουθοῦν τίς ψυχές ὅπως ἡ σκιά τό σῶμα, ἀποτυπώνοντας ἐπάνω τους ὁλοκάθαρα τίς πράξεις. Γι’ αὐτό δέν χωρεῖ ἄρνησις ἐκεῖ, ἀλλά φράσσεται κάθε στόμα, ὅσον ἀδιάντροπο κι ἄν εἶναι. Ἐπειδή καταθέτουν ὡς μάρτυρες τά ἴδια τά πράγματα πού σχετίζονται μέ τόν καθένα, χωρίς νά ἐκβάλουν φωνήν, ἀλλά φαίνονται ὅπως ἀκριβῶς ἔχουν διαπραχθῆ ἀπό ἐμᾶς. Πῶς θά ἠμπορέσω νά σού παρουσιάσω τά φρικτά; Ἐάν βεβαίως ἀκούσης, ἐάν μετανοήσης, ἐνθυμήσου τήν ἡμέραν ἐκείνην κατά τήν ὁποίαν «ἀποκαλύπτεται ὀργή Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ» (Ρώμ. ἅ' 18). Ἐνθυμήσου τήν ἔνδοξον παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν θά ἀναστηθοῦν «οἱ μέν τά ἀγαθά πράξαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ἰω. ἐ' 29). Τότε αἰώνιος ἐντροπή γιά τούς ἁμαρτωλούς καί φωτιά πού μέλλει νά καταφάγη ὅσους ἐναντιώθησαν στόν Θεόν (Ἑβρ. ἰ' 27). Αὐτά νά σέ λυποῦν καί ὄχι ἡ ἐντολή.
   Πῶς νά σοῦ ἁπαλύνω τήν ψυχή; Τί νά εἰπῶ; Δέν ἐπιθυμεῖς τήν βασιλεία; Δέν φοβεῖσαι τήν γέενναν; Ἀπό ποῦ θά εὑρεθῆ ἴασις γιά τήν ψυχήν σου: Διότι ἐάν τά φρικτά δέν σέ πτοοῦν, τά λαμπρά δέν σέ προτρέπουν, τότε ἀπευθύνομαι σέ λιθίνην καρδία. Ἐξέτασε, ἄνθρωπε, τήν φύση τοῦ πλούτου. Γιατί τόσον πολύ ὑπολογίζεις τόν χρυσό; Λίθος εἶναι ὁ χρυσός, λίθος ὁ ἄργυρος, λίθος ὁ μαργαρίτης, ὅλοι λίθοι, δηλαδή πέτρες: ἡ χρυσοπέτρα καί τό βηρύλλιον, καί ὁ ἀχάτης καί ὁ ὑάκινθος, καί ὁ ἀμέθυστος, καί ὁ ἴασπις. Αὐτά εἶναι τά ἄνθη τοῦ πλούτου, ἀπό τά ὁποία σύ ἄλλα τά ἀποθηκεύεις μέ τό νά τά παραχώνης, ἐνῶ ὅσους λίθους εἶναι διαυγεῖς τους καλύπτεις στό σκότος. Ἄλλους δέ, τούς πλέον πολυτίμους, τούς περιφέρεις καμαρώνοντας γιά τήν λάμψη τους. Εἰπέ μου, τί ὠφελεῖσαι ὅταν περιστρέφης τό χέρι σου ποῦ λάμπει ἀπό τά πετράδια; Δέν κοκκινίζεις ὅταν κατέχεσαι ἀπό ἐπιθυμία τῶν λίθων ὡσάν τίς γυναῖκες ποῦ ἐγκυμονοῦν; Διότι καί ἐκεῖνες λίθους ὀρέγονται, καί σύ κατέχεσαι ἀπό λαιμαργία γιά τά ἄνθη τῶν λίθων, ἀφοῦ ἀναζητῆς σαρδόνυχες καί ἰάσπιδες καί ἀμεθύστους. Ποιός στολιζόμενος κατώρθωσε νά προσθέση στόν βίο τοῦ μίαν ἡμέρα; Ποῖον ἐλυπήθη ὁ θάνατος γιά τά πλούτη του; Ποῖος ἐγλύτωσε ἀπό τήν ἀρρώστιαν χάριν τῶν χρημάτων του; Ἕως πότε ὁ χρυσός θά εἶναι ἡ ἀγχόνη τῶν ψυχῶν, τό ἄγκιστρο τοῦ θανάτου, τό δόλωμα τῆς ἁμαρτίας; Ἕως πότε ὁ πλοῦτος θά εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου, γιά τόν ὁποῖον κατασκευάζονται ὄπλα καί ἀκονίζονται ξίφη; Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ οἱ συγγενεῖς παραβλέπουν τήν φυσικήν συγγένειαν, ἀδελφοί ὑποβλέπονται μέ φονικήν διάθεσιν, ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου οἱ ἐρημίες φιλοξενοῦν τούς φονεῖς, ἡ θάλασσα τούς πειρατᾶς, οἱ πόλεις τούς συκοφάντες.
