ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

 

              

 

         ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

 

  Ἂς δοῦμε πῶς παραδόθηκε ὁ Δεσπότης. Γιὰ νὰ μάθομε καλὰ καὶ τοῦ προδότη ὅλη τή μανία, καὶ τοῦ μαθητῆ τὴν ἀχαριστία νὰ γνωρίσομε, καὶ τοῦ Δεσπότη τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία, ἂς ἀκροασθοῦμε τὸν Εὐαγγελιστὴ πὼς ἐκείνου τὴν παρατολμία ἰστορίζει.

Τότε, λέγει,« πορευθεῖς εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, Ἰούδας ὁ λεγόμενος Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε μοὶ δοῦναι, καγῶ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν; » Θαρρῶ πὼς εἶναι ξάστερα τοῦτα τὰ λόγια καὶ δὲν ἀφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι ἅμα τὰ καλοξετάσει κανένας χωριστὰ τὸ καθένα, πολλὰ ἔχει νὰ στοχαστεῖ καὶ πολὺ βαθιὰ νοήματα νὰ πιάσει. Καὶ πρῶτα γιὰ τὸν καιρό. Δὲν τόνε σημαδεύει ἁπλὰ κι ὅπως νάναι, ὁ εὐαγγελιστής. Δὲν λέγει πορευθεῖς μονάχα· ἀλλὰ τότε πορευθεῖς. Τότε… Πότε; Καὶ γιὰ ποιὸν λόγο σημαδεύει τὸν καιρό; Δὲν τόνε σημαδεύει ἁπλὰ κι ὅπως νάναι ὁ εὐαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στὸ Πνεῦμα· γιατί ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ μέσα στὸ Πνεῦμα τίποτε ἁπλὰ καὶ τυχαῖα δὲν τὸ λέγει.

Τί εἶναι λοιπόν, τὸ τότε; Πρὶν ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα, πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ τότε σίμωσε τὸ Χριστὸ ἡ γυναίκα ποὺ εἶχε τὸ ἀλάβαστρο μὲ τὸ μυρωδικὸ καὶ ποὺ τόχυσε πάνω στὸ κεφάλι του. Φανέρωσε πολλὴ πίστη ἐκείνη ἡ γυναίκα, φανέρωσε πολλὴν ἔγνοια, φανέρωσε πολλὴν ὑπακοὴ καὶ σέβας. Ἄλλαξε ἀπὸ τὸν προτινὸ τῆς βίο κι ἔγινε καλύτερη καὶ φρονιμώτερη. Καὶ σὰν ἡ πόρνη μετάνοιωσε, σὰν κατάλαβε τὸν Δεσπότη, τότε ὁ μαθητὴς παράδωσε τὸν Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Ὅταν ἦρθε ἡ πόρνη καὶ τὸ μυρωδικὸ λάδι ἔχυσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σφούγγισε μὲ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ πολλὴν ἔγνοια φανέρωσε σβύνοντας μὲ τὴν ἐξομολόγηση ὅλα της τὰ κρίματα. Τότε, λοιπόν, σὰν εἶδε τὴ γυναίκα ἐκείνη τόσην ἔγνοια νὰ φανερώνει μπροστὰ στὸν Διδάσκαλο, τότες αὐτὸς ἔδραμε στὴν παράνομη προδοσία. Κι ἐνῶ ἐκείνη ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς ἁμαρτίας ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα καὶ σημεῖα, ὓστερ’ ἀπὸ τὴν ἀνείπωτή τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στὰ τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ ραθυμία κι ἡ χαλασμένη προαίρεση. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέση. Κι ὁ προφήτης παλαιότερα φώναξε· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἐπιστρέφει; Γιὰ νὰ μὴ θαρρεύει ἐκεῖνος ποὺ στέκεται, ἀλλὰ πάντα νάχει ἀγωνία, μηδὲ κεῖνος ποὺ ἔπεσε ν’ ἀπελπίζεται. Γιατί τόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, ποὺ καὶ πόρνες καὶ τελῶνες νὰ τραβήξει καὶ νὰ βάλει κάτω ἀπὸ τὸ ζυγό του.

