Σύναξη τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας στά Κύθηρα καὶ ἀνάμνηση τῆς ἰάσεως τοῦ παραλύτου

 

panagia myrtidiotissa1Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἡ αὐθεντικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μὲ τὸ Χριστὸ βρέθηκε ἀπὸ ἔνα βοσκὸ σὲ μιά κοιλάδα νοτιοδυτικὰ τοῦ νησιοῦ γεμάτη ἀπὸ μυρτιές, ποὺ ὀνομάζονται «Μυρτίδια», τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Στήν εἰκόνα αὐτὴ ἀρχικὰ «διεκρίνοντο καθαρὰ τὰ χαρακτηριστικὰ μέχρι στέρνων» τῆς Θεομήτορος καὶ τοῦ Χριστοῦ, «μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅμως ἀπέκτησε σταδιακὰ τὸ σκοῦρο χρῶμα».

Τὸ πιθανότερο εἶναι ἡ ἰστόρηση τῆς εἰκόνας αὐτῆς νά ἔγινε ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστή Λουκᾷ (1ος αἰῶνας μ.Χ.). Στή θέση τῆς «εὔρεσης» ὁ πτωχὸς βοσκὸς ἔκανε ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι καὶ στήν περιποιήσῃ του ἀφιέρωσε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ εὐσεβοῦς βοσκοῦ, τὴν περιποιήσῃ τοῦ μικροῦ Ναοῦ τῆς Μυρτιδιώτισσας ἀνέλαβε ὁ Μοναχὸς Λεόντιος, ὁ ὁποῖος μὲ χρηματικὴ βοήθεια Κυθηρίων μεγάλωσε λίγο τὸ ἀρχικὸ ἐκκλησάκι καὶ ἔκτισε γύρω τοῦ μερικὰ κελιὰ γιά τή φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν.

Ὅμως τὸ πλῆθος τῶν προσκυνητῶν πού κατέφθαναν ἀπὸ διάφορα μέρη δημιούργησε τὴν ἀνάγκη ἑνὸς μεγάλου Ναοῦ. Τὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο τῆς ἀνέγερσης ξεκίνησε μὲ πολὺ ζῆλο, προσπάθειες καὶ ἐράνους ὁ δραστήριος Ἱερομόναχος Ἀγαθάγγελος Καλλίγερος τὸ 1841 μ.Χ. καὶ σὲ δεκαέξι χρόνια ἔγινε ἕνα ὑπέροχο συγκρότημα πού ἀποτελεῖται ἀπὸ μεγαλοπρεπῆ Ναό, ἕνα ἀριστουργηματικὸ πανύψηλο καμπαναριὸ καὶ πολλὰ κελιὰ φιλοξενίας.

Ὁ μικρὸς Ναὸς τῆς «εὔρεσης», τὸ Καθολικό, ὅπως λέγεται, παρέμεινε κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο Ναό, διατηρεῖται σὲ ἀρίστη καταστάσῃ καὶ ἐκεῖ φυλάσσεται κατὰ τοὺς χειμερίους μῆνες ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἡ ἀγάπη τῶν Κυθηρίων τή φύλαξε μέσα σὲ μιά ὁλόχρυση ἐπένδυση, ἀληθινὸ ἀριστούργημα φτιαγμένο ἀπὸ τὸν Κρητικὸ καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη τὸ 1827 μ.Χ.

Στό κάτω μέρος τῆς χρυσῆς ἐπένδυσης ἀπεικονίζονται τρία θαύματα: τὸ θαῦμα τῆς εὔρεσης τῆς εἰκόνας ἀπὸ τὸ βοσκό, τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου στίς 24 Σεπτεμβρίου (ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα) καὶ τὸ θαῦμα τῆς διάσωσῃς τοῦ φρουρίου τῶν Κυθήρων ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς (22 Ἰανουαρίου 1829) κατὰ τή διάρκεια τῆς φυλάξῃς τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας ἐντὸς τοῦ φρουρίου γιά τὸ φόβο τῶν πειρατῶν πού μάστιζαν τή Μεσόγειο.

Ὁ Ἱερὸς Ναὸς ἑορτάζει στίς 24 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα ἐορτασμοῦ τοῦ θαύματος τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου. Στόν Ἱερὸ Ναὸ ὑπάρχουν δύο παρεκκλήσια, τὸ ἕνα ἀριστερὰ τοῦ Τέμπλου, ἀφιερωμένο στην Ὀσιοπαρθενομάρτυρα Ἐλέσα  καὶ τὸ ἄλλο δεξιὰ στον Ὄσιο Θεόδωρο.

Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι στό στέμμα τῆς Πανσέπτου Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Μυρτιδιώτισσας, ὑπάρχει προσαρμοσμένο «Πολυτιμότατον ἀδαμαντοκόλλητον ἐν σχήματι ἠμισελήνου χρυσοῦν κόσμημα». Ἂς θυμηθοῦμε τὴν ἱστορία του:

Σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ ἀείμνηστος Σοφοκλῆς Καλόυτσης, ὁ ὑμνογράφος τῆς Μυρτιδιώτισσας διέσωσε (ἀκολουθία Μυρτιδιωτίσσης, ἔκδοσις 5η, σελ. 149), βρισκόταν κάποτε στα Κύθηρα, κάποιος Τοῦρκος πλούσιος καὶ ἐπιφανής, ἐγκατεστημένος στήν τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ὁ ὁποῖος ἦταν Μωαμεθανός.

