Ο προκείμενος αγών της υπομονής

ypomoni

 Κατωχυρωμένη ἐν τοῖς δέλτοις τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς καί πολιτείας ὑπό τοῦ τελειωτοῦ τῆς ζωῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων καθίσταται ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς. Εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν συναντᾶται πλειστάκις ὡς ἐξέχουσα καί χαρισματοῦχος.

Εἰς τό βιβλίον τῆς Γενέσεως οἱ Πρωτόπλαστοι πρῶτοι φέρουν τήν ἔλλειψιν τῆς ὑπομονῆς «μή ὑπήκοντες εἰς τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τῇ προτροπῇ καί ὑποβολῇ τοῦ διαβόλου – ὄφεως ἠθέλησαν τήν ἀπόκτησιν τοῦ ὄντως ἐφετοῦ τῆς θεώσεως (Γέν. 3,5-8).

Εἰς τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ (2,14) ρίπτεται ἀπειλή δι’ ὅσους ἀπωλέσουν τήν ὑπομονήν, «Οὐαί ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τήν ὑπομονήν». Εἰς τό βιβλίον τοῦ Ἰώβ περιγράφεται κατά θαυμαστόν τρόπον ἡ ὑπομονή τήν ὁποία ἐπέδειξε εἰς τήν βάσανόν του (κεφ. 17). Ἕως σήμερον μνημονητέα ἡ φράσις «ἰώβειος ὑπομονή».

Εἰς τήν ἐπιστολήν του ὁ Ἰάκωβος κάμει μνείαν τῆς ἰωβείου ὑπομονῆς, «Τήν ὑπομονήν Ἰώβ ἠκούσατε…» (Ἰακ. ε΄,11). Ἀναμφισβητήτως ὁ Κύριος καθίσταται ὁ πρῶτος ὑπομένων (τά φρικτά Πάθη καί τόν ἑκούσιον Σταυρόν) διά πίστεως καί καρτερίας.

Ἡ ὑπομονή χαρακτηρίζεται ὡς μακροθυμία, προσομοιάζει μέ ἅγιο θυμό, ἐνέχεται εἰς τά στοιχεῖα τοῦ καρποῦ τοῦ Πνεύματος (Γαλ. 5,22) πού θά πρέπει νά παράγεται ἀπό ἐκεῖνον πού ἀκολουθεῖ τόν Χριστόν.

Δέν χαρακτηρίζεται ὡς παθητική ἀναμονή ἤ εὐγενής ἀνοχή. Ἡ Καινή Διαθήκη τήν ἐκφράζει ὡς ἔχουσα ἐνεργητικόν ρόλον, εἶναι ἐπιμονή πρός κατάκτησιν ἑνός σκοποῦ, ἑνός ἀνθρώπινου ὀνείρου, εἶναι ἀντοχή εἰς τάς δοκιμασίας, προσδοκία τῆς ἐκπληρώσεως μιᾶς ὑποσχέσεως καί ἐν τέλει ἐνέχει καί ἐσχατολογικόν πνεῦμα, καθόσον ὁ Χριστιανός ἀναμένει τήν ἔνδοξον Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου μεθ’ ὑπομονῆς καί καρτερίας, ὅταν αὐτή πραγματοποιηθεῖ μετά δυνάμεως καί δόξης πολλῆς.

«Μακροθυμήσατε οὖν ἀδελφοί ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου…. μακροθυμήσατε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε» (Ἰακ. 5,7-8). Ἡ ὑπομονή συνδέεται μετά τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος ἀντλεῖ τήν ὑπομονήν ἐκ τοῦ Κυρίου διά νά διέλθη τόν δρόμον τῆς παρούσης ζωῆς, «δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν (Ἑβρ. 12,1-2).

Πλειάς ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τά πατερικά καί γεροντικά κείμενα ὁμιλοῦν περί τῆς ἀρετῆς τῆς ὑπομονῆς. Ἱερός Χρυσόστομος, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἁγ. Ἰωάννης κλίμακος, Μέγας Βασίλειος, Ἅγιος Νεκτάριος, Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Ἁγ. Ἰσαάκ Σύρος, Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Ἐφραιμ ὁ Σύρος, Ὅσιος Θαλάσσιος, Βαρσανούφιος, Ἰωάννης, Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστώφ, Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, Ἅγιος Θεοφανης ὁ Ἔγκλειστος, Γέρων Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας, Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, Ἁγ. Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης. Μνημειώδη τά χωρία τῶν Εὐαγγελιστῶν περί τῆς ὑπομονῆς: «Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22-Μαρ 13, 13)

«ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ἡμῶν» (Λουκ. 21, 19) «ὑπομονῆς γάρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τήν ἐπαγγελίαν» (Ἑβρ. 10, 36)

«ποῖον γάρ κλέος, εἰ ἁμαρτάνοντες καί κολαφιζόμενοι ὑπομενεῖτε; ἀλλ’ εἰ ἀγαθοποιοῦντες καί πάσχοντες ὑπομενεῖτε, τοῦτο χάρις παρά Θεῷ.» (Α΄ Πετρ. 2, 20-21)

«γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (Ἰακ. 1, 3-4).

Βάσει τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑπομονή ἔχει τρεῖς βαθμίδας:

α΄ βαθμίς: Τό νά ὑποφέρη κανείς ἀγογγύστως τάς δοκιμασίας.

β΄ βαθμίς: Τό νά ἀποζητᾶ τάς δοκιμασίας ἐξ ἀγάπης πρός τόν Θεόν.

γ΄ βαθμίς: Τό νά χαίρη τῶν δοκιμασιῶν ἐξ ἀγάπης πρός τόν Θεόν.

Χρειαζόμεθα τήν ὑπομονήν διά νά ἐντείνωμε τόν ἀγῶνα μας εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου, πιστεύοντες ὅτι κάθε δοκιμασία πού λαμβάνομε, αὐξάνει τήν ὑπομονή μας καί μᾶς ἐπιτρέπη νά  ἄρωμε ἀγογγύστως τό βάρος της. Εἰς τήν εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου παρατηρεῖ ὁ fr. Alexander Schmemann: «Ἡ ὑπομονή εἶναι μιά ἀληθινή θεϊκή ἀρετή.

Ὁ Θεός εἶναι ὑπομονετικός ὄχι γιατί εἶναι “συγκαταβατικός”, ἀλλά γιατί βλέπει τό βάθος ὅλων τῶν πραγμάτων, γιατί ἡ ἐσωτερική πραγματικότητά τους, τήν ὁποία ἐμεῖς μέ τήν τυφλότητά μας δέν μποροῦμε νά δοῦμε, εἶναι ἀνοιχτή σ’ Αὐτόν.

Ὅσο πιό κοντά ἐρχόμαστε στόν Θεό, τόσο περισσότερο ὑπομονετικοί γινόμαστε καί τόσο πιό πολύ ἀντανακλοῦμε αὐτή τήν ἀπέραντη ἐκτίμηση γιά ὅλα τά ὄντα, πράγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.»   

Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίνου Χαραλαμποπούλου 

Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως 


Εκτύπωση   Email