ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ2013

                              

Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ

Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης

omikron 2 Χριστὸς ἀνεβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ βρίσκεται σὲ ἕνα ἱερὸ καὶ θαυματουργὸ τόπο, τὴν κολυμβήθρα Βηθεσδά. Ἐκεῖ συναντᾷ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάγκη γιὰ βοήθεια, παρηγοριὰ καὶ θεραπεία. Στὸν διάλογό Του μὲ τὸν παράλυτο μαθαίνουμε ὅτι ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γιὰ τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτος. Ὁ Χριστὸς «γνοὺς ὅτι πολὺ χρόνον ἤδη ἔχει λέγει αὐτῷ۠ θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;».  Ἡ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴ Βηθεσδὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς θεραπεῖες ποὺ περιγράφουν τὰ εὐαγγέλια. Κάθε φορά, ὅμως, ποὺ τὴν διαβάζουμε καλούμαστε μεταξὺ ἄλλων νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ἀρρώστιας, ὀδύνης καὶ μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατανόηση καὶ συμπαράσταση. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»,  δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ καταλαβαίνει, νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ, νὰ μὲ βοηθήσει. Τὴν ἴδια κραυγὴ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας. Κάποτε, μάλιστα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ πικρὸ παράπονο γιὰ τὸ πρόβλημά μας. Τὸ παράπονο ἀπέναντι στὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κρύβει μέσα του θλίψη, πόνο, ἀδικία, πικρία,  δυσαρέσκεια, ἴσως, ἀκόμη, καὶ θυμὸ γιὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἄλλων γύρω μας. Ἀνορθώνει ἕνα τεῖχος ποὺ μᾶς ἀπομονώνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν καὶ δὲν συμπάσχουν μαζί μας. Βέβαια, στὴν πραγματικότητα, κάθε φορὰ ποὺ παραπονιόμαστε ἐμεῖς ὀρθώνουμε ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ τοὺς ἀποδεχθοῦμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι.

     Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ ὑπάρχει μιὰ εἰδοποιὸς διαφορά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται ὅτι εἶχε μεγάλη ὑπομονὴ γιὰ τὴν μακροχρόνια  ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. Δοκιμάζει, ὅμως, ἀμέτρητες ἀπογοητεύσεις. Ἐνῶ «ἄγγελος κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ, (καὶ κάθε φορά), «ὁ πρῶτος ἐμβᾶς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο», αὐτὸς ἔμενε μὲ τὸ παραπόνο ὅτι «ἄλλος πρὸ αὐτοῦ καταβαίνει» καὶ θεραπεύεται. Τὰ χρόνια περνᾶνε καὶ αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ προσδοκᾷ καὶ νὰ περιμένει. Νὰ ἀνανεώνει τὴν ἐλπίδα του γιὰ ἄλλη μιὰ εὐκαιρία.

     Ὅμως ὁ παραλυτικὸς ἦταν ἀνεκτικὸς καὶ μακρόθυμος καὶ μὲ τὴν ἀνάλγητη ἀπάθεια καὶ ἐγωιστικὴ ἀδιαφορία τῶν ἄλλων. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια  καθηλωμένος στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου εἶχε κατανοήσει καὶ εἶχε ἀποδεχθεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἀκριβῶς ἦταν, σκληρούς, ἀδιάφορους καὶ ἀνάλγητους. Εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν δοκιμασία τῆς ἀρρώστιας του. Ζοῦσε τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ νιώθει μέσα στὴν μοναξιά του  «ἀπερριμένος», ἄχρηστος, ξεχασμένος καὶ περιφρονημένος. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τρομακτικὸ αἴσθημα ποὺ μπορεῖ  νὰ νιώσει κάποιος. Καὶ ὅμως, ὁ παραλυτικὸς δὲν φωνάζει. Δὲν διαμαρτύρεται ἐναντίον τῶν ἄλλων. Δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τοὺς γύρω του. Μέσα στὴν ἀδυναμία καὶ τὴν δυστυχία του δὲν στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν παραλογίζεται. Μὲ τὴν καρτερικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὴν ἐπιείκειά του πρὸς τοὺς ἄλλους ἄνοιξε τὴν καρδιά του νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Περίμενε τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

    Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας μας ἐπιβεβαιώνουν τὴν φράση τοῦ λογοτέχνη: «ποτὲ ἄλλοτε οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τόσο κοντὰ ὅσο σήμερα, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν τόσο μακριὰ ὅσο σήμερα». Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς τρομερῆς μοναξιᾶς τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐπιτείνεται στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τῶν ποικίλων δυσχερειῶν τῆς ζωῆς. Τότε ὁ ἄνθρωπος πνίγεται μέσα στὴν ἀπομόνωσή του καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸν λόγο τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου: «ἄνθρωπον ζητῶ», ἀφοῦ, σὰν τὸν παραλυτικὸ, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας ζωντανεύει τὸν διάλογό τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀνανεώνει τὴν πίστη μας καὶ μᾶς γεμίζει παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Στὸ ἄκουσμα τῆς φράσης τοῦ παραλύτου «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ: «διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;».   Στὴν κάθε μοναξιά μας ἃς καλλιεργοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς συναισθανόμαστε τότε περισσότερο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κατανοεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μᾶς συμπαραστέκεται καὶ συμπάσχει μαζί μας. Ἃς στρέφουμε τὸ βλέμμα μας σὲ Ἐκεῖνον, γιὰ νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν μοναξιὰ λέγοντάς του «ἐλθὲ ὁ Μόνος πρὸς μόνον, ὅτι μόνος εἰμὶ καθάπερ ὁρᾷς.» Ἔλα ἐσὺ ποὺ εἶσαι Μοναδικὸς σὲ ἐμένα ποὺ εἶμαι μοναχικός, γιατί βλέπεις εἶμαι μόνος. Ἀμήν.

 

 

 

 

 


Εκτύπωση   Email