Κάποια ἡμέρα παρατήρησε ἀσυνήθη συγκέντρωση κόσμου, στήν πλατεῖα τοῦ Μητροπολιτικοὺ Ναοῦ τοῦ Ἐστευρωμένου στή Χώρα.

Ῥώτησε τί συμβαίνει καὶ τοῦ εἴπαν ὅτι τὸ Νησὶ μαστίζεται ἀπὸ πολύμηνη ἀνομβρία καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πραγματοποιηθεῖ Λιτανεία τῆς Ἁγίας Εἰκόνας τῆς Μυρτιδιώτισσας, ἡ ὁποία εἶχε ἤδη κατέβει ἀπὸ τὸ κάστρο πού φυλασσόταν τότε καὶ βρισκότανε μέσα στόν Ἐσταυρωμένο. Ὅμως ὁ οὐρανὸς ἤταν καταγάλανος καὶ δέν φαινόταν οὔτε ἴχνος νέφους στόν ὁρίζοντα. Ὁ Τοῦρκος ἐχλεύασε αὐτὴ τὴν ἐνέργεια γιατὶ ἡ λογικὴ ἔλεγε ὅτι δέν θὰ φέρει ἀποτελέσματα. Καὶ ἦταν τόσο σίγουρος γι’ αὐτό, ποὺ δήλωσε ὅτι ἐὰν μετὰ τὴν Λιτανεία ἐπακολουθήσει βροχή, θὰ ἀφιέρωνε τὸ χρυσὸ κόσμημα τῆς ἠμισελήνου πού εἶχε μαζὶ του, στην Ἱερὴ Εἰκόνα. Ἡ Λιτανεία ἔγινε μὲ κατάνυξη καὶ οἱ Κυθήριοι γονυκλινεῖς παρακαλέσαν γιά τὴν λύσῃ τῆς ἀνομβρίας. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Μόλις ἡ Ἱερὰ Πομπὴ ἐπέστρεψε στον Ναό, ἄρχισε νά πέφτει ῥαγδαία βροχή. Ὁ ἀλλόθρησκος τήρησε τὴν ὑπόσχεση του καὶ ἀφιέρωσε τὸ κόσμημα στήν Παναγία. Πότε ἔγινε αὐτὸ δέν ἀναφέρεται. Ἴσως ἔγινε πρὶν τὸ 1837 μ.Χ. Τότε ἔγινε ἡ χρυσή ἐπένδυση τῆς Εἰκόνας ἀπὸ τὸν Καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη καὶ μᾶλλον αὐτὸς ἔκανε τὴν προσαρμογὴ τῆς ἠμισελήνου στό στέμα τῆς Παναγίας «Εἰς αἰωνίαν ἀνάμνησιν τοῦ τελεσθέντος θαύματος τῆς λύσεως τῆς ἀνομβρίας». Πιθανὸν λοιπὸν ἡ ἀφιέρωση να εἶχε προηγηθεὶ τοῦ 1837 μ.Χ. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας μας, ἐνέπνευσε τὸν Ὑμνογράφο ἀείμνηστο Σοφοκλὴ Καλούτση καὶ ἀφιέρωσε ὁλόκληρον οἶκον στούς χαιρετισμοὺς της.

«Χαῖρε ἡ λήξις τῆς ἀνομβρίας
Χαῖρε ἡ παύσις τῆς λειψυδρίας
Χαῖρε ὑετόν δαψιλή καταπέμπουσα
Χαῖρε οὐρανόθεν τήν γῆν ἡ δροσίζουσα
...»

πολυτκιον
χος δ’. Ταχ προκατάλαβε.
ς κρήνη κένωτος, τν παρ σογαθν, Εκών σου πάνσεπτος, τος Κυθηρίοις γνή, δόθη κραυγάζουσι, χαρε προστασία, πάντων τν δεομένων χαρε σωτηρία, τν τιμώντων σ πόθω, χαρε τ παραλύτ, τν ασιν βραβεύουσα.
Κοντ
κιον
χος πλ. δ’. Τπερμάχ.
Τ
Θεοτόκ ο πιστο νν προσπελάσωμεν ς χορηγούσ δαψιλς πσιν άματα, ναμέλποντες φύμνια μετ πόθου. λλ’ ς γειρας παράλυτον, Θεόνυμφε, π πάσης μς ῥῦσαι περιστάσεως Τος σο κράζοντας· χαρε δόξα παγκόσμιος.

Μεγαλυν
ριον
φθης τν Κυθήρων καταφυγή, ξαιρέτ τρόπ, ναβλύζουσα ν ατος, κ τς σς Εκόνος, προνοίας σου τεθρα, Κεχαριτωμένη· διμνομέν σε.


Εκτύπωση   Email