Ἐπιμέλεια π. Νικάνωρ Καραγιάννης
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων…». Πολλοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὴν ζωὴ πλησίασαν καὶ πλησιάζουν τὸν Χριστὸ μὲ διαφορετικὰ κίνητρα, προθέσεις καὶ σκοπούς. Ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ μιὰ φυσικὴ περιέργεια καὶ ἐνδιαφέρον καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦν ἀπὸ ἐλευθερία καὶ ἀγάπη. Ἄλλοι πάλι τὸν πλησιάζουν γιὰ νὰ τὸν ἀπομυθοποιήσουν, ὅπως νομίζουν, καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν ἀμφισβητήσουν καὶ νὰ τὸν πολεμήσουν. Ἄλλοι τόσοι πλησιάζουν τὸν Χριστὸ, γιὰ νὰ τὸν «πειράξουν» ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, ὅπως ὁ νομικὸς τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ σκεφθοῦμε ποιοί καὶ γιατί ἀκολούθησαν τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ἐπίγεια διαδρομὴ καὶ δράση Του. Καταρχὰς τὸν Χριστὸ τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές Του, γιατί τὸν ἀναγνώρισαν ὡς δάσκαλό Τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀντιλήφθηκαν, ἔστω καὶ ἀτελῶς, τὴν θεϊκὴ ἀποστολή Του. Ἐπίσης, Τὸν ἀκολούθησε ἕνα ἀνώνυμο πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευδαν νὰ Τὸν συναντήσουν, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει γι’ Αὐτὸν καὶ ἤθελαν νὰ Τὸν γνωρίσουν προσωπικὰ καὶ μάλιστα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά Του. Κάποιοι ἄλλοι, βέβαια, τὸν ἀκολούθησαν, γιατί εἶχαν γοητευθεῖ ἀπὸ τὴν διδασκαλία Του. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ τὸν ἀναγνώρισαν ὡς μεγάλο προφήτη καὶ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καὶ συνέδεσαν τὸ πρόσωπό Του μὲ τὶς μεσσιανικὲς προσδοκίες τῆς ἐποχῆς τους γιὰ μιὰ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀποκατάσταση τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅμως, ἀνάμεσα σε αὐτοὺς ποὺ πλησίασαν τὸν Χριστὸ ἦταν καὶ μιὰ ἄλλη ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ κίνητρα πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγούμενους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνῆκαν στὴν θρησκευτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐλὶτ τῶν Ἰουδαίων τῆς Παλαιστίνης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, εἶναι οἱ γνωστοὶ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι. Τὰ Εὐαγγέλια ἀναφέρουν συχνὰ ὅτι, κυρίως, οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν σὲ κάθε βῆμα Του, ὄχι βέβαια ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ ἐκτίμηση ἢ ἔστω καλοπροαίρετη περιέργεια, ἀλλὰ μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ συγκεντρώσουν στοιχεῖα ἐναντίον του. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν παγιδεύσουν σὲ θεολογικὲς καὶ πολιτικὲς συζητήσεις, ποὺ θὰ τὸν ἐξέθεταν στὰ μάτια τοῦ λαοῦ καὶ τῶν Ρωμαίων, καὶ ἔτσι θὰ διευκόλυναν τὴν φυσική του ἐξόντωση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «πείραξε» τὸν Χριστὸ ὁ νομικὸς τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Οἱ ἀπαντήσεις, βέβαια, τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀποστόμωσαν.
Ὁ Κύριος στὴν συζήτηση αὐτὴν παρουσίασε τὴν ὁριζόντια καὶ κάθετη διάσταση τῆς ἀγάπης, δηλ. τὴν κατεύθυνσή της πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἑρμηνεύοντας αὐθεντικὰ τὸν Νόμο, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε δώσει. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι θεωρητικὴ καὶ συναισθηματικὴ, ἀλλὰ πρακτικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ, ὡς ἀποτέλεσμα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πλήρη ἀφοσίωση καὶ ἀνεπιφύλακτη ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Μιὰ τέτοια ἀγάπη εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ σῴζει καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι αἰώνια ζωὴ: «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σέ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν» (Ιωαν.17:3).
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλὲς φορὲς στοὺς χριστιανικούς μας στοχασμοὺς καὶ προβληματισμοὺς ἂς ἀναρωτιόμαστε: ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐσωτερικὸ ἀγῶνα; Ἂν τὸν ἀκολουθοῦμε, μὲ τί κίνητρα τὸν πλησιάζουμε; Ἄραγε τὸν γνωρίζουμε καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸν ἐμπιστευόμαστε; Εἶναι γιὰ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς πρόσωπο ποὺ συνδεόμαστε μὲ ἀδιάσπαστη πνευματικὴ σχέση, ἡ ὁποία γεμίζει τὴν ψυχή μας, ἢ εἶναι μιὰ θολὴ θρησκευτικὴ ἰδέα ποὺ φανταζόμαστε; Μήπως ἀλλοιώνουμε καὶ διαστρεβλώνουμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν λόγο Του; Μήπως ἔγινε γιὰ ἐμᾶς ἡ σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ μιὰ ἀναζήτηση καὶ ἕνα «παιχνίδι τοῦ μυαλοῦ μας» καὶ ὄχι μιὰ συνάντηση καὶ μιὰ δυνατὴ ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς μας; Τελικὰ, μήπως μὲ τὴν στάση τῆς ζωῆς μας πειράζουμε καὶ ἐμπαίζουμε τὸν Χριστὸ καὶ ζημιώνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας περισσότερο ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀδιάφορων ἀνθρώπων, ποὺ πρέπει νὰ ἐμπνέουμε μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ παράδειγμά μας;
Τὴν ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἂς δώσει ὁ καθένας μας μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ζωή του καὶ τὸν ἀγῶνά του. Ἀμήν.-