   Ποῖος εἶναι ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους, ποιός ὁ δημιουργός τῆς πλαστογραφίας; Ποῖος ἐγέννησε τήν ἐπιορκίαν; Ὄχι ὁ πλοῦτος; Ὄχι ἡ μέριμνα γιά τήν ἀπόκτησή του; Τί παθαίνετε, ὤ ἄνθρωποι; Ποιός ἔστρεψε τά ἰδικά σας ἐναντίον σας; Τά χρήματα εἶναι μέσον γιά τήν ζωή. Μήπως ἔχουν δοθῆ ὡς ἐφόδια κακῶν; Εἶναι λύτρα τῆς ψυχῆς. Μήπως εἶναι ἀφορμή καταστροφῆς;
  Ἀλλά ὁ πλοῦτος εἶναι ἀναγκαῖος γιά τά τέκνα. Αὐτή εἶναι μία εὐλογοφανής δικαιολογία τῆς πλεονεξίας. Τα τέκνα ἐπικαλεῖσθε, ἀλλά γιά τόν ἑαυτόν σᾶς φροντίζετε. Μήν ἐνοχοποιῆς τόν ἀναίτιον, ἔχει τόν κύριόν του, τόν οἰκονόμον του. Ἀπό ἄλλον ἔλαβε τήν ζωήν, ἀπό αὐτόν περιμένει τά ἀπαραίτητα γιά τήν ζωή. Μήπως γιά τούς ἐγγάμους δέν ἔχουν γραφή τά Εὐαγγέλια; «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς». Ὅταν ἐζητοῦσες ἀπό τόν Κύριον τήν καλλιτεκνίαν (ἔνν. στό μυστήριον τοῦ γάμου), ὅταν ἠξίωνες νά γίνης πατέρας παιδιῶν, μήπως εἶχες προσθέσει καί τοῦτο: δῶσε μου τέκνα γιά νά παρακούσω τίς ἐντολές σου; Δῶσε μου τέκνα γιά νά μή φθάσω στήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν; Καί ἐκτός αὐτοῦ, ποῖος θά σού ἐγγυηθῆ γιά τήν προαίρεση τοῦ παιδιοῦ, ὅτι θά χρησιμοποιήση σωστά αὐτό ποῦ θά τοῦ δώσης; Διότι ὁ πλοῦτος γιά πολλούς ἔγινεν ὑπηρέτης τῆς ἀκολασίας. Ἤ δέν ἀκούεις τόν Ἐκκλησιαστήν πού λέγει: «Εἶδον ἀρρωστίαν δεινήν, πλοῦτον φυλασσόμενον τῷ παρ’ αὐτοῦ (ἀπό τόν κάτοχον τόν) εἷς κακίαν αὐτῶ (γιά τό κακόν του)» (Ἐκκλ. ἐ' 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ἐνῶ ἐσύναξες τόν πλοῦτο μέ χιλίους κόπους, προετοιμάσεις γιά ἄλλους ὑλικόν ἁμαρτημάτων καί ἔπειτα εὑρεθεῖς διπλά τιμωρούμενος, γιά αὐτά πού ὁ ἴδιος ἔχεις ἀδικήσει καί γι’ αὐτά μέ τά ὁποία ἐφωδίασες ἄλλους. Μήπως ἡ ψυχή δέν σού εἶναι οἰκειοτέρα ἀπό κάθε τέκνο; Μήπως δέν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον ἀπό ὅλα; Ἀποδοσε σ’ αὐτήν πρώτην τά πρεσβεία τῆς κληρονομιᾶς, δῶσε τῆς πλούσιες προϋποθέσεις γιά νά ζήση, καί τότε νά μοιράσης τήν περιουσία στά παιδιά σου. Διότι τά τέκνα πολλές φορές, ἄν καί δέν ἐκληρονόμησαν ἀπό τούς γονεῖς, ἔκαμαν οἴκους γιά τόν ἑαυτόν τους, ἡ ψυχή σου ὅμως, ἐάν ἐγκαταλειφθῆ ἀπό σέ, ἀπό ποῖον θά ἐλεηθῆ;