Τί γίνεται, λοιπόν; Αὐτὸς ποῦ τράβηξε κοντά του τὶς πόρνες, δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει τὸν μαθητή; Ναί, μποροῦσε νὰ κρατήσει καὶ τὸν μαθητή· ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸν κάνει καλὸν μὲ τὴν ἀνάγκη, μηδὲ μὲ τὴ βία νὰ τὸν κρατήσει κοντά του. Γιὰ τοῦτο ὁ εὐαγγελιστής, ἱστορώντας μας γιὰ τὸν ἀχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθεῖς, ἤγουν δίχως νὰ τὸν καλέσει κανένας, δίχως νὰ τὸν ἀναγκάσει ἢ νὰ τὸν σπρώξει ἄλλος, ἀλλὰ ἀπὸ μονάχος του κινήθηκε σ’ ἐκείνη τὴν πράξη, ἀπὸ δική του γνώμη σ’ ἐκεῖνο τὸ παράνομο τόλμημα ὤρμησε, δίχως νὰ κινηθεῖ ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἐρχότανε ἀπὸ μέσα τοῦ πῆγε νὰ πέσει στὴν προδοσία τοῦ Δεσπότη. Τότε πορευθεῖς εἰς τῶν δώδεκα. Καὶ τοῦτο εἶναι ὄχι μικρὸ βάρος ποὺ λέγει εἰς τῶν δώδεκα. Γιατί ἤτανε κι ἄλλοι ἑβδομήντα μαθητάδες, γιὰ δαῦτο εἶπε εἰς τῶν δώδεκα, ἤγουν ἕνας ἀπὸ τοὺς διαλεχτούς, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αὐτόν, ποὺ εἴχανε πολὺ τὸ θάρρος μαζί του. Γιὰ νὰ μάθεις, λοιπόν, πὼς ἤτανε ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητάδες, λέγει εἰς τῶν δώδεκα. Καὶ δὲν τ’ ἀποκρύβει τοῦτα, γράφοντας ὁ εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ νοιώσεις πὼς αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀτιμία, φανερώνει τὴ φροντίδα τοῦ Δεσπότη σέ μας, ποὺ τὸν προδότη καὶ τὸν κλέφτη τὸν ἀξίωσε μὲ τόσα ἀγαθά, κι ἴσαμε τὸ τελευταῖο βράδι τὸν συμβούλευε καὶ τὸν πρότρεπε.

Εἶδες τὴν πόρνη πὼς σώθηκε, ἐπειδὴ συνῆρθε, καὶ πῶς ὁ μαθητὴς γκρεμνίσθηκε μὲ τὴ ραθυμία; Μὴ λοιπὸν ἀπελπίζεσαι, κυττάζοντας τὴν πόρνη, μηδὲ πάλι νὰ θρασέψεις, ρίχνοντας τὰ μάτια σου στὴν ἀποτολμία τοῦ μαθητῆ. Γιατί καὶ τὰ δυὸ τοῦτα εἶναι ὀλέθρια. Εὔκολα γλυστράει ἡ γνώμη μας καὶ ξεστρατίζει ἡ πρόθεσή μας. Γιὰ δαῦτο ἀπ’ ὁλοῦθε πρέπει ν’ ἀσφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθεῖς εἰς τῶν δώδεκα, Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Βλέπεις ἀπὸ τί συντροφιὰ ξέπεσε; Βλέπεις ἀπὸ τί διδασκαλία ἔμεινε πίσω;

