Διότι αὐτό κυρίως εἶναι προσευχή, ὅταν ἀνεβαίνουν οἱ κραυγές πρός τό Θεό ἀπό τό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Καί αὐτό εἶναι γνώρισμα τῆς βασανισμένης ψυχῆς, τό νά ἐκδηλώνει τήν προσευχή της μέ τήν προθυμία τοῦ νοῦ καί ὄχι μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς.
Ἔτσι προσευχόταν καί ὁ Μωϋσῆς. Γι’ αὐτό καί, ἐνῶ δέν ἔλεγε τίποτε μέ τά χείλη του, ὁ Θεός τοῦ εἶπε: "τί φωνάζεις πρός ἐμένα;". Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε μόνο τή φωνή πού βγαίνει ἀπό τό στόμα, ὁ Θεός ὅμως πρίν ἀπ’ αὐτήν ἀκούει τούς ἀνθρώπους πού κράζουν ἐσωτερικά. Ἑπομένως εἶναι δυνατό καί χωρίς νά φωνάζουμε, νά εἰσακουόμαστε ἀπό τό Θεό, καί εἶναι ἐπίσης δυνατό νά προσευχόμαστε κατά νοῦν μέ πολλή προσοχή ἀκόμη καί ὅταν βαδίζουμε στήν ἀγορά. Ἀλλά καί ὅταν βρισκόμαστε μαζί μέ τούς φίλους μας καί ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, μποροῦμε μέ πολύ δυνατή φωνή νά καλοῦμε τό Θεό, μέ τήν ἐσωτερική φωνή ἐννοῶ, καί νά μή τή φανερώνουμε σέ κανένα ἀπό τούς παρόντες.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί Ἄννης Λόγος Β΄, Ἄπαντα Ἁγίων Πατέρων τ.31 714 Ε -715Α