Ἡ νη­στεί­α τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων

                             dwdeka apostoloi 8018­πὸ τὴν Δευ­τέ­ρα με­τὰ τὴν Κυ­ρι­α­κὴ τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των ἀρ­χί­ζει ἡ νη­στεί­α τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, ἡ νη­στεί­α δη­λα­δὴ ποὺ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στοὺς Ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους καὶ ἡ δι­άρ­κει­ά της ποι­κί­λει ἀ­να­λό­γως μὲ τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α τε­λέ­σε­ως τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Πά­σχα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ ἔ­ναρ­ξή της, δη­λα­δὴ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των.

   Ἡ νη­στεί­α αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀρ­χαι­ο­πα­ρά­δο­τος στὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Πρῶ­τος ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σι­ος ἀ­να­φέ­ρει νη­στεί­α μι­ᾶς ἑ­βδο­μά­δος με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή. «Τῇ γὰρ ἐ­βδο­μά­δι με­τὰ τὴν Ἁ­γί­αν Πεν­τη­κο­στὴν ὁ λα­ὸς νη­στεύ­σας ἐ­ξῆλ­θε πε­ρὶ τὸ κοι­μη­τή­ρι­ον εὔ­ξα­σθαι» (ἐ­γρά­φη πε­ρὶ τὸ 357). Αὐ­τὸς μὲν ἀ­να­φέ­ρει τὴν νη­στεί­α αὐ­τὴ ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή, ἀλ­λὰ τὸ βι­βλί­ο τῶν Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Δι­α­τα­γῶν, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει γρα­φεῖ πε­νήν­τα πε­ρί­που ἔ­τη ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ἀ­πη­χεῖ ἀ­πο­στο­λο­πα­ρά­δο­τες ἐν­το­λὲς καὶ συ­νή­θει­ες, τὴν ἀ­να­φέ­ρουν μί­α ἑ­βδο­μά­δα με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή, δη­λα­δὴ με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των.«Με­τὰ οὒν τὸ ἐ­ορ­τᾶ­σαι ὑ­μᾶς τὴν πεν­τη­κο­στὴν ἑ­ορ­τά­σα­τε μί­αν ἑ­βδο­μά­δα καὶ μετ’ ἐ­κεί­νην νη­στεύ­σα­τε μί­αν, δί­και­ον γὰρ καὶ εὐ­φραν­θῆ­ναι ἐ­πὶ τὴ ἐκ Θε­οῦ δω­ρε­ὰ καὶ νη­στεῦ­σαι με­τὰ τὴν ἄ­νε­σιν». Ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ χω­ρί­ο τῶν Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Δι­α­τα­γῶν, ἡ πε­ρὶ ἢς ὁ λό­γος νη­στεί­α σχε­τι­ζό­ταν μὲ τὴν χαρ­μό­συ­νη πε­ρί­ο­δο ἀ­πὸ τὸ Πά­σχα μέ­χρι τὴν Πεν­τη­κο­στή, με­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πέλ­θει κά­ποιας μορ­φῆς ἀν­τί­δρα­ση, ὥ­στε νὰ με­τρι­α­σθεῖ ἡ χαρ­μό­συ­νη δι­ά­θε­ση. Ἐ­πει­δὴ οἱ Ἀπό­στο­λοι εἶ­χαν ἀρ­χί­σει τὸ κή­ρυγ­μα με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στή, οἱ μετ’ αὐ­τὴν ἡ­μέ­ρες ἤ­σαν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νες σ’ αὐ­τούς. Γι’ αὐ­τὸ καὶ στὶς συ­ρι­α­κὲς πη­γὲς ἡ νη­στεί­α αὐ­τὴ ὀ­νο­μα­ζό­ταν τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἂν καὶ δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη εἰ­σα­χθεῖ ἀ­πὸ τὴ Δύ­ση στὴν Ἀ­να­το­λὴ ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων τῆς 29ηςΙουνίου

 Ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, ὅ­πως προ­ε­λέ­χθη, δὲν ὑ­πῆρ­χε ἀρ­χι­κῶς στὴν Ἀ­να­το­λή. Ὅ­ταν ὅ­μως εἰ­σή­χθη, ἡ νη­στεί­α ἐ­κεί­νη ἐ­ξε­λή­φθη ὡς προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κή τῆς ἑ­ορ­τῆς των. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­πὸ τό­τε δι­αρ­κεῖ τό­σες ἡ­μέ­ρες ὅ­σες με­σο­λα­βοῦν με­τα­ξύ της ἑ­ορ­τῆς τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των καὶ τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ­με­ρῶν ὁ ἀ­ριθ­μός, ὡς γνω­στὸν κατ’ ἔ­τος εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κός, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἑ­ορ­τα­σθεῖ τὸ Πά­σχα, δὲν ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως τὶς τριάντα (30) ἡ­μέ­ρες (σύμ­φω­να μὲ τὸ νέ­ο ἡ­με­ρο­λό­γι­ο). Ἡ τρο­πο­ποί­η­ση αὐ­τὴ ἔ­γι­νε με­τα­ξὺ 7ου καὶ 9ου αι. καὶ κατ’ ἀρ­χὰς πι­θα­νῶς στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἡ ὁ­ποί­α τὸν 5ο αι. πρώ­τη δέ­χθη­κε ἀ­πὸ τὴ Ρώ­μη τὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων τῆς 29ης Ἰουνίου καὶ τῆς ὁ­ποί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ση­μα­σί­α ἐ­νι­σχύ­θη­κε με­τὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῶν ἄλ­λων Πα­τρι­αρ­χεί­ων ἀ­πὸ τοὺς Ἄ­ρα­βες, ὥ­στε τὸ πα­ρά­δειγ­μά της ἐ­πέ­δρα­σε σὲ ὅ­λη τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή. Ὁ Ὄσ.Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὅ­πως κα­τὰ τὴ νη­στεί­α τοῦ Πά­σχα ἔ­τσι καὶ κα­τὰ τὴν νη­στεί­α τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἔ­τρω­γαν μί­α φο­ρὰ τὴν ἡ­μέ­ρα, τὴν ἐ­νά­τη ὥ­ρα (3μ.μ.) «δι­ὰ τὴν σμι­κρό­τη­τα τῶν ἡ­με­ρῶν», ἐ­νῶ κα­τὰ τὴν νη­στεί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου, ἔ­τρω­γαν δύ­ο φο­ρές, τὴν ἐ­νά­τη καὶ νω­ρὶς τὸ βρά­δυ. Ἐ­πι­τρέ­πον­ταν πε­ρί­που οἱ τρο­φές, οἱ ὁ­ποῖ­ες καὶ σή­με­ρα ἐ­πι­τρέ­πον­ται. Κατ’ αὐ­τὲς τὶς ἐ­ορ­τά­σι­μες ἡ­μέ­ρες τὸ με­ση­με­ρια­νὸ γεῦ­μα λαμ­βα­νό­ταν πε­ρὶ τὴν ἕ­κτη ὥ­ρα (12μ.), τὸ δὲ βρα­δυ­νὸ κα­τὰ τὴν ἴ­δια μὲ τὶς ὑ­πό­λοι­πες πε­ρι­ό­δους ὥ­ρα.

Προ­ϊ­όν­τος του χρό­νου ὅ­μως οἱ νη­στεῖ­ες αὐ­τὲς (Χρι­στου­γέν­νων καὶ Ἄγ.Ἀ­πο­στό­λων) ἐ­πι­βλή­θη­καν σὲ τέ­τοια ἔ­κτα­ση καὶ ἔν­τα­ση, ὥ­στε ἴ­σχυ­σαν ὄ­χι μό­νον γιὰ τοὺς μο­να­χοὺς ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τοὺς κλη­ρι­κοὺς καὶ λα­ϊ­κούς. Ὅ­μως αὐ­τὸ ἔ­γι­νε με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ 12ου αι. καὶ τοῦ­το ἐ­ξαι­τί­ας τῶν μο­να­στη­ρι­α­κῶν κτη­το­ρι­κῶν τυ­πι­κῶν. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἄρ­χι­σαν νὰ εἰ­σέρ­χον­ται, κυ­ρί­ως λό­γω εὐ­σε­βεί­ας, καὶ ἀ­νά­με­σα στὶς τά­ξεις τῶν κλη­ρι­κῶν καὶ λα­ϊ­κῶν. Βαθ­μη­δὸν ἐ­πι­κρά­τη­σαν γιὰ ὅ­λους καὶ ἔ­κτο­τε τη­ροῦν­ται ἀ­πὸ τοὺς χρι­στια­νούς μας.