Βλέπεις τί κακὸ μεγάλο εἶναι ἡ ραθυμία; Ἰούδας, λέγει, ὁ Ἰσκαριώτης, γιατί ἤτανε κι ἄλλος συνονόματος μὲ τοῦτον, ὁ λεγόμενος τοῦ Ἰακώβου. Βλέπεις τοῦ εὐαγγελιστῆ τὴ σοφία, ποῦ ὄχι ἀπὸ τὴν πράξη μὰ ἀπὸ τὸν τόπο μας τὸν ὀνοματίζει, ἐνῶ τὸν ἄλλον ὄχι ἀπὸ τὸν τόπο ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τού μας τὸν κάνει γνωστό; Ἐνῶ μποροῦσε φυσικὰ νὰ πεῖ Ἰούδας ὁ προδότης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πὼς πρέπει νὰ κρατᾶμε καθαρή τη γλώσσα ἀπὸ κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τὴ λέξη προδότης. Ἂς μάθομε, λοιπόν, νὰ μὴν κακολογοῦμε τὸν ἐχθρό μας. Γιατί ἂν αὐτὸς ὁ μακάριος δὲν θέλησε νὰ κατηγορήσει τὸν προδότη, ἱστορώντας τὸ παράνομο τοῦτο τόλμημα, αὐτὸ τὸ περισώπασε καὶ τὸν ὀνομάτισε ἀπὸ τὸν τόπο ἀπ’ ὅπου καταγότανε, πῶς ἐμεῖς θὰ συγχωρεθοῦμε κατηγορώντας τὸν διπλανό μας; Ἐμεῖς, ποὺ πολλὲς φορὲς ὄχι μονάχα τοὺς ἐχθροὺς θυμόμαστε μὲ κακολογία, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ θέλουνε τὸ καλό μας, ἂς μὴν κάνομε τέτοια, σᾶς παρακαλῶ.

Εἶναι συμβουλὴ καὶ τοῦ Παύλου ποὺ λέγει: Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω. Ἔτσι ὁ μακάριος Ματθαῖος, ὄντας καθαρὸς ἀπὸ τέτοιο πάθος, ἔλεγε: Τότε πορευθεῖς εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· τί θέλετε μοὶ δοῦναι καγῶ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν; Ὢ βρωμερὸ λάλημα! Ὢ ἀσυλλόγιστη τόλμη! Τὸ θυμοῦμαι καὶ τρέμω, ἀγαπητοί, πὼς βγῆκεν ἀπὸ στόμα τὸ λάλημα, πὼς κίνησε τὴ γλώσσα, πὼς δὲν ξεριζώθηκε ἀπὸ τὸ κορμὶ ἡ ψυχή, πὼς δὲν παραλύσανε τὰ χείλη, πὼς ὁ νοῦς του δὲν ξεστάθηκε. Τί θέλετε μοὶ δοῦναι, καγῶ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν; Λέγε μου, Ἰούδα, αὐτὸ σ’ ἔμαθε ὁ Διδάσκαλος τόσον καιρό; Ἔτσι λησμόνησες τὶς ἀδιάκοπες συμβουλές του; Δὲν σοῦ ἔλεγε μὴ κτήσεσθε χρυσὸν μήτε ἄργυρον, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυττάζοντας πῶς νὰ βάλει χαλινάρι στὴν ἀκράτητη μανία σου γιὰ τὰ λεφτά; Δὲν σὲ συμβούλευε λέγοντας ἐὰν τὶς σὲ ραπίση εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῶ καὶ τὴν ἄλλην; Γιὰ ποιὸ λόγο, πές μου, παράδοσες τὸν Διδάσκαλο; Ἐπειδή σου χάρισε ἐξουσία καταπάνω στοὺς δαίμονες, καὶ νὰ γιατρεύεις ἀρρώστειες, καὶ λεπροὺς νὰ καθαρίζεις, κι ἄλλα πολλὰ τέτοια θαύματα νὰ φανερώνεις; Γιὰ τόσες λοιπὸν εὐεργεσίες, τέτοιαν ἀμοιβὴ τοῦ πληρώνεις; Ὢ ξέφρενη καρδιὰ ἢ μᾶλλον φιλαργυρία! Γιατί ὅλα τοῦτα τὰ κακὰ ἡ φιλαργυρία τὰ γεννάει, ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ποὺ σκοτεινιάζει τὶς ψυχές μας καὶ τοὺς ἴδιους τους νόμους τῆς φύσεως, καὶ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὰ συλλοϊκά μας καὶ δὲν ἀφήνει μηδὲ φιλία μηδὲ συγγένεια μηδὲ τίποτ’ ἄλλο νὰ θυμόμαστε. Ἀλλὰ μία καὶ σακατέψει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, μᾶς βάζει νὰ περπατᾶμε μέσα στὸ σκοτάδι.