  Πρός τούς πατέρας ἐλέχθησαν ὅσα ἤσαν νά λεχθοῦν. Οἱ ἄτεκνοι ποίαν εὐλογοφανῆ δικαιολογίαν τῆς φιλαργυρίας τῶν ἐπικαλοῦνται; Δέν πωλῶ τά ὑπάρχοντά μου, οὔτε τά δίδω στούς πτωχούς, λόγω τῶν ἀναγκῶν τῆς ζωῆς. Λοιπόν δέν εἶναι ὁ Κύριος διδάσκαλός σου, οὔτε τό Εὐαγγέλιον ρυθμίζει τήν ζωήν σου, ἀλλά σύ ὁ ἴδιος γίνεσαι νομοθέτης τοῦ ἑαυτοῦ σου. Πρόσεξε ὅμως σέ ποῖον κίνδυνον ἐμπίπτεις ὅταν σκέπτεσαι κατ’ αὐτόν τόν τρόπον. Διότι ἐάν αὐτά πού ὁ Κύριός μας διέταξε ὡς ἀναγκαία, σύ τά διαγράφεις ὡς ἀνεφάρμοστα, δέν κάνεις τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά θεωρῆς τόν ἑαυτόν σου φρονιμώτερον ἀπό τόν νομοθέτη.
 - Ἀλλά ἀφοῦ τά ἀπολαύσω αὐτά σέ ὅλην μου τήν ζωήν, λέγεις, μετά τό τέλος της θά κάμω κληρονόμους τῆς περιουσίας μου τούς πτωχούς, ἀφοῦ μέ γράμματα καί διαθῆκες τούς ἀναθέσω τήν κυριότητα τῶν ὑπαρχόντων μου.
 Ὅταν δέν θά εὑρίσκεσαι πλέον μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τότε θά γίνης φιλάνθρωπος. Ὅταν σέ ἀντικρύσω νεκρόν, τότε θά σέ ὀνομάσω φιλάνθρωπον. Σού ὀφείλεται μεγάλη εὐχαριστία γιά τήν φιλοτιμίαν σου, διότι ἐνῶ κεῖσαι στό μνῆμα καί ἔχεις μεταβληθῆ μέ τήν διάλυση σέ χῶμα, ἔγινες γενναιόδωρος καί μεγαλόψυχος στίς δαπάνες. Εἰπέ μου, ὅμως, ποιοῦ καιροῦ τούς μισθούς θά ἀπαιτήσης; Γιά τόν χρόνον τῆς ζωῆς σου ἤ γιά μετά τόν θάνατον; Ἀλλά τόν καιρό πού εὑρισκόσουν στήν ζωήν, τότε εἶχες δοθεῖ στά πάθη καί στίς ἡδονές καί κολυμβοῦσες μέσα στίς ἀπολαύσεις, καί οὔτε νά ἀντικρύσης καταδεχόσουν τούς πτωχούς, τώρα δέ ποῦ ἀπέθανες, ποῖες εἶναι οἱ πράξεις σου; Ποῖος μισθός ἐργασίας σου ὀφείλεται; Δεῖξε τά ἔργα καί ζήτα τίς ἀνταποδόσεις. Κανένας μετά τήν λήξη τῆς πανηγύρεως δέν ἐμπορεύεται, οὔτε προσερχόμενος μετά τούς ἀγῶνες στεφανώνεται, οὔτε ἀνδραγαθεῖ μετά τόν πόλεμο. Εἶναι λοιπόν φανερόν, πώς οὔτε μετά τήν ζωήν εἶναι δυνατόν νά εὐσεβῆ κανείς. Σύ μέ τήν μελάνην καί τά γράμματα δίδεις ὑποσχέσεις γιά εὐεργεσίες. Ποῖος λοιπόν θά σοῦ ἀναγγείλη τόν καιρό τῆς ἐξόδου; Ποῖος θά σοῦ ἐγγυηθῆ τόν τρόπον τοῦ θανάτου; Πόσοι ἔχουν ἁρπαγεῖ αἰφνιδίως, χωρίς νά τούς ἐπιτρέψη τό πάθημά τους οὔτε φωνήν νά ἀφήσουν; Πόσοι δέν παρεφρόνησαν ἀπό τόν πυρετό; Γιατί λοιπόν ἀναμένεις εὐκαιρίαν, ἀφοῦ πολλές φορές δέν εἶσαι κύριος οὔτε τῶν λογισμῶν σου; Νύκτα βαθεία καί νόσος βαρεία καί βοηθός