ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

                   

                                                                            τοῦ Παναγιώτη  Μπρατσιώτη 

   image1 1 εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς δὲν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν μετὰ Χριστὸν Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ τῶν πρὸ Χριστοῦ. Ἡ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἦταν τόσο στενὰ συνυφασμένη μὲ τὸν ἰδιωτικὸ καὶ δημόσιο βίο ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει κάποια πτυχὴ τοῦ χωρὶς τὴν παρουσία της. Ἰδιαίτερα ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ ἐθνικοὺς ἀγῶνες αἰσθάνονταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνατρέχουν στὰ μαντεῖα, νὰ συμβουλεύονται τοὺς θεοὺς καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά τους. Βαθιὰ ἦταν ἡ πίστη τους καὶ πρὸς τὴ θεία δίκη. Ἡ θεοσέβειά τους εἶναι ἔκδηλη σὲ ὅλα τὰ μνημεῖα. Ἰδιαίτερα εὐσεβεῖς ἤσαν οἱ Ἀθηναῖοι, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἀναγκασθεῖ ὁ Παῦλος νὰ τοὺς χαρακτηρίσει «ὡς δεισιδαιμονεστέρους».

Τὴν ἴδια θεοσέβεια κληρονόμησαν οἱ Ἕλληνες μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὄντας μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μαζὶ μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη αὔξανε καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὁμογένεια. Δεῖγμα τοῦ συνδέσμου φιλοπατρίας καὶ θεοσέβειας εἶναι ἡ ἀνάθεση τῆς προστασίας τῆς Κωνσταντινούπολης στὴ σκέπη τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἔκτοτε ἐνεργεῖ ὡς «ὑπέρμαχος στρατηγὸς τῶν ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ πατρίδος» ἀγώνων ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς σωτήριας παρέμβασης τῆς Θεοτόκου στὶς ἐπιθέσεις τῶν Ἀβάρων, τὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ποὺ ὑπερασπίστηκε τὰ τείχη τῆς Θεσσαλονίκης, ὑπάρχουν καὶ μία σειρὰ ἀπὸ στρατιωτικοὺς Ἁγίους ποὺ συνδύαζαν πίστη καὶ φιλοπατρία, ὅπως ὁ Ἅγιος Γεώργιος, οἱ Ἅγιοι Θεοδωροι, ὁ Τήρων καὶ ὁ Στρατηλάτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος, κ.α.

Ὁ πατριωτικὸς χαρακτήρας εἶναι ἐμφανὴς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, καὶ γενικότερα σὲ λειτουργικὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα μάλιστα ἀναφέρονται καὶ σὲ βασιλεῖς καὶ ἄνακτες. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα φιλοπατρίας καὶ θεοσέβειας εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ποὺ πρὶν λάβει μέρος στὴν τελευταία μάχη ζητᾶ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων.

Ἡ ἴδια σχέση Ἐκκλησίας καὶ ἑλληνικοῦ ἔθνους συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν πτώση τῆς Πόλης καὶ τὴ διάλυση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὅπου μάλιστα ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναγνωρίζεται ὡς ἐθνάρχης καὶ προστάτης τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πολιτικὸ καὶ παρηγορητικό της ρόλο παίζει καὶ τὸ ρόλο τῆς κιβωτοῦ ποὺ διασώζει μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη τὴν ἐθνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση. Ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ γίνονται διδάσκαλοι τοῦ γένους στὰ κρυφὰ σχολειά, τὰ μοναστήρια καὶ τὶς ἑλληνικὲς Σχολὲς . Στὴν Ἐκκλησία διασώζεται ἡ ἐθνικὴ παράδοση ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπελευθέρωσης. Αὐτὸ δηλώνεται καὶ σὲ ἑορτὲς ὅπως ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Πάσχα, ὅπου ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνδέθηκε μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ γένους. Μεγάλη ἦταν ἡ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ διέσωσε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἐνδυνάμωνε τὸ ἠθικὸ τῶν ἑλλήνων μέσα ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ ζωὴ καὶ τὸν προστατευτικό της ρόλο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὸν ἐπαναστατικὸ ἀγώνα μὲ τὴ συμμετοχὴ κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμίδων. Κληρικοὶ προετοιμάζουν μαζὶ μὲ ἄλλους τῶν ἀγώνα, συμμετέχοντας στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, εὐλογοῦν τὸν ἀγώνα, γίνονται ἀκόμα καὶ θύματά του. Ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ ἀγώνα ἀπὸ μέρους τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ἐ δὲν δήλωνε μία ἀντεπαναστατικὴ διάθεση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν ποιμαντικὴ ἀγωνία καὶ τὸ ἀληθινὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν τύχη τῶν Ἑλλήνων, λαμβανομένων ὑπόψη τῶν σφαγῶν ποὺ ἀκολουθοῦσαν κάθε ἀποτυχημένη ἐξέγερση. Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὶς πραγματικὲς διαθέσεις τοῦ Γρηγορίου εἶναι ὅτι σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἔγινε ἐθνομάρτυρας, τὸ δὲ μαρτύριό του λειτούργησε ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς, ἐνδυνάμωσης καὶ εὐόδωσης τοῦ ἀγώνα . Πρὸς ἐπήρωση ὅλων αὐτῶν ὁ Π. Μπρατσιώτης παραθέτει ἕναν πολυάριθμο κατάλογο ἀπὸ ἱεράρχες καὶ ἁπλοὺς κληρικοὺς ποὺ θυσιάστηκαν στὸν ἀγώνα.

Ἡ ἐθνικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζεται καὶ στὰ μετέπειτα τῆς Ἐπανάστασης χρόνια. Ἄς θυμηθοῦμε θυμίζει τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀρκαδίου, τὴ συμμετοχὴ τῶν κληρικῶν στὸν Βορειοηπειρωτικὸ ἀγώνα τοῦ 1913 καὶ τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα τῆς Κύπρου, τὴ συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν κατοχὴ. Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα πατριωτισμοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἐφαρμογῆς τῶν κοινωνικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ἰδιαίτερά της «φιλογένειας» . Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ πατριωτισμὸς εἶναι ἕνα εἶδος κοινωνισμοῦ. Ἔτσι πατριώτης δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὶς ἑλληνικὲς ὀμορφιές, τὰ ὡραία ἀκρογιάλια καὶ τὰ γραφικὰ βουνά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ ἔμψυχο ὑλικό, δηλαδὴ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς ὄμαιμους καὶ ὁμόθρησκους


Εκτύπωση   Email