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἄ­ρι­στο μέ­σο­ν ­πρός κα­τά­κτη­ση τῶν ἀ­ρε­τώῶν καὶ συν­τε­λεῖ στὴ σω­τη­ρί­α μας.

Ἀ­να­φέ­ρουν γιὰ τὴν ἀ­ξί­α καὶ τὴ ση­μα­σί­α τῆς νη­στεί­α­ς 

1) ὁ Ἅ­γι­ο­ς ­Κο­σμα­ς ­ὁ Αἰ­τω­λός:

«Πρέ­πει καὶ ἠ­μεῖς, ἀ­δελ­φοί μου, οἱ εὐ­σε­βεῖς χρι­στια­νοί, νὰ νη­στεύ­ω­μεν πάν­το­τε, μὰ πε­ρισ­σό­τε­ρον τὴν Τε­τρά­δη, δι­α­τὶ ἐ­που­λή­θη­κε ὁ Κύ­ρι­ος καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ δι­α­τὶ ἐ­σταυ­ρώ­θη. Ὁ­μοί­ως ἔ­χο­με χρέ­ος νὰ νη­στεύ­ω­μεν καὶ τὲς ἄλ­λες Τεσ­σα­ρα­κο­στές, κα­θὼς ἐ­φώ­τι­σε τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα τοὺς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ μᾶς ἔ­γρα­ψαν δι­ὰ νὰ νη­στεύ­ω­μεν, να­ ­νε­κρώ­νω­μεν τὰ πά­θη, νὰ τα­πει­νώ­νω­μεν τὴ σάρ­κα, τὸ σῶ­μα.»

2) ὁ Ἅ­γι­ο­ς ­Βα­σί­λει­ος:

«Mήν περιορίζεις ὅ­μως τὸ κα­λό τῆς νη­στεί­ας μό­νο στὴν ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ τὸ φα­γη­τό. Για­τί πραγ­μα­τι­κὴ νη­στεί­α εἶ­ναι μό­νο νὰ μὴν κά­νεις τί­πο­τε ἄ­δι­κο. Νά λύ­νεις κά­θε δε­σμὸ ἀ­δι­κί­α­ς. Συγ­χώ­ρη­σε τὸν πλη­σί­ον σου γιὰ τὸ κα­κὸ πού σοῦ ἔ­κα­νε καὶ ξέ­χα­σε αὐ­τὰ ποῦ σοῦ χρω­στά­ει» .

Ἡ νη­στεί­α σας νὰ εἶ­ναι κα­θα­ρὴ ἀ­πὸ δι­κα­στι­κὲς πρά­ξεις καὶ προ­στρι­βές. Κρέ­ας δὲν τρῶς, ἀλ­λὰ κα­τα­σπα­ρά­ζεις τὸν ἀ­δελ­φό σου. Νη­στεύ­εις τὸ κρα­σί, ἀλ­λὰ εἶ­σαι σπά­τα­λος στὶς ἀ­δι­κί­ες. Πε­ρι­μέ­νεις νὰ ἔρ­θει τὸ βρά­δυ γιὰ νὰ φᾶς ἀλ­λὰ ξο­δεύ­εις ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα σου στὰ δι­κα­στή­ρι­α.  Ἀ­λοί­μο­νο σὲ κεί­νους ποὺ δὲν με­θᾶ­νε ἀ­πὸ κρα­σί, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὶς ἀ­δι­κί­ες.»

 

 

 


Εκτύπωση   Email