πουθενά, καί αὐτός πού παραμονεύει γιά τήν κληρονομίαν εἶναι ἕτοιμος. Κανονίζει τά πάντα πρός τό συμφέρον του καί σού ματαιώνει τά σχέδια. Ἐκείνη τήν ὥρα, ἀφοῦ στρέψης ἐδῶ κι ἐκεῖ τό βλέμμα σου καί ἰδῆς νά σέ ἔχη περικυκλώσει ἡ ἐρημία, τότε θά αἰσθανθῆς τήν ἀπερισκεψία σου, τότε θά ἀναστενάξης γιά τήν παραφροσύνη σου, γιά ποῖον καιρόν ἐφύλασσες τήν ἐντολήν. Γιά ὅταν ἡ γλώσσα παραλύη, τό δέ χέρι ἤδη τρέμει καί ἀρχίζουν οἱ ἀπότομες συσπάσεις, ὥστε οὔτε μέ τήν φωνήν οὔτε μέ τά γράμματα νά ἠμπορής νά ἐκφράσης τήν γνώμη σου. Ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ὅλα θά εἶχαν γραφή μέ σαφήνεια καί κάθε λέξις θά εἶχε διακηρυχθῆ ἀπεριφράστως, θά ἦταν ἀρκετόν ἕνα γράμμα νά ἀλλοιώση ἐντελῶς τήν ἀπόφαση. Μία σφραγίδα ἐάν παραποιηθῆ, δύο ἤ τρεῖς ψευδομάρτυρες ἄν παρουσιασθοῦν, ὅλη ἡ κληρονομία θά ἠμποροῦσε νά μεταφερθῆ σέ ἄλλους.
  Γιατί λοιπόν ἐξαπατᾶς τόν ἑαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακῶς τόν πλοῦτον σου στίς σαρκικές ἀπολαύσεις, καί δίδεις ὑποσχέσεις γιά τό μέλλον περί πραγμάτων τῶν ὁποίων δέν θά εἶσαι πλέον κύριος; Ὅπως τό ἀπέδειξεν ὁ λόγος, ἡ σκέψις αὐτή εἶναι πονηρά: ὅσον ζῶ, θά ἀπολαύσω τίς ἡδονές, ὅταν δέ ἀποθάνω, θά πράξω ὅ,τι ἔχω διαταχθῆ. Θά εἰπῆ τότε καί σέ σένα ὁ Ἀβραάμ: «ἀπέλαβες τά ἀγαθά σου ἐν τή ζωή σου» (Λούκ. ιστ' 25). Δέν σέ χωρᾶ ἡ στενή καί τεθλιμμένη ὁδός (Προβλ. Μάτθ. ζ' 14), ἐάν δέν ἀποβάλης τόν ὄγκον τοῦ πλούτου. Ἐξῆλθες ἀπό τήν ζωή βαστάζοντας τόν μαζί σου, δέν τόν ἀπέρριψες προηγουμένως, ὅπως εἶχες προσταχθῆ. Ὅταν ἤσουν στήν ζωήν, προτιμοῦσες ἀπό τήν ἐντολή τoν ἑαυτό σου. Μετά τόν θάνατον καί τή διάλυση, τότε προετίμησες τήν ἐντολήν ἀπό τούς ἐχθρούς σου. Γιά νά μή τά πάρη δηλαδή ὁ τάδε, λέγει, ἄς τά πάρη ὁ Κύριος. Καί πῶς νά τό ὀνομάσωμεν αὐτό; Ἄμυναν πρός τούς ἐχθρούς ἤ ἀγάπην πρός τόν πλησίον; Ἀναγνωσε τίς διαθῆκες σου: «Θά ἤθελα νά ζῶ ἀκόμη καί νά ἀπολαμβάνω τά ἰδικά μου». Ἄρα ἡ χάρις ἀνήκει στόν θάνατον, ὄχι σέ σένα. Διότι ἐάν ἤσουν ἀθάνατος, δέν θά ἐνθυμόσουν τίς ἐντολές. Μήν πλανάσθε. Ὁ Θεός οὐ μυκτηρίζεται (δέν ἐμπαίζεται) (Γάλ. στ' 7). Τό νεκρό δέν προσφέρεται στό θυσιαστήριον. Τήν θυσία νά τήν προσφέρης ζωντανήν. Αὐτός πού προσφέρει ἀπό τό περίσσευμα δέν γίνεται δεκτός. Καί σύ προσφέρεις