Καὶ γιὰ νὰ τὸ μάθεις αὐτὸ καλά, ἰδὲς πόσα δὲν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰούδα. Σὰν μπῆκε ἐκεῖ μέσα, τὴ συναναστροφή, τὴ συνήθεια, τὴ θαυμαστὴ διδασκαλία, τὴ φιλία, ὅλα τοῦτα τάρριξε στὴ λησμοσύνη. Καλὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία. Τί θέλετε μοὶ δοῦναι, καγῶ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν; Παραδίνεις, Ἰούδα, αὐτὸν ποῦ ὅλα τὰ κρατάει μέσα στὸ πρόσταγμά του; Πουλᾶς τὸν ἀχώρετο στὸν νοῦ, τὸν χτίστη τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸν πλάστη τῆς φύσεώς μας, αὐτὸν ποὺ μὲ λόγο καὶ νεῦμα τάφτιαξε ὅλα; Γιὰ νὰ δείξει, λοιπόν, πὼς θεληματικὰ παραδόθηκε, ἄκου τί ἔκαμε. Τὴν ὥρα τῆς προδοσίας, ὅταν ἤρθανε καταπάνω τοῦ μὲ μάχαιρες καὶ κοντάρια, καὶ μὲ δαδιὰ ἀναμένα καὶ φανάρια, τοὺς λέγει τίνα ζητεῖτε; Καὶ πάψανε παρευθεῖς νὰ ξέρουνε ποιὸν θὰ πιάνανε. Τόσο ἤτανε ἐκεῖνος μακρυὰ ἀπὸ τὸ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸν πιάσουνε, ποὺ οὔτε νὰ τὸν δοῦνε μπροστὰ τοὺς δὲν μπορούσανε, ἐνῶ ἤτανε, τόση φωτοχυσία. Καὶ πὼς αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ, ἤγουν πὼς ἐνῶ εἴχανε δαδιὰ καὶ φανάρια δὲν τὸν βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια. Καὶ ὁ Ἰούδας εἰστήκει μετ’ αὐτῶν, αὐτὸς ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ ἐγὼ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν. Γιατί ὁ Χριστὸς τοὺς σύγχυσε τὴ διάνοια, θέλοντας νὰ φανερώσει τὴ δύναμή του, γιὰ νὰ μάθουνε πὼς καταπιάνονταν μὲ τ’ ἀδύνατα. Καὶ σὰν ἀκούσανε τὴ φωνὴ τοῦ πισωπερπατήσανε σκυφτοὶ καὶ πέσανε τέλος χάμου. Εἶδες πῶς δὲν ἀποκριθήκανε λόγο, ἀλλὰ πέφτοντας δείξανε καταφάνερα τὴν ἀδυναμία τους; Κύτταξε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότη! Μία καὶ μηδὲ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν συγκίνησε τὴν ἀδιαντροπιὰ τοῦ προδότη, μηδὲ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων, παραδίνεται τότε καὶ λέγει ὁ Κύριος. Σὰν τοὺς ἔδειξα πὼς καταπιάνονται μὲ τ’ ἀδύνατα, θέλησα νὰ τοὺς ἡμερώσω τὴ μανία· δὲν θέλουνε, μὰ ἐπιμένουνε στὴν κακία τους. Ἰδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αὐτά σας τὰ λέγω, γιὰ νὰ μὴν κατηγορήσει κανένας τὸν Χριστὸ λέγοντας: Γιατί δὲν ἄλλαξε τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα; Γιατί δὲν τὸν ἔκαμε καλύτερο; Καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ κάμει τὸν Ἰούδα φρόνιμο καὶ καλόκαρδο, μὲ τὴ βία ἢ μὲ τὴν προαίρεση; Ἂν μὲ τὴ βία, μηδὲ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν ἔμελλε νὰ γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δὲν γίνεται καλύτερος μὲ τὴν ἀνάγκη. Ἂν μὲ τὴν προαίρεση καὶ τὴ θέλησή του, ὅλα ὁ Κύριος τὰ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ τὸν ἀνεβάσει ἀπὸ χαμηλά. Κι ἂν ἐκεῖνος δὲν θέλησε νὰ πάρει τὰ φάρμακα, δὲν φταίει ὁ γιατρός, ἀλλὰ ὁ ἄρρωστος ποὺ τ’ ἀπαρνήθηκε. Θέλεις νὰ μάθεις πόσα ἔκαμε γιὰ νὰ τὸν κρατήσει κοντά του; Τοῦ χάρισε πολλὰ θαύματα, τοῦ προεῖπε τὴν προδοσία, τίποτα δὲν παράτησε νὰ κάνει σ’ αὐτὸν σὰν σὲ μαθητὴ ἀγαπημένο. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις, πὼς ἐνῶ μποροῦσε ν’ ἀλλάξει, δὲν τὸ θέλησε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τη ραθυμία τοῦ ἔγινε ὅ,τι ἔγινε: ἀφοῦ παράδοσε τὸν Κύριο καὶ πῆρε τέλος ἡ μανία του, ἔρριψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια λέγοντας ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῶον. Προτύτερα ἔλεγε τί θέλετε μοὶ δοῦναι καγῶ ὑμὶν παραδώσω αὐτόν. Σὰν τέλεσε τὴν ἁμαρτία τὸ κατάλαβε. Ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνομε πὼς σὰν ἡ ψυχή μας εἶναι ράθυμη, οὔτε παραίνεση οὔτε νουθεσία ὠφελεῖ. Κι ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι στὸ καλό, μονάχοι μας μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε. Στοχάσου· ὅταν τὸν συμβούλευε καὶ πάσχιζε νὰ τὸν κρατήσει ἀπὸ τὴν κακὴ πράξη, δὲν ἄκουσε μηδὲ δέχθηκε τὴ νουθεσία. Καὶ σὰν δὲν ἤτανε πιὰ κανένας νὰ τὸν συμβουλεύσει, ἀναταράχθηκε ἡ συνείδησή του, κι ἐκεῖ ποὺ κανένας δὲν τὸν δίδασκε, ἄλλαξε καὶ πέταξε τὰ τριάντα ἀργύρια. Γιατί, λέγει ὁ εὐαγγελιστής, ἔστησαν αὐτῶ τριάκοντα ἀργύρια. Πληρώσανε τὸ αἷμα ἐκείνου ποὺ ἦταν ἀτίμητος. Τί παίρνεις, Ἰούδα, τριάντα ἀργύρια; Δωρεὰν κατέβηκε ὁ Χριστὸς νὰ χύσει τὸ αἷμα του γιὰ τὴν οἰκουμένη καὶ σὺ τώρα παζαρεύεις αὐτὸ τὸ αἷμα; Ποιὰ ντροπὴ τρανότερη ἀπὸ τέτοιο παζάρεμα! Ποιὸς εἶδε καὶ ποιὸς ἄκουσε!


Εκτύπωση   Email