στόν εὐεργέτην αὐτά πού σου ἐπερίσσευσαν μετά ἀπό ὁλόκληρον τήν ζωή σου. Ἐάν δέν τολμᾶς ἀπό τά περισσεύματα τῆς τραπέζης νά δεξιωθῆς τούς ἐπισήμους, πῶς λοιπόν τολμᾶς νά ἐξιλεώνης τόν Θεόν ἀπό τά περισσεύματα; Κοιτάξτε οἱ πλούσιοι τό τέλος τῆς φιλοχρηματίας καί παύσετε νά εἶσθε παθιασμένοι μέ τά χρήματα. Ὅσο φιλοπλοῦτος εἶσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις νά μήν ἀφήσης τίποτε ἀπό τά ὑπάρχοντά σου. Κάμε τά ὅλα ἰδικά σου, ἀξιοποίησε τά ὅλα γιά τoν ἑαυτόν σου, μήν ἐγκαταλείψης σέ ἄλλους τόν πλοῦτον. Ἴσως οὔτε θά σέ στολίσουν οἱ ὑπηρέτες μέ τόν τελευταῖον στολισμόν, ἀλλά θά ἐξαγνίσουν τήν ταφή προσπαθώντας μέ αὐτά πού ἀπέμειναν νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τῶν κληρονόμων. Ἴσως μάλιστα καί νά φιλοσοφήσουν τότε ἐναντίον σου. Εἶναι ἄγνοια τῆς καλαισθησίας, θά εἴπουν, τό νά στολίζης νεκρόν καί νά κάμης μέ πολυτέλεια τήν ἐκφοράν αὐτοῦ πού δέν αἰσθάνεται πλέον. Τί λοιπόν, δέν εἶναι καλλίτερον νά στολίζης τούς ζωντανούς μέ τήν λαμπρά καί πολυτελῆ στολήν ἀπό τό νά κατασαπίζουνν μαζί μέ τόν νεκρό τά πολύτιμα ἐνδύματα; Ποῖον τό ὄφελος ἀπό ἕνα ἐπίσημο μνῆμα, ἀπό πολυτελῆ ταφή καί ἀπό δαπάνην χωρίς κέρδος; Αὐτά πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τούς ἐπιζῶντες γιά τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς.
 Ὅλα αὐτά σοῦ τά εἶπα γιά νά σέ ἀπαλλάξω ἀπό τό βάρος, ἀλλά καί χάριν ἐκείνων πού θά κληρονομήσουν τά ἰδικά σου. Ὅσον λοιπόν εἶναι καιρός, ἑτοίμασε τά ἐντάφια ἐφόδια. Καλόν ἐντάφιον εἶναι ἡ εὐσέβεια. Χρησιμοποίησε ὡς ἔνδυμα ὅλα αὐτά καί ἔτσι νά ἐξέλθης ἀπό τήν ζωήν αὐτήν. Κόσμημά σου κάμε τόν πλοῦτο σου, πάρε τόν μαζί σου. Νά πεισθῆς στόν καλό σου σύμβουλο, στόν Χριστόν, πού σέ ἠγάπησε. Σ’ αὐτόν πού ἐπτώχευσε πρός χάριν μας, «ἴνα ἠμεῖς τή ἐκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β' Κόρ. η' 9). Νά τόν πιστεύσωμεν ὡς σοφόν πού γνωρίζει καλά τό συμφέρον μας, ἤ νά τόν ὑπομείνωμε ἐμπιστευόμενοι τήν ἀγάπην του, ἤ νά τόν ἀνταμείψωμεν ὡς εὐεργέτην. Ὁπωσδήποτε ὅμως νά κάμωμε τά ὅσα μᾶς ἔχουν διαταχθῆ, γιά νά γίνωμε κληρονόμοι τῆς αἰωνίου ζωῆς «τῆς ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ, ὧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
 
 
 

Εκτύπωση   Email